- 12/11
- 19/11
- 26/11
πρόσφατα ποστς
«Ο Μπήμποβ δεν ήταν άγριο θηρίο∙ δεν ενδιαφερόταν να υποβάλει σε άσκοπες ταλαιπωρίες ούτε να βασανίσει τους Εβραίους επειδή είχαν γεννηθεί Εβραίοι, αλλά να πλουτίσει από τις προμήθειες με νόμιμα ή άλλα μέσα. Το μαρτύριο του γκέτο τον άγγιζε, αλλά μόνο έμμεσα∙ επιθυμούσε να δουλεύουν οι σκλάβοι και για αυτό δεν ήθελε να πεθάνουν από την πείνα∙ το αίσθημα ηθικής για αυτόν σταματούσε εδώ. Με το Ρουμκόβσκι τον συνέδεε μια σχέση εργολάβου-προμηθευτή, η οποία συχνά οδηγεί σε μια τραχιά φιλία.
Ο Μπήμποβ , μικρό τσακάλι, αρκετά κυνικός ώστε να πάρει στα σοβαρά τη δαιμονολογία περί φυλής, θα επιθυμούσε να αναβληθεί η διάλυση του γκέτο – μια εξαιρετική επιχείρηση για αυτόν – και να σώσει από την εκτόπιση τον Ρουμκόβσκι, του οποίου τη συνενοχή εμπιστευόταν∙ στο σημείο αυτό βλέπουμε πως συχνά ένας ρεαλιστής υπερέχει αντικειμενικά ενός θεωρητικού.
Αλλά οι θεωρητικοί των Ες-Ες ήταν αντίθετης γνώμης και υπερίσχυσαν. Ήταν gründlich, ριζοσπάστες…»
Primo Levi, απόσπασμα από την “Γκρίζα Ζώνη”.
Την Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου, η Κινηματογραφική Ομάδα της Κατάληψης Rosa Nera, προβάλλει την ταινία Monsieur Klein, του 1976, σε σκηνοθεσία του Joseph Losey. Σε σενάριο αρχικά του Κ. Γαβρά, που ολοκληρώνουν αργότερα οι F. Morandi και F. Solinas. Η κλασσική αυτή ταινία – με αναφορές στους εφιάλτες του Κάφκα και στον νουάρ κινηματογράφο – προκαλεί την συνείδηση και την συζήτηση γύρω από καθεστώτα των δοσίλογων και των πρόθυμων συνεργατών των Ναζί στην Ευρώπη του 1942, προσεγγίζει κάποια από τα οικουμενικά ερωτήματα που αναδύθηκαν γύρω από την ανθρώπινη κατάσταση μετά το Ολοκαύτωμα, την εξόντωση και τον εκτοπισμό των Εβραίων της Ευρώπης, ζητήματα για την ατομική ταυτότητα – τον “Άλλο” απέναντι και μέσα μας – όπως και την ατομική ή την συλλογική ενοχή απέναντι στις γραφειοκρατικά οργανωμένες τελετουργικές σφαγές απάνθρωπων καθεστώτων.
Με τις σπουδαίες ερμηνείες από τους/τις Αλαίν Ντελόν, Ζαν Μορώ, M.Lonsdale κ.α.
Την Πέμπτη προβάλλουμε μαζί με τη καλλιτεχνική κολεκτίβα Anepos το νέο ντοκιμαντέρ του Yannis Youlountas “Δεν φοβόμαστε τα ερείπια”
Παρακάτω το τρέιλερ:
Πέμπτη 18/4 στο πισωδείο
Κατάληψη Rosa Nera: Αναλυτικό κείμενο για το έγγραφο στην διαύγεια, για τις εργασίες της εταιρείας, για τις μεθοδεύσεις ξενοδοχοποίησης και το πως και γιατί αυτές δεν θα περάσουν:
Τίποτα δεν τελείωσε, όλα είναι κοινά
(πάλι κουκιά)
Το πρωί της πρωταπριλιάς, αστυνομικές δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν από τρεις νομούς του νησιού προέβησαν στην εκ νέου –μετά από 3μιση χρόνια– εκκένωση της Κατάληψης Rosa Nera, συλλαμβάνοντας μόνο 8 από τους κατοίκους της, καθώς εκείνη την ώρα οι περισσότεροι/ες βρίσκονταν στις δουλειές τους. Η καταστολή της κατάληψης σήμανε την επίθεση από το Κράτος σε έναν ελεύθερο κοινωνικό πολιτικό χώρο εντός του αστικού ιστού των Χανίων και στη μοναδική ουσιωδώς δημόσιας πλατείας της πόλης, για χάρη του επεκτατικού και αδηφάγου ξενοδοχειακού λόμπι.
Έχοντας νωπές τις μνήμες των σχεδόν πάνδημων διαδηλώσεων την επαύριο της προηγούμενης εκκένωσης, θεωρούμε περιττό να μακρηγορήσουμε για το τι σήμαινε και σημαίνει η Rosa Nera, απευθυνόμενοι σήμερα στην τοπική κοινωνία. Σε μια πόλη που ραγδαία μετατρέπεται σε ιλουστρασιόν θεματικό πάρκο για φραγκάτους τουρίστες/καταναλωτές, όσοι και όσες δεν καρπώνονται την υπεραξία από την τουριστική μπίζνα, νιώθουν έστω και διαισθητικά την απώλεια ως δική τους, νιώθουν την απειλή και το διακύβευμα: ένα οχυρό ελευθερίας, μια γραμμή άμυνας απέναντι στην προοπτική μιας πόλης χωρίς κατοίκους, χωρίς κοινωνικό ιστό, μιας αδιάλειπτης καταναλωτικής ζώνης, μιας γαλέρας στην οποία μέσα ή θα καταναλώνεις στο κατάστρωμα ή θα τραβάς κουπί στο αμπάρι.
Αν και γνωστή ιστορία, ξαναθυμίζουμε εν τάχει ότι πίσω από όλα κρύβεται ένας πολυεθνικός και πολυπλόκαμος ξενοδοχειακός όμιλος, που εδώ εμφανίστηκε το 2017 με την επωνυμία Belvedere ΕΠΕ, στον οποίον η τότε και η τωρινή διοίκηση του Πολυτεχνείου Κρήτης επιθυμεί διακαώς να νοικιάσει το κτήριο και την αυλή της κατάληψης, για να μετατραπεί το λεγόμενο «μπαλκόνι των Χανίων» σε ένα περίφρακτο υπερλούξ ξενοδοχείο για -πάρα πολύ- πλούσιους πελάτες. Και βασικά τον νοικιάζει από τότε, αν πιστέψουμε δηλαδή ότι η Belvedere ΕΠΕ όντως καταβάλλει μηνιαίο μίσθιο 20.000 ευρώ στο Πολυτεχνείο, για ένα πρότζεκτ που δεν έχει καν ξεκινήσει εδώ και 3μιση χρόνια. Ένα μίσθιο προκλητικά ευτελές, αν έχει κανείς μια αμυδρή ιδέα του μέρους και του μεγέθους του κτηρίου, καθώς και των ενοικίων που παίζουν γενικά στην πιάτσα.
Το κτήριο της Rosa Nera, όπως και τα πέριξ που συνθέτουν το μνημειακό συγκρότημα στην κορυφή του λόφου Καστέλι και παραχωρήθηκαν το 1979 από το υπουργείο
εθνικής άμυνας, έναντι ποσού το οποίο είχε καταβάλει ως δωρεά το ελληνικό Δημόσιο στο Πολυτεχνείο Κρήτης, έχει ανεγερθεί πάνω από το μινωικό ανακτορικό συγκρότημα, σπαράγματα του οποίου έχουν ανασκαφικά αποκαλυφθεί στις παρυφές του λόφου, σε κάποια από τα ελάχιστα οικόπεδα που είχαν απομείνει ανοικοδόμητα ώς τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Το γεγονός αυτό, που προστίθεται στην μνημειακότητα του ίδιου του κτηρίου, συνιστούσε -μέχρι σήμερα- ένα σοβαρό θεσμικό εμπόδιο στις επιδιώξεις της ντόπιας οικονομικής και πολιτικής ελίτ, που τυγχάνει να κυβερνάει και τη χώρα μέσω του μητσοτακέικου.
Διότι, όπως αποκαλύφθηκε στον τοπικό τύπο, με έγγραφο που έχει αναρτηθεί στη Διαύγεια, το θεσμικό αυτό πρόσχωμα επί της ουσίας έχει πια αρθεί. Το έγγραφο αυτό συνίσταται στην αδειοδότηση από μια υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ (Τμήμα Τεχνικών Ερευνών, Αναστήλωσης και Προδιαγραφών) σε υπεργολάβους (τεχνικά γραφεία ιδιωτών μηχανικών), προφανώς μισθωμένους από την Belvedere ΕΠΕ (η οποία εμφανώς αποφεύγεται να κατονομαστεί) για να προβούν σε μια σειρά δειγματοληπτικών και διερευνητικών εργασιών μέσα στο κτήριο, υπό την εποπτεία (συνδρομή δηλ.) της τοπικής εφορείας αρχαιοτήτων και της υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων Κρήτης, με δηλωμένο απώτερο σκοπό την ανάπλασή του σε ξενοδοχείο.
Η αδειοδότηση αυτή συνιστά το ήμισυ του παντός. Κατ’ αρχάς, προηγήθηκε της αστυνομικής επιχείρησης, και προαπαιτείται για αυτήν – ειδάλλως δεν θα είχε κανένα νόημα. Έπειτα, σημαίνει ότι όλα τα απαραίτητα κομπρεμί έχουν ήδη γίνει, οι διαβεβαιώσεις για την ευτυχή έκβαση της υπόθεσης τους έχουν δοθεί σε υψηλό επίπεδο, οι ανεπίσημες εντολές έχουν διαβιβαστεί καθέτως προς όλη την αρμόδια ιεραρχία, και οι πιέσεις προς τους όποιους απρόθυμους ή διστακτικούς κρατικούς λειτουργούς έχουν πλέον καρποφορήσει. Οι δειγματοληψίες θα σταλούν σε ιδιωτικά εργαστήρια που επίσης κατονομάζονται στο έγγραφο, και οι τοπικές υπηρεσιακές εισηγήσεις θα έχουν αποδέκτη το ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο), ένα όργανο απαρτισμένο από επιστημονικό προσωπικό κατόπιν πολιτικής επιλογής της εκάστοτε κυβέρνησης, και το οποίο είναι που εν τέλει εγκρίνει ή μη (αλλά να το θέσουμε ως εξής: γενικά δυσκολεύεται πολύ να μην εγκρίνει…).
Αν δεν έχει γίνει ήδη αντιληπτό, δεν μένει παρά μονάχα να μπουν αύριο-μεθαύριο στο φρουρούμενο κτήριο και να στρωθούν στη δουλειά. Άλλωστε ακόμα και στο ίδιο το έγγραφο αναφέρεται ότι η κατάληψη ήταν αυτή που μέχρι τώρα παρεμπόδιζε την εκτέλεση των εργασιών.
Η εξέλιξη αυτή, αν μη τι άλλο, συνιστά άλλη μια απόδειξη (για τους αδαείς ή καλόπιστους) ότι πέραν των ξεπουλημένων πανεπιστημίων και των πολυτεχνείων, ακόμα και οι κρατικές υπηρεσίες που υποτίθεται πως είναι επιφορτισμένες με την προστασία διατηρητέων μνημείων και αρχαιοτήτων, όχι μόνον αδυνατούν πλέον να προστατέψουν το δημόσιο χαρακτήρα και τη δημόσια χρήση κτηρίων και χώρων που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους, αλλά πρακτικά «καλύπτονται» πίσω από -ή έρχονται αντιμέτωποι με- ειλημμένες αποφάσεις ανώτερων κρατικών φορέων.
Κράτος εναντίον κοινωνίας, για να το πούμε απλά, για μας που βλέπουμε την κοινωνία ξέχωρα από τις ελίτ και τα τσιράκια τους.
Στο εδώ και το τώρα λοιπόν, ένας μεγάλος αγώνας ξαναρχίζει για την τοπική κοινωνία που στενάζει από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και τον εξευγενισμό. Ή θα αντισταθούμε ή να μαζεύουμε τα μπογαλάκια μας σιγά-σιγά όλες και όλοι που δεν βγάζουμε τον μήνα, που δεν βρίσκουμε σπίτι με υποφερτό ενοίκιο, που μας πετάνε έξω για να βάλουνε μέσα τουρίστες, που δεν έχουμε 4.50 ευρώ για ένα ρημαδοκαφέ στο λιμάνι.
Με πρώτο στόχο την αποτροπή των άμεσα επικείμενων εργασιών και την επανάκτηση της κατάληψης, έπειτα τη διεκδίκηση όλο και περισσότερων δημόσιων και ελεύθερων απ’ την κερδοφορία χώρων, ως την ανατροπή του «εξευγενιστικού» ολετήρα και της κοινωνικής ερήμωσης της πόλης.
Παρέμβαση στην Πρυτανεία του Πολυτεχνείου Κρήτης (κτήριο ΗΜΜΥ), Παρασκευή 5/4, στις 11:00
Συγκέντρωση και πορεία, Σάββατο 6/4, στις 12 το μεσημέρι, στην Πλατεία Αγοράς.
Κατάληψη Rosa Nera,
Λόφος Καστέλι,
rosanera.squat.gr
Απρίλιος 2024
#rosanera #ροζανερα #Χανιά
The Zone of Interest
του Τζόναθαν Γκλέιζερ
Η «κοινοτοπία του Κακού» σε μορφή οικογενειακού δράματος, ή ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, όταν αυτός είναι ο Ρούντολφ Ες.
Το πρώτο πράγμα που σε καλύπτει μ’ ένα στρώμα ψύχους είναι η φωτογραφία του «The Zone of Interest», της πρώτης δουλειάς που παρουσιάζει ο Βρετανός Τζόναθαν Γκλέιζερ μετά το «Κάτω από το Δέρμα» του 2014. Τόσο καθαρή ώστε να διαγράφεται κάθε λεπτομέρεια της πλούσιας, καταπράσινης φύσης, του ολόλευκου δέρματος, του γυαλιστερού μαύρου σκύλου, των καλοσιδερωμένων ρούχων. Τόσο αποστειρωμένη ώστε, χωρίς αιτιολογία, να σε σπρώχνει μακριά. Η περίσταση μοιάζει ειδυλλιακή – το ένστικτο σε έχει ήδη βυθίσει στον εφιάλτη.
Αυτή είναι η ιστορία, χαλαρά βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Μάρτιν Εϊμις του 2014, της καθημερινότητας του Ρούντολφ Ες και της οικογένειάς του, όσο έζησαν στο κομψό σπιτάκι με τον κήπο, δίπλα στο ποτάμι, αντικριστά στον τοίχο του Άουσβιτς. Γύρω από το στρατόπεδο, η «ζώνη ενδιαφέροντος». Μέσα στο σπίτι, μια μπαναλιτέ που παραλύει τις αισθήσεις. Τρόμος, ησυχία και χαμόγελο.
Ο Ρούντολφ Ες, ο Διοικητής του Άουσβιτς, είναι ένας ήρεμος άντρας, σύζυγος με κατανόηση – ακόμα κι όταν η γυναίκα του, Χέντβιγκ (η ήδη πολυβραβευμένη για το ρόλο της, Σάντρα Ούλερ), στα πρόθυρα της νεόπλουτης υστερίας), προβάλλει αντιστάσεις για την επικείμενη μετάθεσή του: εκείνη δεν θέλει να μετακομίσουν, θέλει να μείνουν εδώ, είναι ιδανικός τόπος για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, δίπλα στη φύση, με την απλότητα της βουκολικής ζωής. Η ζωή στο σπίτι κυλά με τις αναμενόμενες μεταπτώσεις, εντολές στις υπηρέτριες (αποστεωμένες, βωβές κοπέλες, τυχερές που κάθε τόσο η κυρία τούς μοιράζει ρούχα κι εσώρουχα που βρήκε… πού;), «εργάτες» με ριγέ στολές που φέρνουν «λίπασμα» για τον κήπο, ευχάριστο απογευματινό τσάι με άλλες κυρίες αξιωματικών και χαριτωμένα κουτσομπολιά, ή σχόλια για μόδες, σαν το όμορφο φορεματάκι που η μία πήρε από εκείνη την Εβραιοπούλα. Ανεμελιά για τα παιδιά που απολαμβάνουν το μπάνιο τα Σαββατοκύριακα, ή παίζουν στα κρεβάτια τους – με οδοντικές γέφυρες που φυλούν σ’ ένα κουτάκι. Εντάσεις με την πεθερά, τη μητέρα της Χέντβιγκ, τη μόνη που αφήνει να διαφανεί μια απορία για το ανθυγιεινό περιβάλλον. Και στο φόντο το φουγάρο που φτύνει μαύρο καπνό και δυσοσμία που νομίζεις ότι αισθάνεσαι.
Σε κάθε κάδρο, στιγμές οικογενειακής ρουτίνας, στιγμές παράνοιας. Οι δυο στρατιώτες με τα πολυβόλα που διασχίζουν το πάνω μέρος του κάδρου, σχεδόν απαρατήρητοι. Έξω από τον παραδεισένιο κήπο με τα πολύχρωμα λουλούδια που μυρίζει το αφράτο μωρό, ο χαρακτηριστικός πυργίσκος του Άουσβιτς. Ο ήχος, ο δεύτερος παράγοντας που παγώνει τις αισθήσεις, ήχος που έρχεται από πολύ κοντά, χωρίς να φαίνεται η πηγή του: πάνω από τους διαλόγους, τα γέλια ή τους τσακωμούς, παραγγέλματα που ουρλιάζονται, πυροβολισμοί, κραυγές πόνου. Στιγμές εικαστικών διαλειμμάτων, όπως δυο ολόκληρες σεκάνς σε αρνητικό, απομονωμένες, παράλληλες δράσεις, με το δικό τους αντιθετικό νόημα.
Ο Τζόναθαν Γκλέιζερ είναι ένας ψυχρός σκηνοθέτης, σαν τον Χάνεκε που περιβάλλει με ανέκφραστη κομψότητα τη βία των ιστοριών του. Ψυχρά κοιτάζει κι αυτό το σύμπαν, τον Ρούντολφ Ες που προβληματίζεται με τη δουλειά του, εάν ο φούρνος κυκλικής καύσης είναι, τελικά, πιο αποτελεσματικός για την αποτέφρωση των «φορτίων», ή που ξεπλένει καλά το μόριό του μετά από μια ερωτική ατασθαλία στο γραφείο του. Δείχνει, χωρίς να υποδεικνύει. Άλλωστε, δεν έχει νόημα να υποδείξει κάτι. Τα εγκλήματα τα έχει καταγράψει η Ιστορία, για την κοινοτοπία του Κακού έχει γράψει η Χάνα Αρεντ, εάν είσαι αρνητής του Ολοκαυτώματος ή φασίστας, δεν θα σ’ επαναφέρει στη λογική μία ταινία. Δεν χρειάζεται συναισθηματική νοημοσύνη για να κρίνεις. Χρειάζονται ακριβώς αυτά που προσφέρει: μια προσέγγιση ταυτόχρονα εγκεφαλική και πραγματιστική, μια ομορφιά κομμένη και ραμμένη με χάρακα, με αυστηρές γραμμές και παραδοσιακές αξίες. Με ενέσεις παραμυθιού, όταν αυτό είναι το «Χάνσελ και Γκρέτελ», το πιο γκροτέσκ, πιο αιματοβαμμένο απ’ όλα τα παραμύθια της φρίκης.
Αν κάτι περισσεύει, ίσως είναι η «επίσκεψη» της κάμερας, στο φινάλε (όχι, κανένα σπόιλερ), στο πραγματικό Άουσβιτς του σήμερα, στο μουσείο (παρότι κι εδώ με μια προσέγγιση καθημερινότητας, με το συνεργείο καθαρισμού να σκουπίζει τα δάπεδα και να γυαλίζει τις βιτρίνες με τ’ απομεινάρια του θανάτου). Τα νοήματα έχουν τεθεί, δεν χρειάζεται παραπάνω επεξήγηση. Μόνο μια υπενθύμιση, του Τζόναθαν Γκλέιζερ, ανάμεσα στις γραμμές και στις σκηνές, ότι το Κακό ζει μέσα στην πεζότητα, ότι τα πρόσωπα εξουσίας του δικού μας κόσμου χρειάζονται εξονυχιστική παρατήρηση γιατί κι εκείνα μπορεί να το κρύβουν μέσα στις κλισέ φράσεις τους, τις αναμενόμενες εμφανίσεις τους, τη δική τους ρουτίνα. Λίγες φορές βλέπεις στο σινεμά μια αποθέωση της μπαναλιτέ τόσο έντεχνη, σπάνια μια ταινία που σε αναστατώνει χωρίς να προσπαθεί να το προκαλέσει. Γιατί τίποτε στην ταινία του Γκλέιζερ δεν είναι κοινότοπο και όλα είναι, με τον πιο σαδιστικό τρόπο.
Πραγματικότητα και φαντασία γίνονται ένα στο σχεδόν παραισθησιογόνο φιλμ του Φιλίπ Λακότ από την Ακτή του Ελεφαντοστού. Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στους Ορίζοντες στο Φεστιβάλ Βενετίας, διακρίσεις στα Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και της Θεσσαλονίκης.
Η θρυλική φυλακή La Maca στην Ακτή του Ελεφαντοστού είχε κατασκευαστεί για να στεγάσει 1500 κρατούμενους, αλλά σήμερα φιλοξενεί περισσότερους από 5000 ανθρώπους που ζουν σε ένα συγκρότημα που βρίσκεται στο κέντρο ενός εθνικού πάρκου, περιτριγυρισμένου από τη ζούγκλα, που στο κέντρο του βρίσκεται ένας λαβύρινθος που ξεκινάει από το κέντρο, μια μεγάλη αίθουσα όπου συγκεντρώνονται όλοι οι κρατούμενοι και χάνεται μέσα από δαιδαλώδεις διαδρόμους στο χάος.
Στην πραγματικότητα, η φυλακή διοικείται από τους ίδιους τους κρατούμενους που, σε μια μικρογραφία μιας κοινωνίας, προσπαθούν να επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους, κυρίως να επιβιώσουν. Ή ιδανικά να μην ξεχαστούν σε ένα κόσμο που τους αντιμετωπίζει περισσότερο ως μια ανθρώπινη φυλή που δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να βρει τη θέση της στον ελεύθερο κόσμο.
Ο Μαυρογένης, κραταιός μέχρι πρότινος αρχηγός της φυλακής, βλέπει τα γένια του να ασπρίζουν και τις αντοχές του να εξαντλούνται. Σύμφωνα με το τελετουργικό, θα πρέπει να αποσυρθεί, να βρει το διάδοχό του και μετά να αυτοκτονήσει. Θα τον βρει σε έναν νεαρό που φτάνει μόλις στις φυλακές, θα τον ονομάσει Ρομάν (που στα γαλλικά σημαίνει μυθιστόρημα) και θα του αναθέσει μια δύσκολη αποστολή: κάθε βράδυ και όσο διαρκεί το κόκκινο φεγγάρι θα πρέπει να αφηγείται ιστορίες μέχρι που ξημερώνει. Και το ίδιο και την επόμενη μέρα και την επόμενη. Αν τα καταφέρει θα γίνει ο διάδοχος του «θρόνου». Αν όχι, θα χάσει τη ζωή του ως άλλη Σεχραζάτ από τις «Χίλιες και Μια Νύχτες».
Ό,τι ξεκινάει ως μια παράδοξη παραβολή πάνω στην εξουσία υπαγορευμένη και από τον ίδιο τον τίτλο της δεύτερης (μετά το «Run» που είχε κάνει πρεμιέρα στο ένα Κάποιο Βλέμμα των Καννών το 2014) ταινίας του καταγόμενου από την Ακτή του Ελεφαντοστού Φιλιπ Λακότ, γίνεται γρήγορα μια συναρπαστική εικονογράφηση των πιο διακριτών αντιθέσεων που εκ των πραγμάτων προκαλεί η εικόνα δεκάδων κρατουμένων συγκεντρωμένων γύρω από έναν «παραμυθά», με την ατμόσφαιρα να μυρίζει βία, ιδρώτα και ανδρικό πόθο σε σχεδόν ισόποσες αλλά σε κάθε περίπτωση απαγορευμένες δόσεις.
Στην κόψη του ρεαλισμού με τη μυθοπλασία, αλλά κυρίως της αλήθειας και του θρύλου, η «Νύχτα των Βασιλιάδων» δεν αργεί να μεταφερθεί στη σφαίρα του μύθου, με την πρωτόγνωρη και συχνά ανεξέλεγκτη τόλμη ενός θαρραλέου δημιουργού.
Δεν είναι μόνο οι σκηνές της ιστορίας από το παρελθόν που αφηγείται ο Ρομάν που καταφέρνουν να ενσωματώσουν την παράδοση της Ακτής του Ελεφαντοστού μέσα στο πεζό περιβάλλον των φυλακών (με έξτρα μπόνους τα απίθανα ειδικά εφέ), ούτε μόνο οι μικρές απροσδόκητες στιγμές ποίησης που μοιάζουν να αναδύονται μέσα από την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης κατάστασης.
Η πρωτοτυπία της ταινίας του Φιλίπ Λακότ και συνεπακόλουθα η δύναμή της, έγκειται στο γεγονός ότι δεν φοβάται να τοποθετήσει στο πιο αταίριαστο μέρος μια μεταφορά πάνω στη δύναμη της αφήγησης και του ίδιου του θεάτρου ή του σινεμά (παραπέμποντας στο «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι), κρατώντας αλώβητο τον ιμπρεσιονισμό με τον οποίο τελικά ολοκληρώνει ένα παραμύθι για τη διατήρηση της μνήμης, τα προφορικά αρχεία, τις πρωταρχικές έννοιες όπως αυτή της ελευθερίας που πρέπει να μπορέσουν να αρθρωθούν πριν αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα.
Πρόγραμμα για τον Ιανουάριο.
The Old Oak
του Κεν Λόουτς
Το κύκνειο άσμα του Κεν Λόουτς είναι η ανθρωπιστική ταινία που περιμένεις, σίγουρα όχι από τις καλύτερές του, αλλά με καίριο σχόλιο για τον βρετανικό απομονωτισμό και απλούστατη διατύπωση.
Ο Κεν Λόουτς έχει ανακοινώσει ότι το «The Old Oak» είναι η τελευταία του ταινία για το σινεμά. Κι αν αυτό ισχύσει, θα έχει κλείσει τη φιλμογραφία του με μια ταινία που τον αντιπροσωπεύει απόλυτα – έστω κι αν δεν είναι από εκείνες που ξεχωρίζουν στην κινηματογραφική Ιστορία.
Σήμερα, σ’ ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας, κάποτε τόπο ανθρακωρύχων, τώρα παρηκμασμένο και φτωχό, ζει ο Τίτζεϊ, ιδιοκτήτης της τελευταίας παμπ της περιοχής. Το «The Old Oak», η παλιά βελανιδιά, είναι λίγο σαν και τον ίδιο: απαράλλαχτη τις τελευταίες δεκαετίες, αποκούμπι για τους ντόπιους, μισοχαλασμένη, λίγο θλιβερή. Όταν στο χωριό τοποθετούνται πρόσφυγες από τη Συρία, ο Τίτζεϊ γνωρίζει τη νεαρή Γιάρα που έχει αγάπη για τη φωτογραφία και τους ανθρώπους. Στον εφιάλτη του τραμπουκισμού των Σύρων από τους ντόπιους κάθε ηλικίας, η Γιάρα έχει την απάντηση: να διοργανώσουν, μαζί, συσίτιο για Αγγλους και πρόσφυγες, για όποιους έχουν ανάγκη, γιατί το φαγητό είναι η μόνη δραστηριότητα που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να μονιάσουν. Και να το κάνουν, φυσικά, στον πίσω χώρο της παμπ, που μαζί θα ανακαινίσουν. Όμως οι συντοπίτες του Τίτζεϊ δεν βλέπουν αυτή την ιδέα με καλό μάτι.
Μ’ ένα σενάριο γραμμένο και πάλι, φυσικά, παρέα με τον Πολ Λάβερτι, η ταινία υποφέρει από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πρόσφατων φιλμ του Λόουτς. Ένας υπερβολικός μελοδραματισμός, διάλογοι διατυπωμένοι με απλοϊκότητα κι έλλειψη βάθους, ερμηνείες ερασιτεχνικές που αδυνατούν να δώσουν βάρος στους ήρωες, ειδικά από τον Ντέιβ Τέρνερ που ενσαρκώνει τον Τίτζεϊ, τον οποίο έχουμε δει και στο «I, Daniel Blake» και στο «Sorry We Missed You». Η Σύρια Εμπλα Μαρί (πρόταση στον Λόουτς από την Παλαιστίνια σκηνοθέτη Ανμαρί Τζασίρ), έχει ένα πρόσωπο τόσο μαγνητικό που της συγχωρείται κάθε υποκριτική αδεξιότητα.
Ωστόσο, ο Κεν Λόουτς, με μια υπογραφή που αναγκάζει τον (κινηματογραφικό) κόσμο να τον ακούσει, γνωρίζει καλά πώς να θίξει τα επίκαιρα και κατακρίνει, εδώ, με την επαγωγική μέθοδο, την αντιμετώπιση του προσφυγικού από τη Μεγάλη Βρετανία, την αυξημένη ξενοφοβία που εκδηλώθηκε με το Brexit, την απώλεια της ομόνοιας στις μικρές κοινωνίες, τον ρατσισμό. Ήρεμα, τρυφερά, με μια ίσως αδικαιολόγητη, ίσως σκόπιμη απλοϊκότητα και με μια δυνατή φωνή που δεν έχει τίποτα να φοβηθεί.
Το ντοκιμαντέρ αυτό το γύρισε η Κλεμ, μία Γαλλίδα συντρόφισσα που έμενε εκείνον τον καιρό στην Αθήνα, στην κατάληψη της Σκαραμαγκά. Δυστυχώς, η Κλεμ έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2013, αφήνοντας την ταινία λίγο πριν από την τελική μορφή που θα ήθελε να της δώσει. Παρόλα αυτά, οι κοντινοί της άνθρωποι σε Ελλάδα και Γαλλία κρίναμε ότι η ταινία μπορεί να προβληθεί ως έχει, και πιστεύουμε ότι έχει ιδιαίτερη αξία, καθότι πρόκειται για πρωτότυπο υλικό που δεν υπάρχει αντίστοιχό του για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, γυρισμένο από και για το κίνημα, το καλοκαίρι του 2010, όταν οι μνήμες της εξέγερσης του Δεκέμβρη ήταν ακόμα πολύ νωπές στο μυαλό και την ψυχή όλων μας. Μετά λοιπόν από αρκετό καιρό ολοκληρώσαμε τον υποτιτλισμό και προσθέσαμε ένα επεξηγηματικό σημείωμα στο τέλος για την Κλεμ και την πορεία αυτής της ταινίας. Ο τίτλος που αποφασίσαμε να δώσουμε στην ταινία είναι το σύνθημα “Μόνος σου θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά”, που ήταν από τις αγαπημένες φράσεις της Κλεμ.
Συντροφικά, κάποιοι φίλοι της Κλεμ…
του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
H ταινία που σήμανε το οριστικό φινάλε στο «αστικό σινεμά» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και προφήτευσε τον Μάη του ’68.
Τέλος της ιστορίας. Τέλος του σινεμά.
Αυτό ήταν για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ το «Week-end», μια ταινία πού όχι μόνο σφράγισε το τέλος της πρώτης περιόδου του «αστικού σινεμά» της καριέρας του, αλλά προ οικονόμησε, ένα χρόνο πριν, το ξέσπασμα του Μάη του 68, αυτού του σαρωτικού κινήματος αμφισβήτησης, του οποίου ο Γάλλος σκηνοθέτης υπήρξε ταγός και πρωτοπόρος.
Κι αν υπάρχει μια ταινία στη φιλμογραφία του, η οποία είναι όντως η αλήθεια σε 24 πλάνα το δευτερόλεπτο και το ψέμα σε κάθε λήψη, αυτή δεν είναι άλλη από το «Week-end», όπου τα πάντα και οι πάντες μοιάζουν να βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους: ο σκηνοθέτης με το θέμα του, τους ηθοποιούς του και τους θεατές, ο ήχος με την εικόνα, το σημείο με το σημαινόμενο, το σινεμά ως αναπαραστατική απεικόνιση της αλήθειας με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο πόλεμος αυτός ξεκινά ήδη από τον τίτλο. Το Week-end, συμβολικό τέλος της εργάσιμης εβδομάδας και χρόνος ανάπαυσης, δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα του καπιταλιστικού τρόπου οικονομικής οργάνωσης και του καταμερισμού της εργασίας, μία φαινομενική κατάκτηση των εργαζομένων, αλλά ουσιαστικά αναπόσπαστο τμήμα της ορθολογικοποίησης της παραγωγής, όπως την εμπνεύστηκε ο Χένρι Φορντ. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η χρονική περίοδος στην οποία ο Γκοντάρ, τοποθετεί το ταξίδι του πρωταγωνιστικού του ζεύγους, του Ρολάν και της Κορίν, ενός ανδρόγυνου εύπορων μεσοαστών, οι οποίοι ενώ ήδη από τα πρώτα πλάνα της ταινίας μηχανορραφούν ο ένας το χαμό του άλλου, αποφασίζουν από κοινού να ταξιδέψουν μαζί στη γαλλική επαρχία προκειμένου να εξασφαλίσουν την κληρονομιά του ετοιμοθάνατου πατέρα της Κορίν, καταφεύγοντας ακόμα και στο φόνο της μητέρας της, αν αυτό χρειαστεί.
Το ταξίδι αυτό φυσικά (κι αναμενόμενα, σε ταινία του Γκοντάρ βρισκόμαστε) θα λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μετά από ένα μποτιλιάρισμα και ένα από τα διασημότερα τράβελινγκ στην ιστορία του σινεμά, μια πένθιμη πομπή για το τέλος της αστικής τάξης, την οποία ο ίδιος ο Γκοντάρ υπονομεύει με τη συνεχή χρήση μεσότιτλων, το ζευγάρι θα συναντήσει στην διάρκεια αυτού του Σαββατοκύριακου, που μόνο 48 ώρες δεν διαρκεί, πτώματα, κατεστραμμένα αυτοκίνητα, επαναστάτες, κακοποιούς, ιστορικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες περασμένων αιώνων, ακόμα και το ίδιο το κινηματογραφικό συνεργείο που τους ακολουθεί. Η ατέρμονη περιήγηση σε ένα κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό τοπίο που μοιάζει να αντικατοπτρίζει τη σήψη και το τέλμα όλων των χαρακτήρων που έχουν περάσει από την ταινία θα καταλήξει στο πατρικό της Κορίν και στο φόνο, τότε όμως είναι που οι δύο πρωταγωνιστές θα πέσουν στα χέρια μιας ομάδας κανίβαλων τρομοκρατών που αρέσκονται στο να απαγγέλουν χωρία από τα Άσματα του Μαλντορόρ και να μιλούν συνθηματικά μεταξύ τους με τίτλους από ταινίες.
Σε μια εποχή αναβρασμού και άρνησης των δομών και των παγιωμένων αντιλήψεων της καθεστηκυίας τάξης, με τον Ρολάν Μπαρτ να διακηρύσσει το θάνατο του δημιουργού και τη γέννηση του αναγνώστη και τον Ζακ Λακάν να επανατοποθετεί το ασυνείδητο (και την αδυναμία της γλώσσας να το εκφράσει) στο επίκεντρο του ψυχαναλυτικού προβληματισμού, ο Γκοντάρ βλέπει το τέλος του Δυτικού πολιτισμού και το τέλος του σινεμά ως μια κατάμαυρη σάτιρα, όπου κανείς δε γελάει γιατί αδυνατεί να κατανοήσει το αστείο, αποχαυνωμένος μέσα στις αφηγηματικές συμβάσεις ενός κινηματογράφου που έχουν ευνουχίσει την κριτική σκέψη του θεατή.
Η ειρωνεία είναι από την αρχή σαφής και πολυεπίπεδη. Το Week-end είναι μια ταινία που «βρίσκεται σε μια χωματερή», «ανεμοδαρμένη στο σύμπαν», όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης σπεύδει να μας προϊδεάσει σε δύο από τους μεσότιτλους, οι οποίοι κάνουν διαρκώς την εμφάνισή τους υπονομεύοντας όχι μόνο τη ροή, αλλά και την ίδια την αξιοπιστία των όσων συμβαίνουν στην οθόνη, αποπροσανατολίζοντας και σπαζοκεφαλιάζοντας το θεατή, που βγαίνει από το λήθαργο της παθητικής πρόσληψης και προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το σημειολογικό βομβαρδισμό που δέχεται.
Τίποτα δε μένει όρθιο στην επίθεση του Γκοντάρ. Ο γάμος και η αγία οικογένεια αποδομούνται από την αρχή κιόλας με το κάθε άλλο παρά μονογαμικό ζευγάρι να δολοπλοκεί αμφοτέρωθεν και να εποφθαλμιά μία κληρονομιά, η οποία είναι τελικά ο μοναδικός συνδετικός κρίκος. Η λογοτεχνία δια μέσου της ίδιας της Εμιλι Μπροντέ ρίχνεται κυριολεκτικά στην πυρά ως άλλος ένας μηχανισμός εφησυχασμού της αστικής τάξης. Ο διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση λοιδορούνται από την δημαγωγική παρουσία του συνεργάτη του Ροβεσπιέρου Σεντ Ζιστ. Η σύγχρονη μουσική είναι «πιθανότητα η μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία του πολιτισμού». Ο καταναλωτισμός γίνεται η νέα θρησκεία και τα κατ’ εξοχήν σύμβολά του, τα αυτοκίνητα, είναι οι νέοι ναοί, όπου δοξολογείται η ευμάρεια, καταλήγουν όμως φλεγόμενα σαράβαλα σε κάθε γωνιά των επαρχιακών δρόμων, οι οποίοι δεν ενώνουν πλέον μέρη, ούτε ιδέες, όπως έκαναν κάποτε, αλλά δικτυώνουν την εντροπική παθογένεια.
Οι αναφορές του Γκοντάρ είναι ανεξάντλητες: Ο Ζορζ Μπατάιγ και Η «Ιστορία του Ματιού», ο Λιούις Κάρολ και «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ο Λουί Μπουνιουέλ και ο «Εξολοθρευτής Αγγελος», ο Φρίντριχ Ενγκελς και «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», ο Μότσαρτ, ο Μπέργκμαν, ο Μπρεχτ και ο Χομπς είναι μερικές μόνο από τις κρυφές ή φανερές, αλλά σίγουρα αντιφατικές κι ετερόκλητες συνιστώσες ενός έργου πολύσημου, αναρχικού και ταυτόχρονα άψογα δομημένου, το οποίο αποδομεί στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό, όχι μόνο μέσω της κατακερματισμένης αφήγησης και της αποστασιοποίησης, αλλά τοποθετώντας τους ίδιους τους ηθοποιούς να αναφωνούν στα μισά κιόλας ότι «πρωταγωνιστούν σε μια σάπια ταινία, γεμάτη τρελούς ανθρώπους».
Αυτός είναι ένας μόνο από τους πολλούς αφορισμούς που ακούγονται στην ταινία, με τους οποίους ο Γκοντάρ πάντα αρεσκόταν να κλείνει το μάτι και να βγάζει τη γλώσσα στην τέχνη που σε όλη του την καριέρα προσπάθησε να υπηρετήσει διαλύοντάς την στα εξ ων συνετέθη. Η ιστορία αλλά και η φιλμογραφία του σκηνοθέτη απέδειξαν τελικά ότι η επανάσταση απέτυχε και το μόνο που έμεινε είναι ο ίδιος κυνισμός με τον οποίο η πρωταγωνίστρια Μιρέιγ Νταρκ μασουλά τα εντόσθια του συζύγου της, αφήνοντας κάτι περισσότερο για μετά.
Ίσως τελικά το «Week-end» να μην είναι τίποτα περισσότερο από αυτό.
Modelo 77
του Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ
Ο σκηνοθέτης του «Μικρού Νησιού» επιστρέφει μ’ ένα αγωνιώδες, κλειστοφοβικό και βίαιο πολιτικό θρίλερ, βασισμένο στην αληθινή απόδραση από τις φυλακές της Βαρκελώνης – δύο χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος του Φράνκο. Τόσο έντονο που μένει χαραγμένο στο νου για ώρες αφού έχει τελειώσει.
Λίγο μετά την κατάρρευση της δικτατορίας του Φράνκο στην Ισπανία και τη μετάβασή της προς δημοκρατία, ο Μανουέλ (Μιγκέλ Χεράν – ο «Ρίο» στην «Τέλεια Ληστεία») φυλακίζεται αδίκως για υποκλοπή χρημάτων που δανείστηκε από την εργασία του. Εκεί, ο φανταστικός αυτός χαρακτήρας ανακαλύπτει τις πολύ αληθινές άθλιες και φασιστικές πτυχές της φυλακής, όπου είναι ακόμα φυλακισμένοι «ανεπιθύμητοι» του τέως φασιστικού καθεστώτος, θα εμπλακεί σε ένα αληθινό επαναστατικό κίνημα φυλακισμένων και τελικά θα συμμετάσχει σε μια από τις μεγαλύτερες μαζικές αποδράσεις φυλακισμένων στην ιστορία, όπου πάνω από 175 φυλακισμένοι του καθεστώτος απέδρασαν από τις φυλακές τους όταν δεν τους χορηγήθηκε η αμνηστία που δικαιούνταν από το νέο δημοκρατικό καθεστώς.
Με την εισαγωγή ενός απλού, καθημερινού ανθρώπου σαν τον Μανουέλ, η ταινία μας εισάγει μ’ έναν εύπεπτο τρόπο στον κόσμο της φυλακής και τους κανόνες της, που θυμίζει την ταινία «Τελευταία Εξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ». Ωστόσο, σε αντίθεση με την ταινία του Φρανκ Ντάραμποντ, που είναι μια οπτιμιστική, αν και σκληρή, ταινία, ένας αέρας τρόμου και πεσιμισμού διακατέχει εξολοκλήρου την «Απόδραση». Η βία, από φυλακισμένους και φρουρούς, μπορεί να ξεσπάσει σε οποιαδήποτε στιγμή, με πολύ άσχημο τρόπο. Οι υποκινητές της παρουσιάζονται περισσότερο ως μια απρόσωπη δύναμη, με την οποία είναι πρακτικά αδύνατο για τον πρωταγωνιστή να διαπραγματευτεί, ξεκάθαρος παραλληλισμός του φαντάσματος του φασισμού, το οποίο ζει και βασιλεύει ακόμα τόσο στον κόσμο της φυλακής όσο και εκτός της.
Σε συνδυασμό με την παγερή αδιαφορία των φρουρών ή και την άμεση συμμετοχή τους ακόμα, και τη σκοτεινή, κλειστοφοβική φωτογραφία σε φιλμ που σπάνια απομακρύνεται από τη φυλακή, η ταινία τού έτσι κι αλλιώς διαρκώς υποσχόμενου Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ του υπέροχου ”Μικρού Νησιού” δημιουργεί έναν αφιλόξενο κόσμο που, ταυτόχρονα, σε βυθίζει μέσα του, δοκιμάζοντας την υπομονή και αντοχή του θεατή στο πόσο μπορούν να βασανιστούν και να ανταπεξέλθουν οι χαρακτήρες.
Οι χαρακτήρες, κυρίως από την πλευρά των κρατουμένων, είναι ανεπτυγμένοι όσο τους αξίζει. Ο θεατής τους ακολουθεί με ενδιαφέρον στις πλεκτάνες τους και ταυτίζεται με τα συναισθήματά τους, ακόμη και μετά από τη διαπίστωση ότι μιλάμε για φανταστικούς χαρακτήρες που προφανώς βασίζονται σε πραγματικές ιστορίες. Έχοντας στο νου κατά πόσο ελάχιστα μπορεί να παρέχονται για τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της απόδρασης στην πραγματική ζωή (τα φασιστικά καθεστώτα δεν φημίζονται για την ακριβή καταγραφή των φυλακισμένων τους), βλέπει κανείς γιατί πήραν τον δρόμο της μυθοπλασίας.
Οι σκηνές στο Σωματείο Αμνηστίας Κρατουμένων (το επαναστατικό κίνημα) και των επαναστατικών και διαπραγματευτικών δράσεων του είναι ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες. Με ξεκάθαρη στήριξη στο κίνημα, προσφέρουν ένα παράθυρο σε μια ξεχασμένη πτυχή της ευρωπαϊκής ιστορίας, και μας παρέχουν αρκετές πληροφορίες ώστε να νιώθουν οι θεατές τον πόνο και την αγανάκτηση των μελών τους, και να συμπάσχουν μαζί τους στις περιπέτειές τους.
Ωστόσο, ο πρωταγωνιστής είναι -ίσως σκόπιμα- αρκετά λιγότερο ανεπτυγμένος από τους περιφερειακούς χαρακτήρες, με αποτέλεσμα να υπάρχει το αίσθημα ότι κατευθύνεται από την ιστορία, παρά ο ίδιος να την κατευθύνει. Με τις δοκιμασίες, όμως, που περνάει, σταδιακά αποκτάει την αυτονομία να καταστρώσει την επώνυμη απόδραση, η οποία είναι αρκετά εντυπωσιακή. Είναι ένα σημείο φωτός στην συνεχώς σκοτεινή εμπειρία μιας ταινίας που αποτελεί ένα βαρύ αλλά σημαντικό πολιτικό έργο, που αξιοποιεί κάθε δυνατό μέσο να φωτίσει αυτήν την άγνωστη ιστορική πτυχή. Αν και θα δοκιμάσει πολλούς θεατές, το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να την ξεχάσουν τώρα σύντομα, και θα τους θυμίσει – πόσο σημαντικό σήμερα – το κατά πόσο ο φασισμός όντως μπορεί να εξαλειφθεί.