Η σιωπή της εικόνας στον κινηματογράφο του GUY DEBORD

Ο Debord γύρισε συνολικά έξι ταινίες, τρεις μεγάλου μήκους και τρεις μικρού μήκους. Ο κεντρικός άξονας της ομιλίας εστιάστηκε στις τρεις πρώτες ταινίες του Debord, α) Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ ή Hurlements en faveur de Sade, (1952), β) Σχετικά με το πέρασμα ορισμένων προσώπων μέσα από μια αρκετή μικρή χρονική μονάδα ή Sur le passage de quelques personnes à travers une assez courte unité de temps (1959) και γ) Κριτική του διαχωρισμού ή Critique de la séparation » (1961) Οι εν λόγω ταινίες, αφενός αποτέλεσαν αναφορά στην ιστορία του κινηματογράφου, γιατί εισήγαγαν ανατρεπτική καινοτομία στη διαχείριση της εικόνας (ακόμα και στην κατάργηση της εικόνας) και αφετέρου δημιούργησαν μια κριτική σχέση ανάμεσα στο ίδιο το κινηματογραφικό μέσο και το θέαμα. Επιπροσθέτως, το σκεπτικό ενάντια στον κινηματογράφο, που γεννήθηκε μέσα από τις ταινίες του Debord, τροφοδότησε μια νέα σχέση θεατή και οθόνης αλλά και μια νέα σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και στον τρόπο που βλέπει το «θεαματικό» φιλμικό αντικείμενο.

Εκτός από τις τρεις προαναφερόμενες ταινίες, ο Guy Debord σκηνοθέτησε το 1973 την ταινία με τίτλο Κοινωνία του θεάματος ή La Société du spectacle, διάρκειας 90 λεπτών, το 1975, την ταινία με τίτλο Διάψευση όλων των κρίσεων είτε εχθρικών είτε εξυμνητικών προς την ταινία «Η κοινωνία του θεάματος» ή Réfutation de tous les jugements, tant élogieux qu’hostiles qui ont été jusqu’ici portés sur le film «La Société du spectacle», διάρκειας 18 λεπτών, και το 1978 την ταινία με τίτλο Κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα και καταβροχθιζόμαστε από φωτιά ή In girum imus nocte et consumimur igni, που θεωρείται η κινηματογραφική του παρακαταθήκη, διάρκειας 105 λεπτών. Το 1994, γυρίστηκε και το vidéo Guy Debord, η τέχνη του και οι καιροί του ή Guy Debord, son art et son temps, σε συνεργασία με την Brigitte Cornard, ταινία που ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του και προβλήθηκε στο Canal Plus.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να θυμίσουμε δύο σημαντικά ορόσημα σχετικά με τη ζωή και το έργο του Debord : α) το 1984, o Debord μετά τον μυστηριώδη θάνατο του φίλου και παραγωγού των ταινιών του Gérard Lebovici, απαγόρεψε την δημόσια προβολή των ταινιών του και β) το 2001, επτά χρόνια μετά από τον θάνατό του, οργανώθηκε ειδικό αφιέρωμα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, με προβολή του συνόλου του κινηματογραφικού του έργου. Η πρώτη ταινία του, Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ, προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, στην Λέσχη Πρωτοποριακού κινηματογράφου – που στεγαζόταν τότε στο Μουσείο του Ανθρώπου – στις 30 Ιουνίου του 1952. Η προβολή διακόπηκε σχεδόν από την αρχή με βίαιες αποδοκιμασίες. Η δεύτερη ολοκληρωμένη προβολή της ταινίας έγινε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, στην κινηματογραφική λέσχη του Cartier Latin, στην αίθουσα Société de Savants. Για την ταινία του αυτή από τη μια κατηγορήθηκε και από την άλλη καταξιώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους καινοτόμους της κινηματογραφικής γραφής και αφήγησης. Κατά τον σιτουασιονιστή καλλιτέχνη Asger Jorn, η εν λόγω ταινία δημιούργησε μια ανατροπή στην κινηματογραφική ιστορία και επηρέασε επτά χρόνια αργότερα τα γυρίσματα της ταινίας Chirosima mon amour καθώς και τη μουσική του John Cage. Εδώ, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι ο Debord και οι σιτουασιονιστές δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τους κινηματογραφιστές της εποχής και ειδικότερα το κίνημα της nouvelle vague και ότι υπήρξαν στην ιστορία στιγμές δημόσιας ρήξης είτε με τον Francois Truffault, είτε με τον Jean Luc Godard. Όπως θα δούμε, στην προβολή του αποσπάσματος της πρώτης ταινίας, ο τίτλος δεν έχει καμιά σχέση με το περιεχόμενο και δεν περιέχει κανένα ερωτικό ή σεξουαλικό στοιχείο. Πρόκειται για μια κατ’εξοχήν λετριστική ταινία.

 

H Λετριστική Διεθνής γεννήθηκε το 1957 – όταν κάτω από το ανατελλόμενο τότε άστρο του Guy Debord- μια ομάδα που ήθελε να αποχωριστεί από το κίνημα των Λετριστών με εμπνευστή τον Isidore Isou, αναδύθηκε μέσα από μια σμίξη τριών ομάδων των διεθνιστών λετριστών : του Σκανδιναβικού, του Γερμανικού κινήματος για ένα φανταστικό Bauhaus και της Ψυχογραφικής Εταιρείας του Λονδίνου. Η ομάδα ήταν υπέρ της άρνησης της εργασίας και της μεγαλειώδους επιθυμίας να αναγεννηθεί η φύση μέσω της άμεσης εμπειρίας. Η Ψυχογεωγραφία και η Περιπλάνηση ήταν οι δύο βασικές μεθοδολογικές τεχνικές τους για να το πετύχουν. Η Περιπλάνηση είναι « ένα είδος ελεύθερου συνειρμού με όρους χωροταξικούς: η ιδέα έγκειται απλώς στο να παίρνεις τους δρόμους και να βαδίζεις στα σοκάκια…να περιπλανιέσαι μόνος ή με φίλους, βαδίζοντας άνευ σχεδίου ακολουθώντας την πρόκληση των αρχιτεκτονικών που συναντάς. Η ψυχογεωγραφία ήταν η μελέτη και η συσχέτιση του υλικού που επέφερε η περιπλάνηση, η επεξεργασία συναισθηματικών χαρτών και η σύνδεση καταστάσεων και σωμάτων». Η ταινία είναι αφιερωμένη εξάλλου, όπως ανακοινώνεται και στην εισαγωγή από τον ίδιο τον G.D., στον Gill J. Wolman, γάλλο εικαστικό, ποιητή και σκηνοθέτη. Ο τελευταίος, σκηνοθέτησε το 1952 την ταινία Anticoncept, μια ταινία σκάνδαλο που προβλήθηκε τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς στο σινεμά-club Avant-garde και έναν μήνα αργότερα στις Κάννες (όπου η παρουσίαση περιορίστηκε μόνο για τους δημοσιογράφους). Η προβολή της ταινίας δεν είχε τίποτα το συνηθισμένο για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Η εικόνα προβλήθηκε επάνω σ’ ένα μπαλόνι που τοποθετήθηκε μπροστά στις μαύρες κουρτίνες της οθόνης, χωρίς αυτές να ανοίξουν ποτέ. Ως εικόνα, υπήρχαν εναλλαγές άσπρης και μαύρης οθόνης, ενώ στην διάρκεια της προβολής ακούστηκαν ένα είδους μη αφηγηματικής μουσικής ποίησης που διακοπτόταν από ένα είδους ακουσμάτων αναπνοής που είχε πρώτο-δημιουργήσει ο Wolman στο πρώτο του έργο Magapneumes (1950) μόνο με ανάσες, αφού δεν υπήρχαν καν φωνήματα. Το σύνολο του λόγου δημοσιεύτηκε στο μοναδικό τεύχος του περιοδικού Ion τον Απρίλιο του 1952, όπου δημοσιεύτηκε και ο λόγος της ταινίας Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ μαζί με φωτογραφίες.
Με τη σειρά τους ακούγονται οι φωνές των Gill J. Wolman, Guy Debord, Serge Berna, Barbara Rosenthal, Jean Isidore Isou.

Οι άναρθρες κραυγές που ακούγονται στην αρχή της ταινίας εισαγάγουν στην αλλόκοτη και αινιγματική ατμόσφαιρα της ταινίας που αρχίζει με μια άσπρη οθόνη. Είναι σαφές ότι οι άναρθρες κραυγές που βγαίνουν από το στόμα του Gill J. Wolman, αποτελούν αναφορά στην λετριστική μουσική ποίηση του Wolman, όπως την περιγράψαμε στην ταινία Αnticoncept. Στη συνέχεια ακούμε, κοφτές φράσεις που απαγγέλλονται με έναν αποφασιστικά μονότονο ρυθμό. Το συλλάβισμα των λέξεων με τον μονότονο αυτό τρόπο παραπέμπει στην λογοκρισία και στην κατάργηση των λέξεων, που καταγγέλλει τις δυνάμεις της καταστολής, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Debord σε απόσπασμα ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε με τίτλο «Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντικό
κινηματογράφο».

Στη συνέχεια ακούγονται φράσεις που προέρχονται από διαφορετικές πηγές, έχουν διαφορετικά στιλ γραφής και δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, όπως φράσεις από εφημερίδες, από τον ποινικό κώδικα ή και από τον Τζους, είναι τα λεγόμενα τσιτάτα. Ο τίτλος μαζί με τις άναρθρες κραυγές, την ανομοιογένεια των φράσεων και των μορφών τους, συμβάλλουν στην παραπλάνηση του ακροατή με απώτερο στόχο να μπουν εμπόδια και να δυσκολευτεί η ροή και η κατανόηση του λόγου.

Όπως οι σουρεαλιστές και οι ντανταϊστές, πρωτοπόροι του μοντερνισμού, χρησιμοποίησαν στα κολάζ και στα μοντάζ τους, προϋπάρχουσες εικόνες (αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες και άλλα στοιχεία της καθημερινής ζωής) πράξη που αποσκοπούσε στην κατάλυση της καλλιτεχνικής φόρμας και στην ανατροπή της υπάρχουσας αισθητικής, έτσι και οι λετριστές που αρχικά θεωρούσαν τον εαυτό τους συνεχιστές των σουρεαλιστών και των ντανταϊστών, δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν στοιχεία (εικόνες, φράσεις, μουσικές) που προϋπήρχαν και δημιουργήθηκαν από άλλους. Αυτή η οικειοποίηση κάθε μορφής προϋπάρχοντος στοιχείου ή έργου θα συνεχιστεί από τον Debord σε μεγάλο βαθμό και στις μεταγενέστερες ταινίες του. Θα οικειοποιηθεί σκηνές από άλλες κινηματογραφικές ταινίες επίκαιρα, κόμικς κλπ. Όσον αφορά τις ταινίες τις περισσότερες φορές θα είναι άχρηστες κόπιες που βρήκε σε παραγωγούς. Εκτιμούμε ότι αυτή η υπονόμευση των πνευματικών δικαιωμάτων των άλλων δημιουργών, που διέπει το σύνολο του έργου του, ήταν για τον Debord ένας πολύ σαφής τρόπος επίθεσης στη συμβατική έννοια του καλλιτέχνη και του καλλιτεχνικού έργου. Παράλληλα, η ύπαρξη των ανομοιογενών αυτών φράσεων που δημιουργεί μια παραπλάνηση που δεν είναι μακριά και από τον οικείο όρο των καταστασιακών περιπλάνηση, τη χαρακτηριστική τεχνική των λετριστών και των σιτουασιονιστών (η τεχνική του βιαστικού περάσματος από ποικίλες ατμόσφαιρες της πόλης), όπως αναφέραμε πρωθύστερα. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι οι σιτουασιονιστές συνέδεαν την περιπλάνηση και με την ψυχανάλυση. Η περιπλάνηση με τη ροή των πράξεων, τις χειρονομίες, τις βόλτες, τις συναντήσεις αντιπροσωπεύει ενδεχομένως ότι η ψυχανάλυση για τη γλώσσα. Αφεθείτε στη ροή των λέξεων λέει ο ψυχαναλυτής… Για τον λόγο αυτό οι σιτουατιονιστές θεωρούσαν ότι η περιπλάνηση δεν είναι μόνο μια τεχνική αλλά και ένας τρόπος θεραπείας, με μέτρο φυσικά.

 

Η γενικότερη αποδιάρθρωση και αποδόμηση του περιεχομένου συνεχίζονται στην πρώτη ταινία με έναν διαχωρισμό της σχέσης εικόνας και ήχου με την απομόνωση του ηχητικού ακούσματος από το οπτικό ερέθισμα ή την απομόνωση του αυτιού από το κινηματογραφικό μάτι, μέσω της τεχνικής της άσπρης οθόνης. Ο Debord θα είναι πιστός σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτήν την καλλιτεχνική πραχτική διαχωρισμού εικόνας και ήχου και στις μεταγενέστερες ταινίες του.

Επιπροσθέτως, είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε εδώ ότι εάν η άσπρη οθόνη σημειολογικά θα μπορούσε να είναι όλες οι εικόνες μαζί, η μαύρη οθόνη είναι η απουσία της εικόνας δηλαδή η μη εικόνα. Στη συγκεκριμένη ταινία η άσπρη οθόνη συνοδεύεται από προφορικό λόγο και η μαύρη οθόνη από σιωπή. H άσπρη και η μαύρη οθόνη εναλλάσσονται. Εδώ υπάρχει και μια αναλογία με Όταν ο Debord μιλάει για μια κατάσταση που έχει δομηθεί -που έδωσε το όνομα του στους καταστασιακούς/σιτουασιονιστές – στην ουσία μιλάει για μια αμφίρροπη δύναμη ανάμεσα σε Κάτι μοναδικό σε Κάτι που επαναλαμβάνεται. Αφετέρου, από αυτόν τον διαχωρισμό εικόνας και ήχου, προκύπτει μια διαφορετικής μορφής συγχώνευση εικόνας και ήχου, όπου η φωτογραφία κυριεύει τον ήχο (με την απουσία της) και ο προφορικός λόγος γίνεται γραπτός αφού οι φράσεις γράφονται πάνω στην οθόνη πάνω στην ηχητική μπάντα, και απαντούν η μία στην άλλη.

Αξίζει να τονιστεί εδώ ότι η εικοσιτετράλεπτη μαύρη οθόνη συνοδεύεται με συσκότιση της αίθουσας προβολής στο οποίο βρίσκεται το κοινό. Όταν όμως δεν υπάρχει εικόνα δεν υπάρχει και κινηματογράφος. Το σκοτάδι και η σιωπή της εικόνας είναι το σύμβολο του θανάτου του σινεμά. Όπως αναφέρει και ο ίδιος στην ταινία «επιτέλους προσεγγίζω το θάνατο του «cinema Disprecant» μέσα από τη σχέση δύο χωρίς νόημα πραγμάτων (εικόνες και λόγια τέλειας νοηματικής κενότητας) σχέση που αποτελεί ένα ξεπέρασμα του ουρλιαχτού. Αλλά όλα αυτά ανήκουν σε μια εποχή που τελειώνει που δεν μ’ ενδιαφέρει πια (…) Οι τέχνες του μέλλοντος θα είναι αναστώσεις καταστάσεων ή τίποτα.

Παρ’όλα που η γνώση της ιστορίας του κινηματογράφου είναι ορατή στην ταινία, το διακύβευμα εδώ είναι η άρνηση της αισθητικής – ή όπως λέει και ο ίδιος στη συνέχεια της ταινίας η πρόκληση, η δημιουργία καταστάσεων μπροστά στην οργή καλοφαγάδων της χαριτωμένης αυθάδειας …
Στα αποσπάσματα της δεύτερης ταινίας Σχετικά με το πέρασμα μερικών ανθρώπων σε μια σχετικά μικρή μονάδα του χρόνου, «η κριτική της εικόνας» πάλι κορυφώνεται στην απόλυτη κατάργησή της στις στιγμές της απόλυτης άσπρης οθόνης, κατά την οποία ακούγεται μόνο ο προφορικός λόγος. Η επανάληψη και η παύση δημιουργούν για ακόμα μια φορά μια μη συνεχή οπτική αφήγηση αλλά ταυτόχρονα και μια αναφορά στο ότι η επανάληψη δεν είναι η επιστροφή του ταυτόσημου, του ίδιου που φεύγει και ξαναέρχεται αλλά η εν δυνάμει επιστροφή της δυνατότητας να το κάνει εφικτό εκ νέου. Τα πλάνα των δημόσιων χώρων εδώ εναλλάσσονται με εικόνες οικείων ανθρώπων του Debord σε εσωτερικούς χώρους όπως μπαρ και καφέ όπου σύχναζαν οι σιτουασιονιστές. Μεταφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια οπτικό- συναισθηματική αντίθεση ανάμεσα σε θεαματικά, περιγραφικά πλάνα απρόσωπων δημόσιων αστικών χώρων με πλάνα οικείων ιδιωτικών χώρων που εκπέμπουν συλλογικότητα, διαλλακτικότατα και μια «ζωή με νόημα». Πολλά κείμενα έχουν γραφτεί για τη σχέση του Debord με τον κινηματογράφο. Το απόσταγμα όλων αυτών και εκεί που φαίνεται να συγκλίνουν όλοι, είναι η εξέλιξη της τεχνικής της μεταστροφής στις ταινίες του (ή detournement στα γαλλικά). Η έννοια της μεταστροφής θα μπορούσε να αποδοθεί με τον συνοπτικό ορισμό: απόσπαση, οικειοποίηση, εκτροπή μιας τεχνικής από ένα σύνολο, μέσα στο οποίο είναι ενταγμένο και η χρησιμοποίηση του με ριζικά διαφορετικούς τρόπους και στόχους.

Τελικά, εδώ ο Debord ενώ φαίνεται αρχικά να υιοθετεί μια καθαρά μηδενιστική και αντικαλλιτεχνική στάση ως προς την εικόνα -πιστός στην λετριστική του αναφορά-, στη συνέχεια τον βλέπουμε να χρησιμοποιεί το ίδιο το κινηματογραφικό μέσο που κατηγορεί και που προτείνει να καταστραφεί, για να μεταφέρει το μήνυμα της ανατροπής και να γίνει το ίδιο εργαλείο εξέγερσης. Και εάν θυμηθούμε αυτό που είπε ο Vanegem: «Η αρχή της μεταστροφής συνίσταται στο να στρέψουμε ενάντια στον εχθρό τα τεχνικά μέσα και τα όπλα που χρησιμοποιεί εναντίον μας», ο Debord μέσω του κινηματογράφου το επιτυγχάνει δεξιοτεχνικά.

Στην ταινία Σχετικά με το πέρασμα μερικών ανθρώπων σε μια σχετικά μικρή μονάδα του χρόνου, ο Debord ασχολείται με ένα θέμα που τον απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό ειδικότερα στον κινηματογράφο και υπονοείται και στον τίτλο είναι o χρόνος ή το πέρασμα του χρόνου. Η διαχείριση του χρόνου στον κινηματογράφο ως γνωστόν γίνεται επί το πλείστων μέσα από το μοντάζ. Οι εναλλαγές κινούμενης, στατικής εικόνας και άσπρης οθόνης, μαζί με τις επαναλήψεις και τις παύσεις που ενσωματώνει εδώ ο Debord, δημιουργούν ένα μη γραμμικό φιλμικό χρόνο που συμβάλει και ενισχύει στην πρόσληψη του προφορικού μονότονου επαναστατικού λόγου. Η έννοια του χαμένου, μη αντιστρεπτού χρόνου εκφράζεται εδώ λεκτικά από τον ίδιο τον Debord. Εν ονόματι της αντίθεσής του στην ωραιοποίηση και στην απομυθοποίηση του παρελθόντος και υπέρ της έναρξης από το μηδέν (βασικό θεωρητικό επιχείρημα των σιτουασιονιστών), δεν παραλείπει να κάνει λήψεις travelling σε μνημεία πλατειών της πόλης, όχι όπως θα περιγράφονταν κινηματογραφικά καλύτερα αλλά από το σημείο από όπου γίνονται οι λήψεις αυτές των πλάνων.

 

Εκπληρώνοντας την επιθυμία του για μια κυνική αποδόμηση του κινηματογράφου, βλέπουμε να μην παραλείπει να ενσωματώσει στην ίδια του την ταινία, ένα «ελαττωματικό» κατά τα άλλα travelling, όπου παρατηρούμε κατά μήκος του τραπεζιού όπου κάθονται οι σιτουασιονιστές, να «ξεφεύγει» η κάμερα για λίγα δευτερόλεπτα και να φαίνονται τα πρόσωπα που είναι στο δρόμο και παρακολουθούν τα γυρίσματα στους εσωτερικούς χώρους των σιτουασιονιστών. Εάν διανοηθεί κανείς ότι μέσα από αυτό το πλάνο, οι ίδιοι οι σιτουασιονιστές γίνονται ένα θέαμα μέσα από την βιτρίνα/οθόνη από όπου τους βλέπει η απρόσωπη αστική μάζα, μπορούμε να πάρουμε το ρίσκο να επιβεβαιώσουμε ότι η ταινία, που θεωρείται ένα σύνολο σημειώσεων πάνω στην καταγωγή του σιτουασιονιστικού κινήματος, ταυτόχρονα αποτελεί και μια κριτική της ίδιας τους της γλώσσας.

Μόνο που οι άνθρωποι και οι αντι-ήρωες της ταινίας του Debord είναι μέσα στη σιωπή. Δεν τους δίνεται ο λόγος, ούτε η φωνή. Η σιωπή αυτής της νέας μεσαίας τάξης που περπατάει βιαστικά στους δρόμους του Παρισιού, έχει σαν αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται πλήρως η τάξη αυτή. Κι ενώ βλέπουμε τους οικείους να μιλάνε χωρίς να τους ακούμε, η ύπαρξη τους πλάθεται μόνο μέσα από την εμφάνισή τους, μέσα από μια σχέση παρατηρητή και παρατηρημένου. Παράλληλα, μέσα από το voix off του Debord που μιλάει για την ανάγκη του ανθρώπου για μια ταύτιση με το όνειρο και την φυγή από τη μιζέρια, ο κινηματογράφος για ακόμη μια φορά αμφισβητείται με έναν ανεπαίσθητο κυνισμό, αυτή τη φορά μέσα από πλάνα διαφημίσεων αλλά και γνωστών σταρ της εποχής.

Η ταινία διαπνέεται από μια ατράνταχτη μελαγχολία και μια κλιμακωτή ένταση και ο κινηματογράφος γίνεται ένα επαναστατικό εργαλείο για να συμβάλει στην δομή μιας κατάστασης και όπως λέει και ο ίδιος : Θα έπρεπε να συλλάβουμε περισσότερο την ολότητα των όσων έχουν συμβεί των όσων απομένουν να γίνουν και όχι να προσθέσουμε και άλλα ερείπια στον παλιό κόσμο του θεάματος και των αναμνήσεων.

Στην τρίτη ταινία Κριτική του διαχωρισμού, ο Debord, μεταφέρει το θεωρητικό του λόγο πάνω στο θέμα του διαχωρισμού, της διαφοροποίησης από τον φυσικό κυκλικό χρόνο, μέσα από πλάνα της πόλης, τους σύνηθες εσωτερικούς «οικείους» χώρους των καταστασιακών αλλά και αποσπάσματα από άλλες κινηματογραφικές ταινίες και κόμικς της εποχής. Εδώ ο Debord, εκφράζει με σαφήνεια το θέμα του ανικανοποίητου. Αναμφισβήτητα, ο σιτουασιονισμός ήταν ένα κίνημα πρωτοπορίας στην τέχνη και στην πολιτική. Στην εν λόγω ταινία, ο πολιτικός λόγος του Debord εστιάζει στο ότι τελικά δεν είναι ζήτημα να διαπιστώσουμε πως οι άνθρωποι ζουν λιγότερο ή περισσότερο φτωχά αλλά πως ζουν μ’έναν τρόπο που τους διαφεύγει.

Εάν δεχτούμε ότι ο Debord τοποθετείται απέναντι στην τέχνη με απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας κατάστασης, σημαίνει ότι η τέχνη εδώ χάνει την αυτονομία της, δεδομένου ότι χειραγωγείται. Ωστόσο, η πολιτικοποίηση της τέχνης από τον Debord, που εντός άλλων πετυχαίνετε μέσα από την σιωπή της εικόνας και των αναπαρατεινόμενων, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να χάνει η τέχνη την αυτονομία της αλλά ουδέποτε την εξαφανίζει. Γιατί η τέχνη δεν μπορεί να συγχέεται με τη ζωή (αυτό που ζητούσε ο Debord) γιατί πάντα κάτι θα της διαφεύγει, η δύναμη της ζωής είναι μεγαλύτερη. Δείχνοντας τη ζωή μέσα από τα κινηματογραφικά πλάνα του, ο Debord θέλει να μας δείξει τι μας διαφεύγει. Ο κινηματογράφος του Debord λέει ότι πάντα κάτι μας διαφεύγει. Πιθανότατα, αυτό που έχει σημασία σε τελική ανάλυση είναι αυτός ο χώρος που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό που λέει και σ’αυτό που δείχνει. Γιατί για το μόνο πράγμα για το οποίο είμαστε σίγουροι στο τέλος της ταινίας, είναι ότι η ζωή δεν είναι ούτε όπως την δείχνει ούτε όπως την περιγράφει, αλλά είναι όπως εμείς θα την κατασκευάσουμε ως προς τις καταστάσεις της.

Alfredo Cospito: ”Ποια Διεθνής;” Κριτική στις θέσεις και η απάντηση του συντρόφου.

Σημείωση της Αγγλικής μετάφρασης: Η παρακάτω κριτική στα περιεχόμενα της σειράς συνεντεύξεων του συντρόφου Alfredo Cospito στο περιοδικό “Vertiolo” και η επακόλουθη απάντηση του δημοσιεύθηκαν μεταφρασμένες στα αγγλικά στην αναρχική ιστοσελίδα 325 κατά την 6 Μάρτη του 2021.

Παρακάτω δημοσιεύουμε την κριτική στο κείμενο του Alfredo Cospito “Ποια Διεθνής;” από το περιοδικό ‘Caligine’. Αυτό δεν συνεπάγεται πως συμφωνούμε με την ίδια την ‘’κριτική’’ και ακολούθως δημοσιεύουμε επιπλέον την ηχηρή απόκριση του συντρόφου σε αυτήν.

————————————————-

Το κείμενο αυτό προέκυψε από την ανάγκη να διεξάγω έναν διάλογο, αρχικά σκοπεύοντας να τον περιορίσω σε μία ανταλλαγή επιστολών. Όμως, κατόπιν συγγραφής του, έκρινα πως θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο για την διευκόλυνση της επέκτασης του διαλόγου σε περισσότερα υποκείμενα, με σεβασμό για τις εκτιθέμενες στο κείμενο προβληματικές και επικρίσεις.

Οι ακόλουθοι στοχασμοί δεν εξαντλούν το σύνολο των απόψεων μου σχετικά με το τι υποστηρίζεται στο σύνολο της συνέντευξης. Καθώς θα φάνταζε πως περιττολογώ αν δημοσίευα λόγο πάνω σε εκτιμήσεις που υιοθετώ, προτίμησα να συγγράψω το κείμενο εν είδει κριτικής ερειδόμενης σε ορισμένες θεωρητικές πτυχές λιγότερο οικίες στο πεδίο αντίληψης μου. Αντί για θωπείες σε πλάτες, όσο απολαυστικές κι αν είναι, αποζητώ την διαρκή αμφισβήτηση και τις αιχμηρές λέξεις της κριτικής, κάτι που με ωθεί να μην είμαι ποτέ εντελώς ικανοποιημένος με τις ιδέες μου και μου επιτρέπει να συνεχίζω την προσπάθεια βελτιστοποίησης τους. Αναμφίβολα, οι ακόλουθες σελίδες θα αποδειχθούν ακατάλληλες να απηχήσουν τα ζητήματα υψίστου ενδιαφέροντος που εγείρονται εν όλω στην συνέντευξη, οπότε επαναπαύομαι πως κάποιος θα μοχθήσει να γεμίσει τα αναντίρρητα υπάρχοντα κενά στο κείμενο μου.

Η τεχνοκρατική ψευδαίσθηση

Θεωρώ πως διαδραματίζεται μία ποιοτική μεταβολή εντός του εξελικτικού γίγνεσθαι της κυριαρχίας. Από απλό εργαλείο στα χέρια του Κράτους και του καπιταλισμού, η τεχνολογία έχει αποκτήσει μία οιονεί δική της αυτονομία. Όπως κάθε αυτόνομος παράγοντας, έχει καταστεί από μόνη της ένας συνολικά καθοριστικός παράγοντας. Η εύρυθμη λειτουργία του παγκόσμιου συστήματος στην παρούσα φάση βασίζεται, περισσότερο παρά ποτέ, στην προσαρμογή όλων των επιπέδων της κοινωνικής οργάνωσης στις ανάγκες της τεχνολογικής προόδου. Σήμερα, η οικονομία και το Κράτος αυξητικά προσδιορίζονται από τους τεχνικούς συντελεστές τους. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως το σημερινό Κράτος είναι ουσιαστικά ένα τεχνικό Κράτος. Γιατί προχωρώ σε αυτήν την σχολαστική εισαγωγή; Γιατί διακρίνω ορισμένες βασικές εκτιμήσεις στις τοποθετήσεις του Alfredo που δεν με βρίσκουν σύμφωνο και με οδηγούν σε συμπεράσματα καίτοι όχι ριζικά διαφορετικά από τα δικά του, προσλαμβάνοντα διαφορετικές αποχρώσεις.

Επί παραδείγματι, στην συνέντευξη συχνά αναφέρεται στην τεχνοκρατία, αποδίδοντας σε αυτούς τους “αριστοκράτες της ανθρώπινης νόησης” μία θέση υπεροχής, όταν στην πραγματικότητα δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από τεχνικούς εκτελεστές ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου ρόλου εντός του συστήματος, δίχως δική τους αυτοβουλία, καθιστάμενοι, κατά συνέπεια, ευκόλως αναλώσιμοι. Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται στην πραγματικότητα από τους τεχνικούς, απλά διεκπεραιώνουν τις προβλεπόμενες από το ίδιο το τεχνικό σύστημα υπαγορεύσεις. Η τεχνική ανάπτυξη είναι αυτόνομη, όχι υπό την έννοια πως αποτελεί έναν ένσκοπο αυτοσκοπό, αλλά εννοώντας πως οι υλικές ανάγκες που προϋποθέτουν την διαιώνιση του επιβάλλονται στα ανίκανα να εκφέρουν λόγο επί αυτών, ανθρώπινα υποκείμενα. Δύνανται μοναχά είτε να υποστηρίξουν το σύστημα είτε να του αντιταχθούν, σίγουρα όμως δεν μπορούν να αποφασίσουν απρόσκοπτα ποια θα είναι η πορεία του. Με αυτό, δεν επιχειρώ να απαλλάξω από ευθύνες όσες συνειδητά επιλέγουν να συμβάλουν στην ανάπτυξη αυτού του συστήματος, θέλω όμως να υπογραμμίσω την έκταση στην οποία ο ρόλος τους προσιδιάζει σε αυτόν οποιουδήποτε τυχαίου ανταλλάξιμου τμήματος. Η απόδοση στους τεχνικούς μίας εμβρίθειας που αντικειμενικά δεν κατέχουν, πιστεύω πως μπορεί να αποπροσανατολίσει την προσοχή μας από την εναργή συνειδητή διαλογή των δικών μας προτεραιοτήτων. Για παράδειγμα, στο πεδίο της έρευνας σήμερα, οι επιστήμονες, απασχολούνται με τόσο τμηματικούς τομείς ώστε οι μεμονωμένες λειτουργίες τους να φαντάζουν εντελώς επουσιώδεις όταν προσεγγίζονται ατομικά. Μόνο ο συντονισμός ενός μεγάλου παρόμοιου συνόλου επιτρέπει την ανάπτυξη ενός ερευνητικού εγχειρήματος. Την ίδια στιγμή, ένα εργαστήριο, ή ένας ορισμένος τομέας του εργαστηρίου ενδεχομένως να φιλοξενεί χρόνια έρευνας. Κατανοώ πως η παραπάνω επιχειρηματολογία γίνεται να επεκταθεί στο σύνολο του συστήματος. Όσο περισσότεροι άνθρωποι απεμπολούν τις δεξιότητες τους, τόσο μεγαλύτερη εμβρίθεια αποκτούν κάποιες τεχνικές, ή σωστότερα, κάποια υποσυστήματα του τεχνικού συμπλέγματος, όπως το ενεργειακό, οι τηλεπικοινωνίες, το διαδίκτυο, οι βίο και νανοτεχνολογίες… Προφανώς δεν περιγράφω μία περατωμένη διαδικασία αλλά μία εξελισσόμενη, με τους ανθρώπους να εξακολουθούν να παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στις τεχνικές, οικονομικές και πολιτειακές διεργασίες, ολοένα όμως και πιο αποσπασματικό. Δεν θεωρώ λοιπόν πως κατοικώ στα σπλάχνα μιας μέγα-μηχανής. Αν το τεχνικό σύστημα τείνει να επιβάλει προοδευτικά τις υπαγορεύσεις του σε άλλες κοινωνικές σφαίρες, δεν μπορεί να θεωρείται τόσο αποφασιστικά υπερτιθέμενο στην ίδια την κοινωνία καθαυτή. Υφίσταται μία διαφορά μεταξύ τεχνικού συστήματος και τεχνικής κοινωνίας. Το πρώτο προκαλεί αταξία, παραλογισμό και διενέξεις στην δεύτερη. Αν το τεχνικό σύμπλεγμα χαρακτηρίζεται από την δική του αυτονομία και έλλογη ανάπτυξη, δεν συμβαίνει το ίδιο με την κοινωνία υπό την επιρροή του, καθορίζεται όμως από στοιχεία έστω και αντιφατικά, τα οποία καθιστούν την ανάπτυξη του απρόβλεπτη. Η τεχνική πρόοδος βρίσκεται πάντα σε αδιάκοπη επέλαση και βελτιώνεται απείρως και επ’ αόριστον. Ποτέ δεν θα καταφέρει να συγκροτήσει την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, σταδιακά μετατρέπεται στον πιο καταλυτικό παράγοντα του συστήματος.

Κοινωνικός πόλεμος ή πόλεμος στην κοινωνία;

Δεν πείθομαι από την υπόθεση που διαβεβαιώνει πως “η ταξική πάλη συνεχίζει να συνιστά τον κινητήριο μοχλό των πάντων” μολονότι κατανοώ πως με τον όρο “ταξική πάλη” δεν αναφερόμαστε με τον κατ’ αποκλειστικότητα αφαιρετικό τρόπο στην εργατική τάξη όπως είθισται να κάνουν ορισμένοι αναρχο-Μαρξιστές. Θεωρώ πως η απόρριψη του υπάρχοντος διέρχεται μέσα από την απόρριψη μιας συγκεκριμένης μορφής οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, αν όμως η κριτική μας περιστέλλεται στην άρνηση των προνομίων των λίγων, δίχως να αμφισβητεί την ίδια την ουσία του πολιτισμού και των μεθόδων αναπαραγωγής του, θα καταντήσουμε να ανακατεύουμε απλώς τις κάρτες παρατείνοντας το ίδιο παιχνίδι. Από την άλλη, η αυτοδιαχείριση της καταστροφής δεν είναι προτιμότερη από τις τωρινές φιλοδοξίες του κυρίαρχου συστήματος να επιβιώσει της ίδιας του της νοσηρότητας. Μέσω της συνειδητοποίησης της εκμετάλλευσης μας και της αναγνώρισης του ταξικού εχθρού, είναι σίγουρα εφικτό να φτάσουμε στην μηδενιστική άρνηση της κοινωνίας, αλλά δεν πιστεύω πως η συνταγή αποτελεί μονόδρομο ούτε την ευμενέστερη διαδρομή. Υποπτεύομαι, πως κάθε ατομικότητα παγιδευμένη στους βιομηχανικά παραγόμενους θυσάνους της επιβίωσης, βρίσκει εντός της τα κίνητρα να ποθήσει έναν διαφορετικό κόσμο ξεσπώντας ενάντια σε οιοδήποτε κώλυμα ορθώνεται στο διάβα της ορμής της για ελευθερία. Δεν πιστεύω πως η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην κατάσταση της εκμετάλλευσης καθ’ αυτής, αλλά στην προκύπτουσα αποφασιστικότητα μας να υπερβούμε την εν λόγω συνθήκη. Δεν είναι η αντικειμενική καταπίεση στην οποία υπόκειται μία ατομικότητα επαρκής αιτία ώστε να την θέσει σε τροχιά σύγκρουσης με τον σύγχρονο κόσμο. Υπάρχουν αυτοί που αμφισβητούν αυτόν τον κόσμο λόγω των επιπτώσεων της εργασιακής εκμετάλλευσης, απαντώνται όμως επιπλέον πολλές παρακινούμενες από την άρνηση της φυλετικής ανωτερότητας, άλλοι εναντιώνονται στην έγερση έμφυλων ρόλων, ή μιας σεξουαλικής κανονικότητας, πολλές ακόμα δεν αποδέχονται την εκμετάλλευση των άλλων ζώων και την αφαίμαξη του πλανήτη, ή πάλι άλλοι απλά λαχταρούν μία άγρια ζωή ασυμβίβαστη με το υπάρχον. Από την άλλη, η τάξη συχνά μετατρέπεται σε ένα αλλοτριωτικό φάντασμα υπονομευτικό για την ατομική αυτονομία κάποιου, οδηγώντας με να πιστεύω πως, μέχρι να αποτινάξουμε τα κατάλοιπα της Μαρξιστικής τελεολογίας, διατρέχουμε τον κίνδυνο να προμαντεύουμε την έλευση της κοινωνικής επανάστασης, αντί να κατανοούμε τους εαυτούς μας ως πρόσωπα επιτιθέμενα στην κυριαρχία διαμέσου μιας αμιγώς εγωϊστικής επιθυμίας για ελευθερία.

Εν τέλει, δεν πιστεύω πως οι αναρχικοί οφείλουν να γίνουν ένα σημείο αναφοράς για τις “καταπιεσμένες”. Αν μη τι άλλο, διατείνομαι πως οι αναρχικές ιδέες και πράξεις θα όφειλαν να καταστούν προσιτές σε όσους φυλάνε μία φλόγα στα μάτια τους. Αντί να κατατρίβομαι με την αναγκαιότητα να επικοινωνήσω με τους “εκμεταλλευόμενους”, προτιμώ να σκέφτομαι το πως οι αντιλήψεις και οι δράσεις μου θα αποκτήσουν σημασία για όσες σιχαίνονται ήδη τον παρακμιακό αυτό κόσμο και είναι πρόθυμες να ρισκάρουν προκειμένου να τον απολαύσουν να καταρρέει για τα καλά.

Σκέψη και δράση

“Οι θεωρητικοί που δεν ζουν μια εξεγερτική ζωή, δεν λένε τίποτα που να αξίζει να λεχθεί και οι ακτιβιστές που δε σκέφτονται κριτικά δεν πράττουν τίποτα που να αξίζει να γίνει”.

W. Landstreicher

Συμφωνώ με τον ισχυρισμό που θέτει την θεωρία και την πράξη ως δύο εγγενώς συνυφασμένα στοιχεία, αλλά, εν αντιθέσει με ότι υποστηρίζεται στην συνέντευξη (“Η θεωρία προκειμένου να είναι αποτελεσματική πρέπει να προκύπτει από την πράξη, όχι το αντίστροφο”), δεν συμφωνώ πως η πράξη οφείλει να καθοδηγεί την θεωρία. Θεωρώ πως οι ιδέες κατευθύνουν την δράση και ωσαύτως η δράση θέτει τις ιδέες υπό διαπραγμάτευση. Δεν διαπιστώνω κάποια σχέση ιεραρχίας μεταξύ των δύο, γιατί πράγματι θα μπορούσαμε με μία αναρχική έποψη να τις συλλάβουμε σαν αδιαίρετο σύνολο.

Νομίζω πως μήτε οι δράσεις μήτε οι ιδέες δύνανται να διασφαλίσουν κάποια εγκυρότητα βάσει του ποια τις πραγματοποίησε ή τις εξέφρασε. Ένα κείμενο “κατάφορτο με δημαγωγία” ( και δεν αναφέρομαι σε κάποιο συγκεκριμένο κείμενο ) παραμένει ένα επιβλαβές κείμενο, ανεξαρτήτως ποιος ήταν ο συντάκτης και υπό ποιες συνθήκες το έγραψε. Ο διάλογος μεταξύ στοχασμού και δράσης είναι θεμελιώδης στο ξεχωριστό μονοπάτι κάθε ατομικότητας, αλλά, παράλληλα υπερβαίνει την σφαίρα της ατομικής άμεσης ευθύνης. Ένα κείμενο σε μία εφημερίδα υποστηρικτικό και προπαγανδιστικό ως προς την διάδοση ορισμένων πρακτικών έχει την ίδια αξία αναφορικά με την εκπλήρωση του σκοπού του, ήτοι την μεταφορά ενός κειμενικού μηνύματος, με το ίδιο περιεχόμενο, που εμφανίζεται σε μία ανάληψη. Το ουσιώδες, κατά την γνώμη μου, είναι η μέθεξη μεταξύ λέξεων και πράξεων να μην διακοπεί. Ειδάλλως, καταντούν κούφια λόγια ή αμεταβίβαστες πράξεις.

Όσον αφορά την διαλογή των δράσεων και την ενδεδειγμένη προσέγγιση σχετικά με αυτές, θαρρώ πως δεν υφίστανται σπουδαιότερες δράσεις ή δράσεις αποτελεσματικότερες εν συγκρίσει με άλλες. Θεωρώ πως η αποτελεσματικότητα είναι ένα ιδίως θολό χαρακτηριστικό. Καμία δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων τις συνέπειες μιας ενέργειας, συγκυριακά, μπορεί μία ενέργεια εκ πρώτης όψεως ευκαταφρόνητη για μας, όπως η υπερπήδηση των τουρνικέ σε ένα μετρό, να πυροδοτήσει ταραχώδεις διαδηλώσεις και την πυρπόληση κτηρίων δώδεκα ορόφων ψηλά. Αυτό δεν υπονοεί πως το άμεσο καταστρεπτικό αποτέλεσμα συγκεκριμένων δράσεων δεν είναι μεγαλύτερο από άλλων, ή ότι η επιφερόμενη ζημιά σε μια εταιρία είναι ίδια είτε πλήττεις ένα όχημα είτε πλήττεις έναν χειριστή τους. Το θέμα είναι πως δεν ευσταθεί μία μονολιθική κλίμακα αξιολόγησης των συνεπειών μίας εκτελεσμένης δράσης. Σε κάθε μοναδική συγκυρία, διαθέτουμε περισσότερους του ενός παράγοντες να λάβουμε υπόψιν μας. Κάθε άνθρωπος επιλέγει στην βάση των δικών του εκτιμήσεων τι θα έπρεπε να συμπεριλάβει στην αποτίμηση του. Για τον παραπάνω λόγο, δεν διακρίνω κάποια υφέρπουσα δειλία στην απόφαση να μην χτυπηθούν πρόσωπα, και ακόμα λιγότερο πως υπάρχει η έγνοια μην χαθεί η “απήχηση” ( μολονότι ίσως για κάποιους να υπάρχει αυτό το άγχος, ) αλλά υποβόσκει ένας στοχασμός που αξιολογεί βασισμένος σε πολύ διαφορετικές παραμέτρους. Στο διάβα της αναρχικής ιστορίας, όπως ο Alfredo ήδη ανέφερε, οι επιθέσεις εναντίον μηχανών και ανθρώπων έχουν συνυπάρξει χωρίς να προσλαμβάνονται ως διαχωρισμένες και απομακρυσμένες πρακτικές, εμπλουτίζοντας αμφότερες την πολύμορφη αναρχική δραστηριότητα.

Ούτε αντιλαμβάνομαι τις πιο θεαματικές ενέργειες ποιοτικά ανώτερες, καθώς αυτόχρημα συχνά οι πλέον εξαίρετες νοητικές συλλήψεις αδυνατούν να γίνουν κατανοητές, εκτός από λίγες. Τον περισσότερο καιρό, οι εντυπωσιακές δράσεις, ένεκα ότι διαδίδονται κατά κύριο λόγο από τα μέσα της κυριαρχίας, καταλήγουν ακρωτηριασμένες και μυθοποιημένες, προβεβλημένες ως κάτι μακριά πέραν των δυνατοτήτων μας. Επιπλέον, δεν μου φαίνεται πως η ποσοτική διάχυση ενός ειδησεογραφικού προϊόντος είναι κάτι αυτόματα θετικό, ειδικά όταν η διάδοση πραγματοποιείται διαμέσου των καναλιών της εξουσίας. Θεωρώ πως η αναπαραγόμενη από αυτόνομα μέσα πληροφορία, παρά το γεγονός ότι διαδίδεται σε λιγότερα άτομα, είναι αναφανδόν πιο συγκλίνουσα στο περιεχόμενο της, δηλαδή την εξάπλωση της αναρχικής θεωρίας, απ’ ότι συγκριτικά με την συμπερίληψη της στο πρωτοσέλιδο μιας επιφανούς εφημερίδας. Επιπρόσθετα, μου φαίνεται αρκετά αφελές να νομίζουμε πως η προπαγανδιστική διάχυση μπορεί να επιτευχθεί με μέσα πλήρως ελεγχόμενα από τον εχθρό. Είναι ειδικά πασιφανές πως τα μέσα ενορχηστρώνουν μεθοδικά την αποσιώπηση συγκεκριμένων μορφών επιθέσεων.

Όσο για την αιτιολόγηση, πιστεύω πως κάθε ενέργεια διέπεται από την δική της ιδιαιτερότητα και επαφίεται στην κρίση της καθεμιάς να επιλέξει την προσήκουσα μέθοδο δράσης. Άλλωστε, είμαι πεπεισμένος πως αν οι αναρχικές ιδέες εξαπλώνονταν απρόσκοπτα και οι πρακτικές επίθεσης κατά της κυριαρχίας υποστηριζόντουσαν ανοιχτά, τόσο σε εφημερίδες αλλά και σε κείμενα και συζητήσεις, κάθε δικαιολόγηση θα περίσσευε ( εκτός αν επρόκειτο για την ανάδειξη μιας ενέργειας ), αφού δεν θα χρειαζόταν λέξεις ώστε να επικοινωνήσει την σημασία της, αλλά, δυστυχώς αυτή δεν
είναι πάντα η περίπτωση.

Μύθος και Ουτοπία

«Δεν αρκεί να ανατρέψουμε τα είδωλα, να μεταφέρουμε τα όπλα και τον  εξοπλισμό στα χέρια του ανθρώπου, αν αυτός έχει ανέλθει στο επίπεδο που προηγουμένως κατείχαν τα είδωλα.»

«Ο μύθος του σύγχρονου κόσμου εξακολουθεί να είναι η ευλάβεια με την οποία αντιμετωπίζεται η διαδικασία της απελευθέρωσης… Ο ληστής προσλαβάνεται από αυτή την οπτική. Ο επαναστάτης έχει διπλή ισχύ: ως ατομικότητα που αψηφά τον νόμο, και συνεπώς αντιλαμβάνεται την πρόσκληση αυτή και την αποδέχεται, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις συνέπειες, και ως σύμβολο που εδραιώνει τις παράλογες φιλοδοξίες του. Σύμφωνα με την πρώτη οπτική, ο ληστής είναι σύμβολο της ρήξης του κύκλου της αποξένωσης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης, ενώ σύμφωνα με την δεύτερη, μπορεί να γίνει ένα όργανο μέσω του οποίου η αποξένωση και η κοινωνική ενσωμάτωση εν δυνάμει παραμένουν στην φάση του εικαζόμενου μετασχηματισμού.»

«Ο μύθος τελικώς αποτελεί ένα μέρος έξω από την επιθυμία της ατομικότητας, μια ψευδαίσθηση που εκμεταλλεύεται την αδυναμία του ατόμου και το προβάλλει προς το ιδεατό που βρίσκεται εκτός κόσμου. Η μεταφυσική στοχεύει σε συγκεκριμένα αντικείμενα, η θρησκεία σε άλλα, ακόμα και η επανάσταση μπορεί να υποπέσει σε αμφισημία και να στοχεύει σε άλλα. Ο μύθος μπορεί να διασταυρωθεί με άλλους μύθους.»

Αλφρέντο Μ. Μπονάννο.

Στο δεύτερο σημείο της συνέντευξης επιβεβαιώνεται ότι οι μύθοι σχετίζονται με την επαναστατική προοπτική, τον μύθο της κοινωνικής επανάστασης, του ήλιου και του μέλλοντος της αναρχίας που ήταν τόσο διαδεδομένοι στα τέλη του 19ου αιώνα και πλέον έχουν εγκαταλειφθεί. Στο κείμενο ενθαρρύνεται η τόνωση της σύστασης του μύθου, προκειμένου «να αναγεννηθεί η δικαϊκή αναρχία». Όμως είναι αληθές ότι οι μύθοι εξαφανίστηκαν με τον επιστημονικό ορθολογισμό, ή αποτελεί έναν νέο μύθο που αντικαθιστά πολλούς άλλους;

Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να βγάλουμε τον μύθο από το συρτάρι, στο σημείο αυτό δεν γίνεται σχετικός λόγος, πέρα από την γενική απεργία. Πιστεύω ότι ο μύθος, όχι μόνο εμπεριέχει μια εγγενή ακινησία, αλλά και μια «θρησκευτική» πεποίθηση από την οποία πρέπει να απομακρυνθούμε. Δεν είναι τυχαίο πως ο Σορελ, ενώ εξέφραζε την θεωρία περί βίαιης δράσης εναντίον του κράτους, ήταν ταυτόχρονα υπέρμαχος της επαναστατικής κατήχησης και της παραδοσιακής οικογένειας.

Κατά την γνώμη μου, ο μύθος δεν έχει καμία σχέση με την ουτοπία. Εάν τα προηγούμενα αποτελούν μια καθορισμένη και στατική συλλογική κατασκευή που συχνά προβάλλεται στο παρελθόν και μεταδίδεται στο παρόν, στο οποίο η ατομικότητα προσκολλάται. Το τελευταίο είναι κάπως ασαφές μιας και προβάλλεται σε ένα άγνωστο μέρος, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η ουτοπία μεταβάλλεται με τον καιρό, τείνει να προσλαμβάνει ένα άπειρο διαφορετικών μορφών, ενώ ο μύθος αποκρυσταλλώνεται σε μια ενιαία μορφή. Με τον όρο ουτοπία δεν αναφέρομαι, όπως γίνεται συνήθως, σε αυτή την συλλογική κατασκευή, στον στόχο αυτό που πρέπει να επιτευχθεί προκειμένου να γίνει πραγματικότητα «ο επίγειος παράδεισος», αλλά σε εκείνο το απραγματοποίητο ιδανικό που η ατομικότητα κάνει δικό της και το διαμορφώνει με βάση τις δικές της επιθυμίες.

Και τα δυο, έχουν έναν χαρακτήρα που ξεπερνάει την λογική και τον ρεαλισμό, αλλά, ενώ ο μύθος γοητεύει όπως κάθε άλλη πεποίθηση μιας και παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια του εαυτού που συμβαίνει να ενσωματώνει, η ουτοπία είναι μια προβολή του εαυτού και των εντάσεων του στον κόσμο που τον περιβάλλει.

Όσο για τη δράση του Μιχαήλ Ζλομπίτσκι, η πράξη του είναι απίστευτης δύναμης, αλλά δεν μου φαίνεται ούτε θυσία ούτε πράξη ηρωισμού, αλλά η πράξη ενός ατόμου που έχοντας επίγνωση της κατάστασης και του μίσους του, προτιμά να αυτοκτονήσει χτυπώντας τον εχθρό, παρά να συνεχίσει να ζει στις συνθήκες που έβλεπε τους συντρόφους του να βασανίζονται, με τη βεβαιότητα ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Το να μετριάσει τη δράση του είναι μεγάλο λάθος. Έχουν γίνει δεκάδες εμπρηστικές και εκρηκτικές επιθέσεις κατά των γραφείων της FSB και άλλων υπεύθυνων για την κρατική καταστολή, γιατί δεν μιλάμε και για αυτές; Το πνεύμα της θυσίας δεν μπορεί να είναι το κριτήριο που εξυψώνει μια ενέργεια έναντι των άλλων. Η υποστήριξη της δράσης του δεν πρέπει να περνά από τον έπαινο του θανάτου στην πράξη της αυτοθυσίας. Η πράξη του Μιχαήλ εκφράζει μια αξιοσημείωτη επίγνωση των δικών του δυνατοτήτων, μια επίγνωση ότι μια δεδομένη επιλογή μπορεί να συνεπάγεται και τον δικό του θάνατο, και με αυτή τη συνειδητοποίηση επέλεξε, παρ’ όλα αυτά, να ριχτεί ενάντια στον εχθρό. Πολλοί άλλοι έχουν ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν αυτή η επιλογή δεν συνεπάγεται την απώλεια της ζωής τους. Γιατί, αντί να μένουμε στις συνέπειες της πράξης του, δεν μένουμε στην έντονη επιθυμία που τον ώθησε, όπως και άλλους, να δράσει;

Αναρχική προβολή και άτυπη οργάνωση.

«Παραδόξως, δεν προσαρμοστήκαμε στην πραγματικότητα, η πραγματικότητα προσαρμόστηκε σε εμάς».

Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με αυτή τη δήλωση. Αν από την αρχή η «άτυπη» ήταν για πολλούς μια προσέγγιση που επέτρεπε τη συνένωση διαφορετικών πτυχών, ηθικών και πρακτικών, σήμερα, η ίδια η ανάπτυξη του συστήματος θέτει κατηγορηματικά αμφιβολίες για την εγκυρότητα οποιασδήποτε οργάνωσης σύνθεσης. Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και οι αναρχικοί το ίδιο (ευτυχώς), και αν δεν αμφισβητήσουμε την παρέμβασή μας στην πραγματικότητα, θα υποπέσουμε στην αναπαραγωγή ενός κυκλικού τρόπου δράσης.

Αυτό δεν σημαίνει διόλου ότι πρέπει να συμβιβαζόμαστε με τον κόσμο που μας καταπιέζει, αλλά να προσπαθήσουμε να τον γνωρίσουμε καλύτερα, να έχουμε μεγαλύτερη συνείδηση της εξέλιξης και της ανάληψης της πορείας μας προς την εξέγερση. Εάν η μέθοδος παραμείνει ουσιαστικά η ίδια, η επιλογή των στόχων μας, καθώς και το είδος των πρακτικών, μπορούν να τροποποιηθούν, δίνοντας άπειρες διαφορετικές δυνατότητες, που καθιστούν τη δράση μας απρόβλεπτη και ως εκ τούτου δύσκολο να αντιμετωπιστεί από τις δυνάμεις της τάξης.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν «δύο πρόσωπα της σύγχρονης αναρχικής δράσης». Είναι προβληματικό να χωρίζουμε τον αναρχισμό σε ρεύματα, όχι μόνο επειδή προσφέρεται να συμπαραταχθεί με τα ποταπά σχέδια οποιουδήποτε εκπροσώπου εξουσίας, αλλά και επειδή είναι λανθασμένος και δεν επαληθεύεται στην πραγματικότητα, όντας αναγωγικός σε σχέση με όλες τις εξεγερμένες ατομικότητες και τους τρόπους πάλης τους που τις περισσότερες φορές δεν εντάσσονται σε αυτές τις κατηγορίες. Πώς μπορούμε να ξέρουμε αν οι σύντροφοι που έχουν αναλάβει  «ενδιάμεσους» τρόπους αγώνα δεν είναι οι ίδιοι που, ταυτόχρονα, επιτίθενται στην εξουσία μέσω άμεσης δράσης; Ευτυχώς, δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε με κανέναν τρόπο, γιατί χάρη στην ανωνυμία οποιοσδήποτε (αν και όχι πολλοί) θα μπορούσε να έχει πραγματοποιήσει μια συγκεκριμένη ενέργεια. Δεν καταλαβαίνω γιατί η βίαιη δράση δεν μπορεί να εκφραστεί υπέρ συγκεκριμένων αγώνων. Με αυτή την έννοια θεωρώ ότι «ο εξεγερσιακός που για να διευκολύνει μια συλλογική και ποσοτική ανάπτυξη είναι πρόθυμος να περιορίσει και να βαθμονομήσει την καταστροφική βία του» , αντί για εξεγερσιακός είναι περισσότερο ένας πολιτικάντης ή οπορτουνιστής ή και τα δύο. Το γεγονός ότι δεν βάζουμε όριο στους εαυτούς μας, με τις εκτιμήσεις μας και την προθυμία μας να στοιχηματίσουμε τα πάντα, αλλά με τον φόβο να χάσουμε τη συναίνεση τρίτων, δεν έχει να κάνει, κατά την άποψή μου, ούτε με τον εξεγερσιακό αναρχισμό, ούτε με τον αναρχισμό γενικότερα.

Νομίζω ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τον διαχωρισμό μεταξύ των αναρχικών που ικανοποιούν τις προτιήσεις μας και εκείνων που δεν το επιτυγάνουν, και να αξιολογήσουμε την εγκυρότητα μιας πρακτικής από το περιβάλλον πλαίσιο και σε συγκεκριμένες περιστάσεις, καθώς και τις προθέσεις πίσω από αυτήν, γνωρίζοντας ότι τις περισσότερες φορές μπορούν μόνο να προβλεφθούν, οπότε νομίζω ότι είναι καλύτερο να απέχουμε από εικασίες και, μάλλον, να εστιάσουμε στον δικό μας δρόμο.

Ο διεθνισμός είναι ένα θεμελιώδες συστατικό κάθε δράσης με προβολή και προοπτική: ακόμη και η πιο ριζοσπαστική και καταστροφική εξέγερση, αν περιοριστεί σε συγκεκριμένη περιοχή, θα παραμείνει περιορισμένη και θα κατασταλεί ή θα εξαφανιστεί σιγά-σιγά με την πάροδο του χρόνου. Η αλληλεγγύη είναι ένα αναπόφευκτο και ακατάλυτο χαρακτηριστικό του διεθνισμού, αλλά, ταυτόχρονα, δεν είναι το μόνο. Ο διεθνισμός πρέπει να αναπτυχθεί όχι αποκλειστικά από την οπτική της απάντησης, αλλά και από την οπτική της επίθεσης. Αν κάθε ατομικότητα επέλεγε να επιτεθεί στην εξουσία με μακροσκοπικό τρόπο, να προσπαθήσει να αναγνωρίσει τις συνδέσεις του διεθνούς δικτύου κυριαρχίας, να κατανοήσει τα τρωτά του σημεία και τις πιο ευάλωτες στιγμές του.. μέσω της δικής του δράσης, θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει έναν διάλογο που θα χρησίμευε ως ένα σχέδιο για να πραγματοποιήσουμε το όνειρό μας για ανατροπή σε διεθνές επίπεδο. Ως παράδειγμα των παραπάνω, μου έρχονται στο μυαλό πολυάριθμες ενέργειες που έχουν λάβει χώρα σε όλο τον κόσμο μεταξύ Απριλίου και Μαΐου του τρέχοντος έτους, εν μέσω της γενικής περιόδου καραντίνας, κατά των τηλεματικών και ενεργειακών υποδομών.

Προπαγάνδα και διάχυση ιδεών

Πρέπει να ομολογήσω πως ο όρος προπαγάνδα δεν μου ήταν ποτέ ιδιαίτερα αρεστός, θεωρώ πως η σταθερή χρήση του κατά το παρελθόν δεν συνιστά ικανό λόγο να εξακολουθούμε σήμερα να τον επιστρατεύουμε.

Έχοντας ξεμπερδέψει με αυτό, προτιμώ να οριοθετώ τον εαυτό μου στο να μιλάω περί “διάχυσης ιδεών” οι οποίες, όπως οι συντάκτες του Vetriolo περιφρονητικά επισημαίνουν, αφήνει “μία επίγευση απροσδιοριστίας”, κάτι εξόχως σπουδαίο κατ’ εμέ, αφού μόνο η απροσδιοριστία εξασφαλίζει απαραίτητο χώρο για την ατομική ιδιοποίηση και μεταμόρφωση ιδεών ενώ ( κάτι που θα ήθελα να τονίσω ), δεν συνεπάγεται κάποια έλλειψη σαφήνειας.

Συμφωνώ πως η διάδοση αναρχικών ιδεών θα όφειλε πάντα να πηγαίνει χέρι χέρι με την δράση, επειδή κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτούν ανατρεπτική δυναμική. Καθώς οι καιροί αλλάζουν αυτό δεν συνεπάγεται πως τα μέσα μας οφείλουν ωσαύτως να βαράνε ενημερώσεις. Αντιθέτως, τα ξεπερασμένα μας μέσα θα έπρεπε να αλλάζουν τους καιρούς. Από την άλλη, θεωρώ πως ότι υποστηρίχθηκε περί άτυπης οργάνωσης ισχύει εξίσου και στο κομμάτι της διάχυσης ιδεών. Ο χρόνος έχει αποδείξει την ματαιότητα και την ασημαντότητα του πακτωλού ανακυκλωμένων ειδήσεων στα δημοφιλή μέσα ενημέρωσης. Ίσως λοιπόν, αυτήν την στιγμή, ένα σύνθημα γραμμένο σε τοίχο, μία προκήρυξη, μία εφημερίδα, ένα περιοδικό, ένα βιβλίο, μπορεί να θρυμματίσει την ψηφιακή αυτή φαντασμαγορία και να επαναφέρει στην πραγματικότητα όσους ονειροβατούν. Ή και όχι, αλλά πιστεύω πως αξίζει την προσπάθεια. Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης, σε ένα συγκεκριμένο σημείο διαβάζουμε: “…αν θέλουμε να είμαστε αιχμηροί και αποτελεσματικοί με τη δράση μας, δεν μπορούμε να το επιτύχουμε δίχως να λερώσουμε τα χέρια μας με τη χρήση της τεχνολογίας και, κατά συνέπεια, με τη χρήση ενός πραγματικά νοσηρού κι επισφαλούς εργαλείου”. Τι ακριβώς σημαίνει να είμαι αιχμηρός; Το μέτρο αξιολόγησης μας δεν ενδείκνυται να είναι ποσοτικό αναφορικά με την επιλογή των μέσων επικοινωνίας μας, αλλά ποιοτικό. Αν το πρόβλημα έγκειται στην περιορισμένη ικανότητα του έντυπου υλικού να αγγίξει περισσότερους ανθρώπους, νομίζω ότι προέχει να εστιάσουμε την προσοχή μας στην αφοσίωση της καθεμιάς στην διάδοση αυτών των μέσων και των εργαλείων που μας επιτρέπουν να διευρύνουμε τις δυνατότητες μας. Αναμφίβολα, είναι ευκολότερο να συγγράψεις ένα κείμενο και να το μοιραστείς σε ηλεκτρονική μορφή σε σχέση με το να το ανατυπώσεις σε αντίγραφα και να τα μοιράσεις εκ του σύνεγγυς. Κι αν αυτό καθίσταται ολοένα δυσκολότερο για εμάς, φταίει η έλλειψη των κατάλληλων τόπων να τα διανείμουμε και η απουσία των μεθόδων να τα τυπώσουμε σε χαμηλό κόστος. Αντί να παρασυρόμαστε από τις υποσχόμενες στο διαδίκτυο δυνατότητες, βρίσκω πιο ενδιαφέρον το να στοχαστούμε σχετικά με την διάδοση των έντυπων εφημερίδων και περιοδικών μας, το άνοιγμα νέων βιβλιοθηκών, τον διαμοιρασμό βιβλίων, την δημιουργία αρχειοθηκών, την χρησιμότητα της τυπογραφίας και των αυτόνομων εκδόσεων. Και δη μάλλον τώρα, όσο τα κράτη απειλούν να υπάγουν στον έλεγχο τους κάθε εμπορική δραστηριότητα, από την οποία δυστυχώς, είμαστε ολοένα πιο εξαρτημένοι.

Μία ακόμα αμφιβολία που με κατατρέχει είναι αναφορικά με την σημασία του διαδικτύου στην εξάπλωση των δράσεων διαμέσου των αναλήψεων ευθύνης. Η αμεσότητα του διαδικτύου δεν υποκαθιστά την εμβρίθεια των εφημερίδων. Ενημερώσεις για συμβάντα στην άλλη γωνία του πλανήτη πάντα υπήρχαν. Σίγουρα, ο απαραίτητος χρόνος για την διάδοση της είδησης διέφερε, ίσως να ενημερωνόμασταν για μια δράση έναν μήνα αργότερα, αλλά αυτό δεν επιδρά στην ουσία των πραγμάτων.

Αν ο διεθνισμός ήταν ιδιαίτερα ενεργός στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν ευθυνόταν ότι τα νέα ταξίδευαν αστραπιαία παντού, αλλά διότι οι ίδιοι οι σύντροφοι μετακινούνταν από τόπο σε τόπο, δημιουργώντας πλέγματα σχέσεων όπου βρίσκονταν. Πιστεύω πως προκειμένου να αναγεννήσουμε τον διεθνισμό η γραπτή επικοινωνία δεν αρκεί. Πιστεύω πως ο πολλαπλασιασμός των βαθιών αυτών σχέσεων, μέσω των οποίων φιλοδοξούμε να ανατρέψουμε τον κόσμο, είναι αναντικατάστατος.

* Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό CALIGINE πρώτο τεύχος, τον Ιανουάριο του 2021, στα Ιταλικά.

Πηγή: Contra Info

———————————————

Το ακόλουθο κείμενο συνιστά μία απόκριση από τον αναρχικό σύντροφο Alfredo Cospito σε ένα άρθρο που εμφανίστηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού “Caligine”, τιτλοφορούμενο “μερική τροφή για σκέψη επ’αφορμής της σειράς συνεντεύξεων του Alfredo Cospito”. Το τελευταίο, προχωρά σε μία κριτική ορισμένων αποσπασμάτων των συνεντεύξεων “Ποια Διεθνής; Συνέντευξη και συζήτηση με τον Alfredo Cospito από τις φυλακές της Ferrara”, δημοσιευμένων τμηματικά σε 3 διαφορετικά τεύχη της αναρχικής εφημερίδας “Vetriolo”, (Πρώτο μέρος: “Vetriolo”, 2ο τεύχος, Σεπτέμβρης 2018. Δεύτερο μέρος: “Vetriolo”, τεύχος 3ο, Φεβρουάριος του 2019. Τρίτο μέρος: “Vetriolo”, 4ο τεύχος, Μάρτιος του 2020). Η συνέντευξη θα συμπεριληφθεί στην ολότητα της σε έναν επικείμενο τόμο διαμορφωμένο από τον Alfredo και των υπολοίπων συντακτών της εφημερίδας.

“Και τι να κάνουμε;
Τον ευκταίο πόλεμο, τον απαλλαγμένο από κάθε φόβο πόλεμο, τον ανεπιφύλακτο, τον ανηλεή, τον ανειρήνευτο, ακόμα και υπό την διαρκή απειλή μιας εχθρικής ενέδρας, αυτόν που μπροστά από τις συντριπτικές λεγεώνες του αντιπάλου παντρεύει το θράσος, την τόλμη με την προσοχή και την σύνεση. Τον πόλεμο εξόντωσης των βρικολάκων του κεφαλαίου, των θηρίων της τάξης, σε κάθε κρησφύγετο.”

-Luigi Galleani

“Καμία σοφία δεν υφίσταται δίχως έναν κόκκο ανοησίας. Και ο παραλογισμός προελαύνει όταν ο ψυχρός λόγος προχωρά τρεκλίζοντας”

– Roberto Elia, αντι-οργανωτικός αναρχικός (1871-1924)

Μετά χαράς αποδέχομαι την πρόκληση να αντιμετωπίσω την κριτική σου, μία ευκαιρία για μένα που απλόχερα μου προσφέρεις.

Επειδή μου παρέχονται δύο δυνατότητες: Αφενός να αναστοχαστώ και να αναθεωρήσω το περιεχόμενο ορισμένων ισχυρισμών μου, αφετέρου να αναδιατυπώσω πληρέστερα σημεία ανεπαρκώς αποσαφηνισμένα.

Απαραίτητο προοίμιο στα γραπτά μου για κάποια συνιστά η κατανόηση πως αυτά είναι ανοιχτόμυαλα. Δεν διέπομαι από κανένα δόγμα ή βεβαιότητα εκ των προτέρων, είμαι πάντα έτοιμος να αναθεωρήσω εάν αντιληφθώ πως διατύπωσα κάποια ανοησία, δεν έχω “στρατόπεδο” να υπερασπιστώ, εν συντομία, οι σκέψεις μου υπάγονται στην αναρχική μου ελευθερία.

Η τεχνολογική κοινωνία απέχει πολύ από ένα στάδιο “τελειότητας”, συνεπώς, οι “ύπερ-τεχνικοί” δεν είναι ακόμα εύκολα αναπληρώσιμοι. Όταν συζητάμε για ύπερ-τεχνικούς, για επιστήμονες, αναφερόμαστε σε ανθρώπους προσκολλημένους στις ανακαλύψεις τους, απρόθυμους να κοινωνικοποιήσουν τις καινοτομίες τους προκειμένου να μην στερηθούν την αποκλειστικότητα, το κέρδος. Ένα αφήγημα παρόμοιο με το δικό σου, αληθοφανές κατά τα επιφαινόμενα, διακινδυνεύει να μας περιορίσει, κάνοντας μας να δρούμε αποκλειστικά σαν θεατές, όταν αυτήν την στιγμή κατέχουμε ακόμα την δυνατότητα να επιβραδύνουμε μέχρι και σημαντικά αυτήν την επικρατούσα τεχνολογική διαδικασία. Οι ομάδες των επιστημόνων και των τεχνικών χρειάζονται ένα χαρισματικότερο υποκείμενο, με περισσότερη γνώση και  πρωτοτυπία να παρασύρει και να κατευθύνει το έργο τους. Πρέπει πάντα να εκμεταλλευόμαστε τις αδυναμίες μιας ιεραρχικής κοινωνίας. Αυτές οι  “συντεχνίες” δεν είναι δομημένες κατά έναν ελευθεριακό τρόπο, αλλά εξουσιαστικό, πυραμιδοειδή. Στην πραγματικότητα, η τεχνική ιδιοφυΐα μετράει. Δίχως αυτό το κομμάτι του παζλ, όλα επιβραδύνουν, δεν θα έλεγα βραχυκυκλώνουν, αλλά περιστασιακά μπορεί έως και να κάνει το χέρι της προόδου να παλινδρομεί για χρόνια σε έναν συγκεκριμένο τεχνολογικό τομέα. Είναι ακριβώς επειδή, όπως ορθώς επισήμανες, δεν βρισκόμαστε  ακόμη εντός μιας μεγαμηχανής, που αυτή η παραδοχή διαθέτει μία ακλόνητη βάση.

Προχωρώντας με τους προβληματισμούς σου αργότερα προσθέτεις πως δεν πιστεύεις ότι η ταξική πάλη παραμένει η κινητήριος δύναμη των πάντων και ότι : “[…] αν η κριτική μας περιστέλλεται στην άρνηση των προνομίων των λίγων, δίχως να αμφισβητεί την ίδια την ουσία του πολιτισμού και των μεθόδων αναπαραγωγής του, θα καταντήσουμε να ανακατεύουμε απλώς τις κάρτες παρατείνοντας το ίδιο παιχνίδι […]”.

Και έχεις δίκιο, ελοχεύει ένας κίνδυνος εάν η ταξική πάλη δεν είναι πράγματι επαναστατική και αναρχική στο τέλος να αποφέρει μόνο ένα ανακάτεμα της τράπουλας. Αυτό όμως δεν μειώνει την εγκυρότητα του γεγονότος πως μόνο από εκεί μπορούμε να αρχίσουμε ξανά, εκεί έγκειται το σημείο συνάντησης με τις συντρόφους και τους συνταξιδιώτες μας. Το μίσος για την ταξική ανισότητα θα μας οδηγήσει, πρέπει να μας οδηγήσει σε μία ελευθεριακή, αναρχική έποψη του υπάρχοντος. Αποκλειστικά αυτό το μίσος και η εγγενής αίσθηση πως οι καταπιεσμένοι δικαιούνται βάσει κοινωνικής   διάρθρωσης εκδίκηση, μπορούν να προσδώσουν υπόσταση στην ουτοπία, επιτρέποντας της να εκραγεί στα σπλάχνα της κοινωνίας, κατακρημνίζοντας και αναδιαμορφώνοντας κοινωνικές σχέσεις με έναν πρωτόφαντο τρόπο, εκκαθαρίζοντας τον απολυταρχισμό και την εκμετάλλευση. Τι πιστεύω: ότι δεν πρέπει ποτέ να κουραστούμε να πράττουμε διαβιβάζοντας δια της δράσης την επαναστατική προοπτική, την ουσία καθαυτή της ουτοπίας μας. Μόνο μεταξύ των καταπιεσμένων θα επιτύχουμε να συναντήσουμε αδερφούς και αδερφές έτοιμες να διακινδυνεύσουν τις ζωές τους. Εμείς οι ίδιοι οφείλουμε να συγκροτήσουμε το παράδειγμα. Αυτό συνιστά το βαθύ πνεύμα της αναρχικής “μεθοδολογίας”, της αναρχικής πρακτικής. Κάθε μία από τις άμεσες και βίαιες δράσεις μας παραμένει στην συλλογική μνήμη των εκμεταλλευομένων και ενισχύει σταδιακά την σαφήνεια της ουτοπίας μας.Έχω επίγνωση της απλότητας και της αφέλειας των λεγόμενων μου, αλλά είμαι επίσης πεπεισμένος πως στην λιτότητα, στις στοιχειώδεις παρορμήσεις μας για δικαιοσύνη θα βρούμε το κλειδί να αναζωογονήσουμε το αναρχικό κίνημα από τον σκεπτικισμό και τον κυνισμό.

Το να αγνοήσουμε ότι η ταξική πάλη συνιστά την κατεξοχήν κοινωνική δυναμική μου φαίνεται ένα τεράστιο λάθος. Είναι καταπληκτικό το πως σήμερα η τάξη των εκμεταλλευομένων έχει “πείσει τον εαυτό της” πως δεν υφίσταται ως τάξη. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε από την εξουσία σε αυτό το μονοπάτι, κάνοντας το διευκολύνουμε απλά το έργο των αφεντικών μας.

Στην τελική το ομολογούν τα ίδια τα αφεντικά, ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος το εξηγεί όταν σε μία από τις συνεντεύξεις του ισχυρίζεται: “Φυσικά και υπάρχει ταξική πάλη! Και η τάξη μου την έχει κερδίσει, οι πλούσιοι την έχουν κερδίσει!”. Αλίμονο στους ηττημένους… Εξακολουθώ να είμαι βέβαιος πως το ταξικό μίσος είναι ο κύριος μοχλός προκειμένου να ξεχαρβαλώσουμε και να ανατρέψουμε τον υπάρχον κόσμο. Δεν αμφιβάλλω πως τα εφαλτήρια για την πυροδότηση του αγώνα είθισται να απορρέουν από διαφορετικές πηγές σε καθεμία, σεξισμός, σπισισμός, οικολογία, όμως εάν αυτά τα αφηγήματα δεν περιλαμβάνουν επιπλέον στην βάση τους έναν ταξικό λόγο δεν οδηγούν πουθενά, αν όχι σε μια διευθέτηση, σε ένα ραφινάρισμα της δημοκρατίας. Το έχουμε δει αυτό να συμβαίνει εδώ στην Ιταλία με τους αγώνες για απελευθέρωση των ζώων όταν κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε πως δίπλα μας βρισκόντουσαν πολιτικοί, Κουλουκιστές, δεξιοί “οικολόγοι” και ευαίσθητοι αστοί.

Αυτό δεν συνεπάγεται πως, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα, ο αντιτεχνολογικός λόγος είναι κεντρικός, όμως ο συλλογισμός παγιδευμένος σε σχηματοποιημένες διαστάσεις: “σεξισμός”, “σπισισμός”, “οικολογία” μας αποστερεί την απαραίτητη συνοχή και σφαιρικότητα ώστε να επιδράσουμε στην σύνολη πραγματικότητα. Ένα φυτό δίχως ρίζες μαραίνεται, οι δικές μας ρίζες ως αναρχικοί είναι ιστορικά βαθιά συνυφασμένες με μία επαναστατική πρόσληψη της ταξικής πάλης. Αν απαλείψουμε την φιλοδοξία για κοινωνική δικαιοσύνη θα μείνουμε τόσο λίγοι, στην καλύτερη περίπτωση ελευθεριακοί “αριστοκράτες” αποξενωμένοι από το κοπάδι, ή στην χειρότερη παντογνώστες ξεροκέφαλοι φιλόσοφοι, όσο και άχρηστες.

Προχωρώντας, οι μεταγενέστεροι προβληματισμοί σου με έκαναν να σκεφτώ σχετικά με την δυσχέρεια μου να επικοινωνήσω με σαφήνεια ορισμένα θέματα. Φυσικά το λάθος είναι εντελώς δικό μου, καθώς μη έχοντας μεγάλη γλωσσική ποικιλία καταλήγω συχνά να παρεξηγούμαι.

Ισχυρίζεσαι πως: “[…] δεν διακρίνω κάποια υφέρπουσα δειλία στην απόφαση να μην χτυπηθούν πρόσωπα, και ακόμα λιγότερο πως υπάρχει η έγνοια μην χαθεί η “απήχηση” […], οι επιθέσεις εναντίον μηχανών και ανθρώπων έχουν συνυπάρξει χωρίς να προσλαμβάνονται ως διαχωρισμένες και απομακρυσμένες πρακτικές […]”, επιπλέον δεν συμφωνείς πως: “[…] οι επιθετικές ενέργειες χαρακτηρίζονται από ποιοτική ανωτερότητα.”

Επέτρεψε μου να τονίσω πως στα γραπτά μου δεν σοβεί ουδεμία περιφρόνηση προς τις αποκαλούμενες “μικρές” ή τις “οικειοποιήσιμες δράσεις”. Η αλήθεια είναι πως θα ήταν περιττό από μεριάς μου να προκρίνω αυτού του τύπου ενέργειες, καθώς αυτόχρημα είναι οι μόνες εφαρμόσιμες με μία οιονεί σταθερότητα. Θα έμοιαζε σαν να χτυπάω μία ήδη ανοιχτή πόρτα αν επαναλάμβανα τα προφανή τετριμμένα. Και εφόσον διέπομαι ακόμα από την ψευδαίσθηση πως συνεισφέρω ( τουλάχιστον κριτικά ) στον αγώνα, η επισήμανση της προαναφερόμενης έλλειψης θα μπορούσε ( μπορεί ) να αποβεί χρήσιμη. Η λεγόμενη “επιθετική δράση” έχει καταντήσει ταμπού, αλίμονο σε όποια στοχεύει ψηλότερα. Αν σύντροφοι ένιωσαν κατηγορούμενοι για λιποψυχία, απολογούμαι, ποτέ δεν εννόησα κάτι παρόμοιο. Συμφωνώ απολύτως μαζί σου. Όχι απλώς αυτές οι δράσεις συνυπάρχουν, αλλά αν αποσκοπούμε να ανασκουμπωθούμε και να αποτελέσουμε πραγματική απειλή για την κυριαρχία, επιβάλλεται κατ’ ανάγκη να συνυπάρχουν. Για να είμαι ξεκάθαρος, δεν πέρασα τα χρόνια μου πυροβολώντας διαχειριστές, συμμετείχα σε διαδηλώσεις, πορείες, μικρές και πολύ μικρές δράσεις, σε καμία περίπτωση όμως δεν κατάφερα και δεν ήθελα να εμποδίσω τον εαυτό μου να φτάσει μακρύτερα, να διακινδυνέψει περισσότερα. Ενίοτε, ένα σχοινοτενώς σχεδιασμένο χτύπημα είναι χρήσιμο, μοιάζει με μία οιονεί δοκιμή του εμπράγματου των καταστάσεων, του εμπράγματου χαρακτήρα της καθεστηκυίας κοινωνίας.

Για παράδειγμα, μετά τον τραυματισμό του Adinolfi στην Ansaldo, παρουσιάστηκαν δείγματα αλληλεγγύης με τους επιτιθέμενους, οι πρωτοβουλίες κατά της τρομοκρατίας στην Γένοβα εγκαταλείφθηκαν, η πλατεία άδειασε.

Ποιος το περίμενε αυτό; Εγώ σίγουρα όχι…

Οι ιστορικές συγκυρίες εναλλάσσονται και η συνείδηση του “λαού” παλινδρομεί, πρέπει είμαστε ικανοί, δίχως κάποια υποχρέωση εξειδίκευσης στον “ένοπλο αγώνα”, να αντιλαμβανόμαστε την φορά του ανέμου… Δεν είχα κρατήσει ποτέ στην ζωή μου όπλο. Εν ολίγοις, επιζητώ να μιλήσω για τις “αναβαθμισμένες” δράσεις επειδή καμία δεν αναφέρεται σε αυτές, δεν συμπεριλαμβάνονται ούτε ενημερωτικά μεταξύ των υποθετικών κατευθύνσεων. Δεν πιστεύω πως φταίει ο φόβος, αλλά οτι οι περισσότερες συμπεραίνουν ότι προαπαιτείται εξειδίκευση, αποθαρρύνονται και τελικά εγκαταλείπουν.

Με την έως τώρα συσσωρευμένη εμπειρία μου καταλαβαίνω πως η λογική με την πραγματικότητα δεν βαδίζουν πάντα χέρι χέρι, συχνά αποκλίνουν. Ισχυρίζεσαι πως η υπερπήδηση τουρνικέ του μετρό μπορεί να αποβεί πιο επαναστατική ένεκα της απόλυτης ευκολίας οικειοποίησης της. Η λογική μου το επιβεβαιώνει αυτό… όμως έπειτα, όταν θέτω σε κίνηση την “επιθετική” μου απόπειρα στην οποία διακυβεύω την ζωή μου, η ελευθερία, τα αισθήματα και τα πάθη που επενδύω είναι αναφανδόν πολυτιμότερα. Η ισχυρή χειρονομία, τελεσμένη ατομικώς ή με την συνεισφορά άλλων ανθίσταται στην φθορά του χρόνου, σε χαρακτηρίζει, δεν ξεθωριάζει, σου ανήκει, γίνεται μία διαχρονική μαρτυρία.

Επιπλέον, δεν πρέπει να υποτιμούμε τον δυνητικό αντίκτυπο μιας ομόλογης εύρωστης χειρονομίας στους ανθρώπους. Αν πράγματι διεπόμαστε από μία επαναστατική προοπτική, αντίστοιχες πράξεις μακροπρόθεσμα προσδίδουν αξιοπιστία στον σχεδιασμό μας, συνέχουν την υπόσταση μιας ολοκληρωμένης εναντίωσης στο υπάρχον, ανεξαρτήτως κόστους. Όσες διακινδυνεύουν τις ζωές τους δεν παίζουν. Όσοι πυρπολούν τις γέφυρες στο πέρασμα τους δεν μπορούν να επιστρέψουν πίσω.

Εγώ, ο εκμεταλλευόμενος, σας εμπιστεύομαι καθώς κατανοώ ότι σοβαρολογείτε.

Η έλξη μου προς την Αναρχία ως νεαρό αγόρι οφειλόταν κατά μεγάλο βαθμό στην γοητευτική επίδραση ορισμένων προσωπικοτήτων, ορισμένων αρχέτυπων τρόπων ζωής, όπως του Ανρί, του Ραβασόλ, του Νοβατόρε, του Σαμπάτε, του Φακέριας, πάνω στην δεκαεξάχρονη τότε φαντασία μου. Αν η Αναρχία είχε περιχαρακωθεί στα φιλοσοφικά δοκίμια ή στα δημοκρατικά εγχειρίδια αυτοδιαχείρισης, τίποτα δεν θα είχε φουντώσει ανεξέλεγκτα εντός μου. Η ηπιότητα, η φρόνηση, η μετριοπάθεια, ο ρεαλισμός απλώς κατασβήνουν πάσα επαναστατική πυρά. Παραπέμπω σε δήλωση του Πιερ Κάρλο Μαζίνι ο οποίος, κάθε άλλο παρά ύποπτος για εξτρεμισμό μπορεί να θεωρηθεί, σαν παροιμιώδης εμπειρογνώμονας της αναρχικής ιστορίας εκφράζει μία σύλληψη που στην απλότητα της με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο: “[…] η φήμη των τρομοκρατών και των παρανόμων ποτέ δεν μας ζημίωσε, επειδή οι άνθρωποι τρέφουν τοιουτοτρόπως κάποια συμπάθεια για τον εκδικητή. Απεναντίας, θα ισχυριζόμουν πως η εν λόγω φήμη ανέκαθεν μας καταξίωνε ενώπιον των λαϊκών μαζών”.

Οφείλουμε οπωσδήποτε να έχουμε επίγνωση πως οι “τακτικές” μας, οι “στρατηγικές” μας, προέχει να συνιστούν την διάλεκτο με την οποία το επαναστατικό κίνημα απευθύνεται στους άντρες και στις γυναίκες ως είναι σήμερα, όχι όπως θα έπρεπε να είναι ή θα θέλαμε να είναι.

Στην ηλικία των δεκαέξι χρονών ήμουν “ανώριμος” και θαμπωμένος από τον μύθο της επανάστασης και της ατομικής εξέγερσης, συνεπώς σήμερα το ίδιο μπορεί να ισχύει για εκατομμύρια αδερφούς και αδερφές. Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμήσουμε την σαγήνη και την παρακίνηση που μόνο τα παραπάνω προσφέρουν αφειδώς.

Υποδειγματικές χειρονομίες, προπαγάνδα των γεγονότων, ζωές δοσμένες στην ασίγαστη ένταση κακοτράχαλων και απεγνωσμένων αγώνων, λαχτάρα και ελπίδα για μία επαναστατική παλιγεννεσία, για τον μελλοντικό σπινθηροβόλο ήλιο. Είναι απαρέγκλιτη πεποίθηση μου πως στις ρίζες κάθε αλυσοδεμένης γυναίκας και άντρα αυτές οι φιλοδοξίες μπορούν να προκαλέσουν ρήγμα.

Στην καρδιά κάθε εκμεταλλευόμενης και καταπιεσμένης σοβεί μία δριμεία προσδοκία για κοινωνική δικαιοσύνη, εξίσου όμως και για εκδίκηση, για αντίποινα. Απάλειψη, εξαφάνιση, καταστολή, κάθαρση των αρνητικών, βάναυσων, εκδικητικών συναισθημάτων, η διατήρηση αποκλειστικά της τάσης για κοινωνική δικαιοσύνη, ισοδυναμεί με απαξίωση, εξημέρωση της απόλυτης αυτής φιλοδοξίας για δικαιοσύνη, για ότι είναι σωστό.

Αποστερώντας τους εαυτούς μας από τα ζωτικά αυτά ένστικτα, το μίσος, την εκδίκηση, υποβαθμίζουμε και εξημερώνουμε ουσιαστικά το ανθρώπινο ον, προλειαίνοντας αυτόχρημα το έδαφος για την έλευση της τεχνολογικής κοινωνίας. Παραδίδοντας έτσι τους εαυτούς μας ανήμπορους σε μία μελλοντική “ακριβοδίκαιη” κοινωνία, άκρως ρευστή, αναίσθητη, ψυχρή και απάνθρωπη… τότε θα είναι η εποχή της κυριαρχίας των μηχανών, της τεχνητής ευζωίας, του θανάτου των παθών.

Σήμερα, ακόμα και μεταξύ ημών των αναρχικών, η έλλειψη πάθους επενδύεται τα χρώματα της φρόνησης και του ρεαλισμού. Κάθε φορά που φρενάρουμε τυχόν χειρονομίες αδιέξοδων εξεγέρσεων, αφοπλίζουμε την αναρχία, δολοφονούμε την ουτοπία, σκοτώνουμε την ελπίδα αποξενώνοντας τους εαυτούς μας ολοένα περισσότερο.

Οι καταστασιακοί μας δίδαξαν πως υπέρμετρα απόκοτες και βίαιες πράξεις μας μετατρέπουν σε μάρτυρες, μας απομακρύνουν από τους ανθρώπους. Πως η θεαματική κοινωνία προβάλλει τις όποιες ισχυρές χειρονομίες  μετατρέποντας τους καταπιεσμένους σε παθητικούς θεατές μίας καταξιωμένης πρωτοπορίας.

Στην πραγματικότητα, παραμένοντας στις “θέσεις” μας μεταξύ των “λαϊκών μαζών”, δίχως να επιχειρούμε παραπάνω απ’ όσα είθισται να κάνουμε, γινόμαστε ένα αδιαχώριστο τμήμα της άμορφης, μεμψιμοιρούσας, παθητικής αγέλης.

Διαγράφουμε κύκλους ξανά και ξανά ομφαλοσκοπώντας διαρκώς… ένας οιονεί μετά-καταστασιασμός μας έχει δέσει χειροπόδαρα. Το άγχος μην ανακηρυχθούμε πρωτοπορία, μην αποξενωθούμε από τις “πλατιές μάζες” δεν συνέβαλε στην προσπάθεια μας να πρωταγωνιστήσουμε σε κάποια κοινωνική ανατροπή, απεναντίας, μας μετέτρεψε σε θεατές μίας μέτριας πραγματικότητας στην οποία κάθε μέρα νιώθουμε ολοένα και πιο ανίκανες να δράσουμε.

Οι κουβέντες μας, έμπλεες φρόνησης και “κοινής λογικής” εξυπηρετούν μόνο στην μοιρολατρική διαβεβαίωση πως τίποτα περισσότερο απ’ ότι κάνουμε στην δεδομένη ιστορική στιγμή δεν μπορεί να γίνει. Και όταν κάποια από μας τολμάει να εξαπολύσει λόγια τόσο άσεμνα όσο και παρακινδυνευμένα, όπως για παράδειγμα πως είναι πολύ πιο αποτελεσματικό, όμορφο και άξιο να θέσεις εκτός μάχης έναν τεχνοκράτη από την παράκαμψη χιλιάδων τουρνικέ… τότε νιώθουμε αποπροσανατολισμένοι αν όχι θιγμένοι και διαμαρτυρόμαστε για επιπολαιότητα συνιστώντας ακόμα περισσότερη μελέτη. Να το ξεκαθαρίσουμε πως κατά το παρελθόν έχω επίσης αισθανθεί αποπροσανατολισμένος και εύθικτος, τα αναφέρω τα παραπάνω και ως ένδειξη αυτοκριτικής.

Στην εξουσία ορισμένες λέξεις, ορισμένες «στάσεις» δεν περνούν απαρατήρητες, το σύστημα σε αυτές τις περιπτώσεις ανησυχεί, χτυπά και καταπιέζει. Είναι η ίδια η ουσία της ολοκληρωτικής δημοκρατίας, ορισμένες σκέψεις δεν μπορούν καν να εκφραστούν, στο διάολο η «ελευθερία» του λόγου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μια επιτακτική λογική ωθεί τη δημοκρατία να απαντήσει με καταστολή, είναι θέμα επιβίωσης του ίδιου του συστήματος.

Και αυτός ο φόβος που καταλαμβάνει τη δημοκρατία πρέπει να μας κάνει να προβληματιστούμε γιατί αναδεικνύει μια μεγάλη αντίφαση.

Ορισμένοι συλλογισμοί με την απλότητά τους είναι πιο κατανοητοί από τον «λαό» παρά περίπλοκες και όμορφες κοινωνιολογικές ή φιλοσοφικές διατριβές.

Η δημοκρατία δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της να εκφράζονται ξεκάθαρα ορισμένες σκέψεις και ορισμένες λέξεις να χρησιμοποιούνται ατιμώρητα, γιατί θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ρήξη μεταξύ των καταπιεσμένων, μεταξύ των αποκλεισμένων.

Αυτά τα λόγια χωρίς διακυβεύματα, για μένα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα, γιατί μου έχουν κοστίσει και θα μου κοστίσουν περισσότερα χρόνια στη φυλακή, αλλά είναι ο τρόπος μου να αντιστέκομαι, να αντεπιτίθεμαι. Πολλοί σύντροφοι και «ορθολογικοί» άνθρωποι πιστεύουν ότι το να συνεχίζω με πείσμα να γράφω ορισμένα πράγματα στην κατάσταση στην οποία βρίσκομαι είναι ανόητο. Ίσως και να είναι, όμως το σίγουρο είναι ότι η στάση μου δεν εμπνέεται ούτε από φρόνηση ούτε από σύνεση. Αλλά σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από τεχνολογία, κυνισμό και ωφελιμισμό, στο τέλος της ημέρας, ο «ορθολογισμός» είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπισή του, αν όχι το πάθος, το συναίσθημα, ο θυμός, το μίσος και ένα «κομμάτι» τρελής ασυνειδησίας.

Τώρα φτάνουμε στο επώδυνο σημείο, στην πέτρα του σκανδάλου: τον «μύθο».

Εδώ η ανάλυσή σου έχει πετύχει τον στόχο της, κάνοντάς με να σκεφτώ πολύ. Προσπάθησα να αμφισβητήσω την άποψή μου, αλλά επιμένω στην ιδέα μου. Όσο και αν το να σταθώ σε αυτό το σημείο μπορεί να είναι ασυνήθιστο και αντιφατικό για έναν αναρχικό, πρέπει να συνεχίσω να δίνω σημασία στη «γοητεία του μύθου». Λέτε ξεκάθαρα: «Δεν καταλαβαίνω γιατί να βγάλετε τον μύθο από το συρτάρι, όταν δεν γίνεται πλέον λόγος για αυτόν από τις μέρες των μεγάλων γενικών απεργιών.. Νομίζω ότι ο μύθος δεν έχει καμία σχέση με την ουτοπία. Αν η πρώτη είναι μια συλλογική κατασκευή καθορισμένη και στατική, που συχνά προβάλλεται στο παρελθόν και παραδίδεται στο παρόν, στην οποία το άτομο εμμένει, η δεύτερη είναι αόριστη γιατί προβάλλεται αλλού, σε έναν άγνωστο χώρο και χρόνο, το άτομο το κάνει δικό του και το διαμορφώνει σύμφωνα με τις επιθυμίες του».

Διαβάζοντας τα λόγια σου κατέληξα σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα. Είμαι πεπεισμένος ότι ο μύθος που μόλις έχει αφαιρεθεί από το «συρτάρι» μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την απώλεια ελπίδας που μας έχει πιάσει εδώ και αρκετό καιρό, οδηγώντας μας προς την κάθαρση (την επανάσταση) που θα γεννήσει το νέο, το εντελώς νέο. Υπάρχει κάτι θρησκευτικό σε αυτή τη σκέψη μου; Δεν ξέρω, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για άλλη μια φορά η λογική και ο ορθολογισμός αποκόπτονται από τον λόγο μου. Ο μύθος της επανάστασης αρνείται την πραγματικότητα, αλλά χτίζει μια άλλη πραγματικότητα κάνοντας εφικτό το ακατόρθωτο, το αδύνατο.

Αν είχατε δίκιο, το όραμά μου θα ήταν μια αναρχική εκδοχή αντιδραστικής σκέψης που βλέπει τον μύθο ως τη στατική αφήγηση μιας εποχής πάνω από μας. Μια προγονική, αγνή, αυθεντική αναρχική «τάξη» που η ανθρωπότητα έχει εγκαταλείψει, ένας παράδεισος χαμένος. Ουτοπία και μύθος στην περίπτωσή μου συμπίπτουν. Ένας μύθος που, σε αντίθεση με τους αντιδραστικούς, δεν κοιτάζει στο παρελθόν, στον χαμένο παράδεισο που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά στο μέλλον, που προβάλλεται σε ένα ευφάνταστο «μέλλον» . Αυτό δεν μειώνει το γεγονός ότι το «μέλλον» είναι εξίσου απατηλό με το «παρελθόν», γιατί ζούμε στο «παρόν» και το μέλλον είναι ένα φάντασμα, πέρα από το ότι έρχεται.

Αλλά η αναρχική τρομοκρατία, η προπαγάνδα της πράξης, αυτό που οι διάφοροι Μπακούνιν, Καφιέρο, Μαλατέστα, Κροπότκιν όρισαν χωρίς λανθασμένη μετριοπάθεια «ηρωισμό», είναι μια τελευταία μεταληψη προς το «μέλλον», καθιστώντας σαφές σε όλους τη συγκεκριμένη ουτοπία στην ιστορία. Στην κίνηση της καταστροφής το άτομο ζει σε πρώτο πρόσωπο την αναρχία, δείχνοντας στον κόσμο ότι όλα είναι δυνατά, ότι όλα μπορούν να αλλάξουν.

Μόνο έτσι η ουτοπία χάνει την αφαιρετικότητά της και γίνεται ζωντανή ύλη, πραγματική προοπτική για την οποία είναι καλό και σωστό να αγωνιζόμαστε. Αν αδειάσουμε την ουτοπία από την επαναστατική βία θα γίνει ένα παραμύθι νανουρίσματος, μια βαλβίδα ανακούφισης, ένα πολύ ισχυρό ηρεμιστικό στα χέρια αυτών που μας κυβερνούν. Φοβάμαι ότι ο λεγόμενος μετα-αναρχισμός που έχει αποκηρύξει την επαναστατική βία μπορεί να διαβαστεί με αυτόν τον τρόπο. Δεν αμφιβάλλω για την καλή πίστη αυτών των συντρόφων, αλλά ο αφοπλισμός της ουτοπίας ισοδυναμεί κατά την άποψή μου με τον αυτοπυροβολισμό στο κεφάλι.

Εκδικητικές χειρονομίες όπως του Μιχαήλ δημιουργούν αξιοπιστία, ορατότητα, αναγνώριση σε όλες τις πράξεις μας. Δεν ντρέπομαι να αποκαλώ αυτόν τον σύντροφο ήρωα.

Θα μπορούσαμε υποκριτικά να εφεύρουμε έναν άλλο ορισμό, αλλά ένα τριαντάφυλλο, ακόμα κι αν το αποκαλείς με άλλο τρόπο, εξακολουθεί να είναι τριαντάφυλλο, το άρωμά του παραμένει αναλλοίωτο, η ομορφιά του επίσης. Σε άλλες εποχές που η αναρχική ουτοπία χτύπησε στις καρδιές των καταπιεσμένων μαζών, ο Μιχαήλ θα αποκαλούνταν ηρωικός σύντροφος, μάρτυρας της υπόθεσης, κανείς δεν θα είχε συγκλονιστεί. Είναι παράδοξο ότι σήμερα πολλοί από τους αναρχικούς -και που σκανδαλίζονται με ορισμένους όρους «πολεμικούς» (και να ξεκαθαρίσω, ξέρω τη συνέπειά σου, ξέρω ότι δεν είσαι μέρος αυτής της ομάδας) τότε χωρίς ντροπή επικαλούνται ανάλογους χαρακτηρισμούς σε παρελάσεις μνήμης, προς τους «Κούρδους αδελφούς και αδελφές», και συντρόφους-και αναρχικούς-και κομμουνιστές που πέθαναν πολεμώντας το Ισλαμικό Κράτος.

Όσο περισσότερο ριζώνει ένας αγώνας, τόσο περισσότερο έρχονται φυσικά ορισμένοι όροι γιατί είναι αναπόφευκτοι, πηγάζουν από την αλληλεγγύη και τη συμμετοχή των ανθρώπων στον αγώνα και πάνω απ’ όλα δεν έχουν τίποτα ρητορικό.

Το θάρρος είναι τόσο πραγματικό όσο και η δειλία, μερικές φορές η θυσία για κάποιους από εμάς γίνεται, για διάφορους λόγους, αναπόφευκτη. Η αναφορά στον ηρωισμό και τη θυσία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ανήκεις σε ένα παρελθόν του λυκόφωτος ή είσαι ερωτευμένος με τον θάνατο. Το να προσποιείται κανείς ότι η ζωή ενός αναρχικού είναι μόνο ευχαρίστηση και παιχνίδι και ότι δεν συνεπάγεται καμία θυσία είναι αυτοσαρκασμός. Ο Μιχαήλ ήξερε ότι πιθανότατα θα βάδιζε προς τον θάνατο του, ο ίδιος το άφησε να ειπωθεί, η χειρονομία του είχε σκοπό να εκδικηθεί για τους συντρόφους.

Γιατί δεν δεχόμαστε το γεγονός ότι ο Μιχαήλ ήταν ηρωικός στη χειρονομία του; Ίσως επειδή μας μειώνει; Ίσως επειδή ένας αναρχικός πρέπει να είναι πάντα προσκολλημένος στη ζωή σαν καβούρι; Ή επειδή με αυτή την ακραία χειρονομία μας δείχνει στα μούτρα ότι η αναρχία μπορεί επίσης να σημαίνει να σκοτώνεις ή να σκοτώνεσαι; Συμβαίνει κάποιοι αναρχικοί να παίρνουν πολύ σοβαρά αυτό που κάνουν. Και αυτό είναι τρομακτικό, ξέρω, όχι μόνο για την εξουσία. Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό ότι μερικές φορές δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από το να ενεργούν εδώ και τώρα, ακόμη και εις βάρος της ζωής τους και των άλλων.

Αυτή η σκέψη νομίζω ότι πέρασε από το μυαλό του Μιχαήλ εκείνες τις στιγμές, αλλά ποιος ξέρει… αυτή η τραγωδία είναι μέρος της ιστορίας μας. Ακούγεται άσχημο να λέμε, ίσως είναι, αλλά για μένα αναρχία είναι επίσης το άτομο που στέκεται ενάντια στην εξουσία και μετά υποκύπτει. Αλλά σε αυτά τα φυτά που υποκύπτουν, ένας σπόρος στη συνέχεια ανθίζει και πολλαπλασιάζεται μέχρι που μια ωραία μέρα θα είναι η κυριαρχία αυτή που θα υποκύψει. Γραμμική αφήγηση, τόσο απλή όσο και τραγική, αλλά ανατρεπτική. Οι κυνικοί ορίζουν όλα αυτά ως ρητορική, οι μετα-αναρχικοί και οι διάφοροι καταστασιακοί ως «μαρτύριο του εαυτού». Αλλά δεν νοείται φρόνηση έμπλεη από την ευψυχία, το συναίσθημα, το πάθος να ωθήσει, να σεβαστεί το σθένος όσων παράδωσαν τις ζωές τους στην πυρά εν ονόματι του ιδανικού της ελευθερίας.

Ο Μπακούνιν σε αυτό το σημείο θα έλεγε ότι “υποπίπτω” στο αμάρτημα του ιδεαλισμού. Αλλά κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη βάση κάθε κοινωνικού σεισμού, εκτός από τις υλικές ανάγκες, υπάρχει μια ιδέα που μάχεται, που πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά, μια επιθυμία για δικαιοσύνη χωρίς την οποία, υποκύπτουμε. Αν θέλουμε να πυροδοτήσουμε αυτόν τον «σεισμό», πρέπει να ενεργήσουμε ανάλογα, να βρούμε τη προσήκουσα αφήγηση, αυτό αν θέλουμε πραγματικά να ανατρέψουμε τον κόσμο, αν θέλουμε πραγματικά να κάνουμε μια επανάσταση. Η εναλλακτική που έχουμε είναι η απολογία της σταδιακότητας, η φωνή της λογικής: «Τι ανόητο αυτό το αγόρι κατέστρεψε τη ζωή του στο βωμό μιας νέας θεότητας. Αλλά χωρίς μαζικότητα, χωρίς συναίνεση πού ήθελε να φτάσε; Οι καιροί έχουν αλλάξει πρέπει να δοκιμάσουμε άλλους τρόπους, η αναρχική επανάσταση είναι αδύνατη. Δεν είναι πλέον η ώρα για την κατάληψη του χειμερινού παλατιού. Πρέπει να αρχίσουμε να χτίζουμε τώρα και αμέσως τους χώρους ελευθερίας, πρέπει να αλλάξουμε το σύστημα από μέσα».

Ποιος έχει δίκιο; Υπάρχει όμως λόγος; Προτιμώ να με παρασύρουν τα πάθη, το ένστικτο και ναι, η γοητεία του μύθου της επανάστασης. Η παράλογη πεποίθησή μου είναι ότι ο συμβιβασμός δεν αποδίδει ποτέ και ακόμη κι αν ήταν έτσι, θα συνεπαγόταν τόσο πολύ εσωτερικό πόνο που τουλάχιστον όσον αφορά εμένα, απέχω και ακολουθώ τον δικό μου δρόμο. Το πιο κοντινό πράγμα στη γοητεία του μύθου που γνώρισα στη ζωή μου (και που μετά με οδήγησε στην αλυσοδεμένη πραγματικότητα που ζω σήμερα) είναι η FAI-FRI. Η χρήση ενός ακρωνύμιου, που αναφέρεται στις επαναστατικές «επιτυχίες» της ιβηρικής FAI. Που παραπέμπει κάπως στον μύθο του «λαϊκού αγώνα» , όταν η αναρχία ήταν μια ζωντανή προοπτική για εκατομμύρια εκμεταλλευόμενους. Παρήγαγε ένα φαινόμενο που δεν έχει ακόμη αναλυθεί και μεταβολιστεί από τους συντρόφους.

Η διάδοση σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτού του ακρωνύμιου, με ταχύτητα που εξέπληξε τους πάντες, δεν θα μπορούσε να συμβεί, κατά τη γνώμη μου, χωρίς τη γοητεία του μύθου.

Αυτή η εμπειρία μας άφησε κάτι πολύ σημαντικό, τη δυνατότητα σήμερα μιας αναρχικής διεθνούς μέσω της χρήσης ενός ακρωνύμιου που επιμένει στο πέρασμα του χρόνου και κάνει αναγνωρίσιμο στον κόσμο ένα πραγματικό μονοπάτι, με όλες τις αντιφάσεις του, αλλά πραγματικό, συγκεκριμένο, ζωτικό.

Ένα πρακτικό παράδειγμα για το πώς μπορείτε να επικοινωνείτε χωρίς να μπερδεύεστε σε αυταρχικές δομές και συνθέσεις. Μια επικοινωνία μέσα από τις αναλήψεις που ακολουθούν τις πράξεις, που είναι πλέον η κληρονομιά δράσης όλων των αναρχικών της δράσης στον κόσμο. Και σήμερα ζει σε όλες τις διεθνείς εκστρατείες που ανάβουν και σβήνουν αυθόρμητα από τη μια πλευρά του πλανήτη στην άλλη.

Το παράδειγμα που δίνετε για τις πολλές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Απριλίου και Μαΐου κατά των κεραιών είναι ένα από τα πολλά γεγονότα. Ακρωνύμια ή όχι, πιστεύω ότι αυτός είναι ο δρόμος και συμφωνώ απόλυτα. Και αν αυτές οι διεθνείς «εκστρατείες» αρχίσουν να αναπτύσσονται με μια προοπτική σχεδιαστικής επίθεσης όπως ελπίζετε εσείς, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι τουλάχιστον τόσο απρόβλεπτα όσο η ξαφνική εξάπλωση του FAI-FRI στον μισό κόσμο. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η «προβολικότητα» για την οποία μιλάτε μπορεί να κοινωνικοποιηθεί με άλλους χωρίς την κατασκευή δομών και οργανισμών που είναι (κατά τη γνώμη μου) αμβλεία και αλλοτριωτικά εργαλεία.

Στη συνέχεια, στα «δύο πρόσωπα της αναρχίας της πράξης σήμερα» επιβεβαιώνω την «ανάλυσή» μου, είναι δύο διαφορετικές πρακτικές που το ίδιο άτομο μπορεί να εφαρμόσει, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, με διαφορετικούς στόχους, αλλά συγκλίνουσες.

Εγγενής σε μία από αυτές τις μεθόδους είναι «ο φόβος να χαθεί η συναίνεση τρίτων», όπως λέτε, αλλά δεν βλέπω τίποτα κακό σε αυτό.

Ο φόβος της «αποσύνδεσης από τις πραγματικές ανάγκες του λαού» είναι μέρος της εξεγερτικής στρατηγικής όπως έχει αναπτυχθεί τα τελευταία 40 χρόνια.

Έπειτα, υπάρχουν οι «επιθετικές ενέργειες» που σε μια επαναστατική περίοδο βοηθούν να δοθεί η αρχική ώθηση και να διαμοιραστούν τα οφέλη ενός ισχυρού κινήματος μεταξύ του λαού. Σε μια στιγμή κούρασης, όπως αυτή, κρατούν την ουτοπία ζωντανή και δημιουργούν αυτήν την αξιοπιστία που θα μας φανούν χρήσιμα την κατάλληλη στιγμή, αυτό είναι όλο.

Αν μετά μου πείτε ότι ορισμένες «ταξινομήσεις» αυξάνουν και διευκολύνουν την καταστολή, σας λέω ότι μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά όπως η καταστολή δεν είναι επαρκής λόγος για να σταματήσει κανείς να κάνει πράξεις, τόσο λιγότερο επαρκής είναι σαν λόγος για να σταματήσει να σκέφτεται και να γράφει ελεύθερα τις δικές του αναλύσεις.

Διακατέχομαι από μία “παράλογη” πεποίθηση, πιθανότατα ένεκα του ενστικτώδη και ορμητικού μου τρόπου σκέψης και σύνδεσης με την πραγματικότητα. Όπου ελοχεύει ο κίνδυνος εκεί κωχεύει και η λύτρωση.

Τέλος, ήθελα να έρθω αντιμέτωπος με το πρόβλημα της “επικοινωνίας”. Υποστηρίζεις πως επί της προσπάθειας αναβίωσης του διεθνισμού, η επικοινωνία δια των γραπτών κρίνεται ανεπαρκής, αλλά ο πολλαπλασιασμός των βαθιών αυτών δεσμών μέσω των οποίων κάποια μπορεί να οραματίζεται την ανατροπή αυτού του κόσμου, είναι θεμελιώδης.

Ο διεθνισμός και η διεθνής είναι δύο διαφορετικά σχήματα. Όταν αποσκοπούμε στον σχηματισμό μιας διεθνούς της δράσης, τα μεγαλόπνοα μαξιμαλιστικά συστήματα οφείλουν να παραμεριστούν. Πρέπει να κατευθυνθούμε στην υλικότητα των πραγμάτων, στις συγκεκριμένες ανάγκες του αγώνα, στην “αποτελεσματικότητα της δράσης”, στην “απάντηση απέναντι στην καταστολή”.

Ασφαλώς οι άτυπες και βαθύπλουτες σχέσεις είναι ανεκτίμητες, συγγένεια, αλληλοκατανόηση, στοργή, δεν γίνεται να παραπλανούμε όμως τους εαυτούς μας νομίζοντας ότι είναι εφικτό να αποκτήσουμε τέτοιο είδος σχέσεων με όλους τους αναρχικούς παγκοσμίως.

Η προσδοκία μας για οικουμενικό διεθνισμό μας σπρώχνει σε αυτό, αλλά ενδίδοντας στην τάση αυτή θα καταλήξουμε να περιδινούμαστε σαν σβούρες. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την διασπάθιση των ζωών μας σε ένα χιμαιρικό ατελέσφορο κυνήγι.

Για όσο έχουν υπάρξει, οι αναρχικοί δημιουργούν σχέσεις από την μία άκρη του πλανήτη στην άλλη. Συναντάμε και γνωρίζουμε η μία τον άλλον στις διάφορες αγωνιστικές πρωτοβουλίες, οργανώνοντας διαδηλώσεις και διεθνείς συναντήσεις. Οι ιδέες και τα γραπτά μας εξαπλώνονται από την μία μεριά του κόσμου στην άλλη, μία αναπόσπαστη λειτουργία ενός κινήματος που για περισσότερο από έναν αιώνα περιπλανάται στην υφήλιο.

Αλλά η Διεθνής της δράσης πρέπει να δράσει… και μπορεί να το κάνειέχοντας μόνο περιορισμένους στόχους και το κυριότερο όλων να  συγκροτείται αποκλειστικά σε ένα επίπεδο, αυτό της δράσης, της επίθεσης.

Οι ιδεολογικοί στοχασμοί υπάγονται σε ένα πιο σύνθετο επίπεδο, το κινηματικό, στο σύνολο του με την διαλεκτική του γύρω από τις αναλύσεις και την στρατηγική. Η διεθνής υλοποιείται μόνο καθώς ο μεμονωμένος σύντροφος – ή μια συγκεκριμένη σύμπραξη συντρόφων – δρα κομίζοντας διαμέσου των έργων τους θεματικές και αγώνες, προϊόντα της συλλογικής παραγωγής του κινήματος.

Το να ερμηνεύεις την διεθνή ως έναν οικουμενικό χώρο, μία συμπαγή και οργανική ολότητα, θα μετέτρεπε την λεγόμενη μαύρη διεθνή σε ένα οιονεί κόμμα, μία οργάνωση σύνθεσης με ηγέτες, άτεγκτη δομή, ειδικούς της πράξης και της θεωρίας, εν συντομία, ένα σύμφυρμα με τα γνωστά αλλότρια φαινόμενα.

Για να το κατανοήσουμε σε βάθος, η διεθνής της δράσης δεν είναι ο τόπος της “πολιτικής”, αλλά ένα εργαλείο επίθεσης, ένας τρόπος να εκδηλωθούμε στον κόσμο μέσω της “προπαγάνδας με την πράξη”.

Το αναρχικό κίνημα. το περιβόητο “πλασματικό κίνημα” είναι κάτι μακράν διαφορετικό, πρόκειται για ένα θερμοκήπιο μέχρι και αντιφατικών μεταξύ τους αντιλήψεων από το οποίο η διεθνής προσπορίζεται σταθερά έμπνευση.

Μπορείς να αιχμαλωτίσεις καλύτερα την ομορφιά αυτής της γενικής ιδέας αν παραδοθείς στο οφθαλμόλουτρο του κομψού αυτού χορού των δράσεων που πυροδοτούν νέες δράσεις. Θα αρκούσε να αφεθείς σε έναν τέτοιο χορό ώστε να γευτείς πλέρια την δύναμη του. Ας εισακούσουμε τις εκπορευόμενες από αυτές τις δράσεις προτάσεις επανεξετάζοντας τις στην συνέχεια μαζί με τους αδερφούς και τις αδερφές μας.

Δεν χρειαζόμαστε συνέδρια, ομοσπονδίες και συνελεύσεις αλλά άτομα και ομαδοποιήσεις συγγενικά σκεπτόμενων ανθρώπων έτοιμων να χορέψουν αποτεφρώνοντας το πτώμα ενός συντετριμμένου και ισοπεδωμένου κοινωνικού πεδίου σε αναμονή μίας κομβικής σπίθας πριν να μετατραπεί σε παρανάλωμα. Τότε ο κόσμος θα ωριμάσει για το “πραγματικό” κίνημα, στο κοινωνικό και θα μεταβούμε σε μια διαφορετική ιστορία. Θα είναι η εποχή της “επανάστασης” και τότε θα αρχίσει το πραγματικό παιχνίδι να διεξάγεται. Δεν πρέπει όμως να βαυκαλίζουμε τους εαυτούς μας, αυτή η προοπτική δεν προσιδιάζει στην δική μας εποχή. Ευτυχώς μάλιστα, τολμώ να πω, διότι “επανάσταση” θα σημαίνει επίσης συμβιβασμό ή αιματηρό αγώνα εναντίον όσων θα θελήσουν να επιβάλουν την “επαναστατική” τους εξουσία. Σήμερα, οφείλουμε να είμαστε “συγκρατημένες” φιλοδοξώντας την εξ αποστάσεως. Εξού και η συχνή μου αναφορά στον “μύθο της επανάστασης”. Μόνο αυτός ο μύθος μπορεί να εξαπολύσει καταιγίδες και να κατεδαφίσει αυτοκρατορίες. Μόλις αυτό επιτευχθεί θα ξεκινήσουμε από την αρχή, εκεί έγκειται η θαυμαστή ζωή ενός αναρχικού. Πέραν αυτού υπάρχει μοναχά η κενότητα της παραίτησης, της απάθειας, της ήττας.

Alfredo Cospito

Ιανουάριος 1, 2021, Φυλακές Ferrara

Μετάφραση: Δ.Ο Ragnarok