Το κύκνειο άσμα του Κεν Λόουτς είναι η ανθρωπιστική ταινία που περιμένεις, σίγουρα όχι από τις καλύτερές του, αλλά με καίριο σχόλιο για τον βρετανικό απομονωτισμό και απλούστατη διατύπωση.
Ο Κεν Λόουτς έχει ανακοινώσει ότι το «The Old Oak» είναι η τελευταία του ταινία για το σινεμά. Κι αν αυτό ισχύσει, θα έχει κλείσει τη φιλμογραφία του με μια ταινία που τον αντιπροσωπεύει απόλυτα – έστω κι αν δεν είναι από εκείνες που ξεχωρίζουν στην κινηματογραφική Ιστορία.
Σήμερα, σ’ ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας, κάποτε τόπο ανθρακωρύχων, τώρα παρηκμασμένο και φτωχό, ζει ο Τίτζεϊ, ιδιοκτήτης της τελευταίας παμπ της περιοχής. Το «The Old Oak», η παλιά βελανιδιά, είναι λίγο σαν και τον ίδιο: απαράλλαχτη τις τελευταίες δεκαετίες, αποκούμπι για τους ντόπιους, μισοχαλασμένη, λίγο θλιβερή. Όταν στο χωριό τοποθετούνται πρόσφυγες από τη Συρία, ο Τίτζεϊ γνωρίζει τη νεαρή Γιάρα που έχει αγάπη για τη φωτογραφία και τους ανθρώπους. Στον εφιάλτη του τραμπουκισμού των Σύρων από τους ντόπιους κάθε ηλικίας, η Γιάρα έχει την απάντηση: να διοργανώσουν, μαζί, συσίτιο για Αγγλους και πρόσφυγες, για όποιους έχουν ανάγκη, γιατί το φαγητό είναι η μόνη δραστηριότητα που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να μονιάσουν. Και να το κάνουν, φυσικά, στον πίσω χώρο της παμπ, που μαζί θα ανακαινίσουν. Όμως οι συντοπίτες του Τίτζεϊ δεν βλέπουν αυτή την ιδέα με καλό μάτι.
Μ’ ένα σενάριο γραμμένο και πάλι, φυσικά, παρέα με τον Πολ Λάβερτι, η ταινία υποφέρει από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πρόσφατων φιλμ του Λόουτς. Ένας υπερβολικός μελοδραματισμός, διάλογοι διατυπωμένοι με απλοϊκότητα κι έλλειψη βάθους, ερμηνείες ερασιτεχνικές που αδυνατούν να δώσουν βάρος στους ήρωες, ειδικά από τον Ντέιβ Τέρνερ που ενσαρκώνει τον Τίτζεϊ, τον οποίο έχουμε δει και στο «I, Daniel Blake» και στο «Sorry We Missed You». Η Σύρια Εμπλα Μαρί (πρόταση στον Λόουτς από την Παλαιστίνια σκηνοθέτη Ανμαρί Τζασίρ), έχει ένα πρόσωπο τόσο μαγνητικό που της συγχωρείται κάθε υποκριτική αδεξιότητα.
Ωστόσο, ο Κεν Λόουτς, με μια υπογραφή που αναγκάζει τον (κινηματογραφικό) κόσμο να τον ακούσει, γνωρίζει καλά πώς να θίξει τα επίκαιρα και κατακρίνει, εδώ, με την επαγωγική μέθοδο, την αντιμετώπιση του προσφυγικού από τη Μεγάλη Βρετανία, την αυξημένη ξενοφοβία που εκδηλώθηκε με το Brexit, την απώλεια της ομόνοιας στις μικρές κοινωνίες, τον ρατσισμό. Ήρεμα, τρυφερά, με μια ίσως αδικαιολόγητη, ίσως σκόπιμη απλοϊκότητα και με μια δυνατή φωνή που δεν έχει τίποτα να φοβηθεί.
Την Τετάρτη, 6 Δεκέμβρη 2023, στον Δημοτικό Κήπο Καβάλας, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση-μικροφωνική μνήμης και οργής για τα 15 χρόνια από την δολοφονία του 16χρόνου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, από τους Κορκονέα και Σαραλιώτη. Παρά τις δυσκολίες, λόγω βροχής, η συγκέντρωση πλαισιώθηκε από 70-80 άτομα περίπου, έπειτα από δημόσια καλέσματα του Αυτόνομου Στεκιού Καβάλας και της Αντιφασιστικής – Αντιρατσιστικής Κίνησης Καβάλας. Μοιράστηκαν κείμενα και έγιναν συζητήσεις με ανθρώπους που πέρασαν από τον Κήπο. Με δυνατό παλμό και αποφασιστικότητα από τους/τις συγκεντρωμένους/ες ακολούθησε πορεία στο κέντρο της πόλης, περνώντας μπροστά από την Αστυνομική Διεύθυνση Καβάλας. Φυσικά δεν έλειψε η παρουσία των μπάτσων και των κατατρεγμένων της Κρατικής Ασφάλειας πριν και κατά την διάρκεια της παρουσίας μας στο κέντρο της πόλης.
Όταν οι μπάτσοι σκοτώσουν τα παιδιά σας, τότε θα βγείτε από τα κλουβιά σας.
Κανένας Δεκέμβρης δεν τελείωσε ποτέ. Όλα συνεχίζονται…
Εξέγερση Δεκέμβρης 2008: Μόνος σου θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά
Το ντοκιμαντέρ αυτό το γύρισε η Κλεμ, μία Γαλλίδα συντρόφισσα που έμενε εκείνον τον καιρό στην Αθήνα, στην κατάληψη της Σκαραμαγκά. Δυστυχώς, η Κλεμ έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2013, αφήνοντας την ταινία λίγο πριν από την τελική μορφή που θα ήθελε να της δώσει. Παρόλα αυτά, οι κοντινοί της άνθρωποι σε Ελλάδα και Γαλλία κρίναμε ότι η ταινία μπορεί να προβληθεί ως έχει, και πιστεύουμε ότι έχει ιδιαίτερη αξία, καθότι πρόκειται για πρωτότυπο υλικό που δεν υπάρχει αντίστοιχό του για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, γυρισμένο από και για το κίνημα, το καλοκαίρι του 2010, όταν οι μνήμες της εξέγερσης του Δεκέμβρη ήταν ακόμα πολύ νωπές στο μυαλό και την ψυχή όλων μας. Μετά λοιπόν από αρκετό καιρό ολοκληρώσαμε τον υποτιτλισμό και προσθέσαμε ένα επεξηγηματικό σημείωμα στο τέλος για την Κλεμ και την πορεία αυτής της ταινίας. Ο τίτλος που αποφασίσαμε να δώσουμε στην ταινία είναι το σύνθημα “Μόνος σου θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά”, που ήταν από τις αγαπημένες φράσεις της Κλεμ.
Το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου 2023, αστυνομικός της Ομάδας Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος (ΟΠΚΕ) δολοφονεί εν ψυχρώ τον 17χρόνο Ρομ, Χρήστο Μιχαλόπουλο, μπροστά στον αδελφό του και δύο ακόμα συνεπιβάτες που βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο σε περιοχή της Βοιωτίας. Συγκεκριμένα, ο αστυνομικός έβγαλε το όπλο του από την θήκη και το χρησιμοποίησε για να χτυπήσει το παράθυρο του οδηγού (ενάντια στους κανόνες εμπλοκής, οι οποίοι προβλέπουν μεταξύ άλλων πως πρέπει να κρατηθεί απόσταση ασφαλείας από το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο) έπειτα άνοιξε την πόρτα του οδηγού και τράβηξε με βία τον 17χρόνο έξω από το αυτοκίνητο και τον εκτέλεσε.
Ήδη από τις πρώτες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση της δολοφονίας πραγματοποιήθηκαν πορείες διαμαρτυρίας, συγκεντρώσεις και παρεμβάσεις σε όλη την χώρα. Την Κυριακή 12 Νοεμβρίου, σύντροφοι και συντρόφισσες στην Ξάνθη πραγματοποίησαν με δημόσιο κάλεσμα μικροφωνική συγκέντρωση και έπειτα πορεία γειτονίας και παρέμβαση πέριξ του ΑΤ Ξάνθης με αφορμή την δολοφονία του 17χρόνου Χρήστου. Οι μπάτσοι επιτέθηκαν με μανία στους συγκεντρωμένους προχωρώντας σε 7 προσαγωγές, από τις οποίες οι 2 μετατράπηκαν σε συλλήψεις. Και οι εφτά αφέθηκαν ελεύθεροι με τους δύο να περιμένουν να οριστεί τακτική δικάσιμος. Ένα από τα συλληφθέντα άτομα τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο. Το περιστατικό της 12ης Νοεμβρίου δεν αποτελεί την πρώτη επίθεση των μπάτσων στους συντρόφους / στις συντρόφισσες στην Ξάνθη. Τρία χρόνια πριν και συγκεκριμένα στις 17 Νοέμβρη 2020, οι μπάτσοι κατά τη διάρκεια πορείας για την εξέγερση του πολυτεχνείου επιτέθηκαν στους συντρόφους με απειλές, ξύλο, πρόστιμα και προσαγωγές προφασιζόμενοι λόγους δημόσιας υγείας.
Έχουμε εμπεδώσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εξουσία μέσω της ΕΛ.ΑΣ και της Κρατικής Ασφάλειας: με καταστολή, κατασκευασμένα κατηγορητήρια, παρακολουθήσεις και απειλές είτε προς εμάς είτε προς το προσωπικό και εργασιακό μας περιβάλλον. Για να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή: ΔΕΝ ΣΑΣ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ. Σκοτώνετε ανήλικα παιδιά (Μιχάλης Καλτεζάς – 17/11/85, Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος – 06/12/2008, Νίκος Σαμπάνης – 22/10/2021 Κώστας Φραγκούλης – 13/12/2022, Χρίστος Μιχαλόπουλος – 11/11/2023), τα στέλνετε στα επείγοντα, τα συλλαμβάνετε με ψευδείς κατηγορίες για να καλύψετε την συμμορία σας (16χρονη Αντιφασίστρια) και τα βασανίζετε στα αστυνομικά τμήματα (17χρονος στο Α.Τ Μήλου). Στέλνετε τα ΜΑΤ να δείρουν και να σπάσουν κάθε μορφή διαμαρτυρίας και αντίστασης στο δρόμο και μέσα στα πανεπιστήμια.
Όσα χημικά και να ρίξετε, όσους μπάτσους και να στείλετε η αλληλεγγύη και ο αγώνας ενάντια στον κόσμο της εξουσίας δεν καταστέλλονται. Η αλληλεγγύη δεν είναι απλώς ένα σύνθημα που γράφεται σε τοίχους και φωνάζεται σε πορείες. Αντίθετα είναι ένα δυνατό συναίσθημα για ζωή, για το δίκαιο, για την ελευθερία. Είναι οι σχέσεις και η στήριξη που έχουμε μεταξύ μας, είναι κάτι που κανένας ρουφιάνος ένστολος ή με πολιτικά δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει. Οι τραμπουκισμοί, οι ξυλοδαρμοί, και οι συλλήψεις δεν πρόκειται να μας σταματήσουν από το να ενώνουμε τις φωνές μας με αυτές των από τα κάτω και να παλεύουμε στον δρόμο ενάντια στην κρατική βαρβαρότητα. Η αλληλεγγύη δείχνεται στην πράξη. Ο ένας δίπλα στην άλλη.
ΑΜΕΣΗ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΤΩΝ 2 ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ/ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΩΝ
ΚΑΤΩ ΤΑ ΞΕΡΑ ΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ/ΤΙΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ/ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΕΣ ΜΑΣ
H ταινία που σήμανε το οριστικό φινάλε στο «αστικό σινεμά» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και προφήτευσε τον Μάη του ’68.
Τέλος της ιστορίας. Τέλος του σινεμά.
Αυτό ήταν για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ το «Week-end», μια ταινία πού όχι μόνο σφράγισε το τέλος της πρώτης περιόδου του «αστικού σινεμά» της καριέρας του, αλλά προ οικονόμησε, ένα χρόνο πριν, το ξέσπασμα του Μάη του 68, αυτού του σαρωτικού κινήματος αμφισβήτησης, του οποίου ο Γάλλος σκηνοθέτης υπήρξε ταγός και πρωτοπόρος.
Κι αν υπάρχει μια ταινία στη φιλμογραφία του, η οποία είναι όντως η αλήθεια σε 24 πλάνα το δευτερόλεπτο και το ψέμα σε κάθε λήψη, αυτή δεν είναι άλλη από το «Week-end», όπου τα πάντα και οι πάντες μοιάζουν να βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους: ο σκηνοθέτης με το θέμα του, τους ηθοποιούς του και τους θεατές, ο ήχος με την εικόνα, το σημείο με το σημαινόμενο, το σινεμά ως αναπαραστατική απεικόνιση της αλήθειας με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο πόλεμος αυτός ξεκινά ήδη από τον τίτλο. Το Week-end, συμβολικό τέλος της εργάσιμης εβδομάδας και χρόνος ανάπαυσης, δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα του καπιταλιστικού τρόπου οικονομικής οργάνωσης και του καταμερισμού της εργασίας, μία φαινομενική κατάκτηση των εργαζομένων, αλλά ουσιαστικά αναπόσπαστο τμήμα της ορθολογικοποίησης της παραγωγής, όπως την εμπνεύστηκε ο Χένρι Φορντ. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η χρονική περίοδος στην οποία ο Γκοντάρ, τοποθετεί το ταξίδι του πρωταγωνιστικού του ζεύγους, του Ρολάν και της Κορίν, ενός ανδρόγυνου εύπορων μεσοαστών, οι οποίοι ενώ ήδη από τα πρώτα πλάνα της ταινίας μηχανορραφούν ο ένας το χαμό του άλλου, αποφασίζουν από κοινού να ταξιδέψουν μαζί στη γαλλική επαρχία προκειμένου να εξασφαλίσουν την κληρονομιά του ετοιμοθάνατου πατέρα της Κορίν, καταφεύγοντας ακόμα και στο φόνο της μητέρας της, αν αυτό χρειαστεί.
Το ταξίδι αυτό φυσικά (κι αναμενόμενα, σε ταινία του Γκοντάρ βρισκόμαστε) θα λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μετά από ένα μποτιλιάρισμα και ένα από τα διασημότερα τράβελινγκ στην ιστορία του σινεμά, μια πένθιμη πομπή για το τέλος της αστικής τάξης, την οποία ο ίδιος ο Γκοντάρ υπονομεύει με τη συνεχή χρήση μεσότιτλων, το ζευγάρι θα συναντήσει στην διάρκεια αυτού του Σαββατοκύριακου, που μόνο 48 ώρες δεν διαρκεί, πτώματα, κατεστραμμένα αυτοκίνητα, επαναστάτες, κακοποιούς, ιστορικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες περασμένων αιώνων, ακόμα και το ίδιο το κινηματογραφικό συνεργείο που τους ακολουθεί. Η ατέρμονη περιήγηση σε ένα κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό τοπίο που μοιάζει να αντικατοπτρίζει τη σήψη και το τέλμα όλων των χαρακτήρων που έχουν περάσει από την ταινία θα καταλήξει στο πατρικό της Κορίν και στο φόνο, τότε όμως είναι που οι δύο πρωταγωνιστές θα πέσουν στα χέρια μιας ομάδας κανίβαλων τρομοκρατών που αρέσκονται στο να απαγγέλουν χωρία από τα Άσματα του Μαλντορόρ και να μιλούν συνθηματικά μεταξύ τους με τίτλους από ταινίες.
Σε μια εποχή αναβρασμού και άρνησης των δομών και των παγιωμένων αντιλήψεων της καθεστηκυίας τάξης, με τον Ρολάν Μπαρτ να διακηρύσσει το θάνατο του δημιουργού και τη γέννηση του αναγνώστη και τον Ζακ Λακάν να επανατοποθετεί το ασυνείδητο (και την αδυναμία της γλώσσας να το εκφράσει) στο επίκεντρο του ψυχαναλυτικού προβληματισμού, ο Γκοντάρ βλέπει το τέλος του Δυτικού πολιτισμού και το τέλος του σινεμά ως μια κατάμαυρη σάτιρα, όπου κανείς δε γελάει γιατί αδυνατεί να κατανοήσει το αστείο, αποχαυνωμένος μέσα στις αφηγηματικές συμβάσεις ενός κινηματογράφου που έχουν ευνουχίσει την κριτική σκέψη του θεατή.
Η ειρωνεία είναι από την αρχή σαφής και πολυεπίπεδη. Το Week-end είναι μια ταινία που «βρίσκεται σε μια χωματερή», «ανεμοδαρμένη στο σύμπαν», όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης σπεύδει να μας προϊδεάσει σε δύο από τους μεσότιτλους, οι οποίοι κάνουν διαρκώς την εμφάνισή τους υπονομεύοντας όχι μόνο τη ροή, αλλά και την ίδια την αξιοπιστία των όσων συμβαίνουν στην οθόνη, αποπροσανατολίζοντας και σπαζοκεφαλιάζοντας το θεατή, που βγαίνει από το λήθαργο της παθητικής πρόσληψης και προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το σημειολογικό βομβαρδισμό που δέχεται.
Τίποτα δε μένει όρθιο στην επίθεση του Γκοντάρ. Ο γάμος και η αγία οικογένεια αποδομούνται από την αρχή κιόλας με το κάθε άλλο παρά μονογαμικό ζευγάρι να δολοπλοκεί αμφοτέρωθεν και να εποφθαλμιά μία κληρονομιά, η οποία είναι τελικά ο μοναδικός συνδετικός κρίκος. Η λογοτεχνία δια μέσου της ίδιας της Εμιλι Μπροντέ ρίχνεται κυριολεκτικά στην πυρά ως άλλος ένας μηχανισμός εφησυχασμού της αστικής τάξης. Ο διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση λοιδορούνται από την δημαγωγική παρουσία του συνεργάτη του Ροβεσπιέρου Σεντ Ζιστ. Η σύγχρονη μουσική είναι «πιθανότητα η μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία του πολιτισμού». Ο καταναλωτισμός γίνεται η νέα θρησκεία και τα κατ’ εξοχήν σύμβολά του, τα αυτοκίνητα, είναι οι νέοι ναοί, όπου δοξολογείται η ευμάρεια, καταλήγουν όμως φλεγόμενα σαράβαλα σε κάθε γωνιά των επαρχιακών δρόμων, οι οποίοι δεν ενώνουν πλέον μέρη, ούτε ιδέες, όπως έκαναν κάποτε, αλλά δικτυώνουν την εντροπική παθογένεια.
Οι αναφορές του Γκοντάρ είναι ανεξάντλητες: Ο Ζορζ Μπατάιγ και Η «Ιστορία του Ματιού», ο Λιούις Κάρολ και «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ο Λουί Μπουνιουέλ και ο «Εξολοθρευτής Αγγελος», ο Φρίντριχ Ενγκελς και «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», ο Μότσαρτ, ο Μπέργκμαν, ο Μπρεχτ και ο Χομπς είναι μερικές μόνο από τις κρυφές ή φανερές, αλλά σίγουρα αντιφατικές κι ετερόκλητες συνιστώσες ενός έργου πολύσημου, αναρχικού και ταυτόχρονα άψογα δομημένου, το οποίο αποδομεί στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό, όχι μόνο μέσω της κατακερματισμένης αφήγησης και της αποστασιοποίησης, αλλά τοποθετώντας τους ίδιους τους ηθοποιούς να αναφωνούν στα μισά κιόλας ότι «πρωταγωνιστούν σε μια σάπια ταινία, γεμάτη τρελούς ανθρώπους».
Αυτός είναι ένας μόνο από τους πολλούς αφορισμούς που ακούγονται στην ταινία, με τους οποίους ο Γκοντάρ πάντα αρεσκόταν να κλείνει το μάτι και να βγάζει τη γλώσσα στην τέχνη που σε όλη του την καριέρα προσπάθησε να υπηρετήσει διαλύοντάς την στα εξ ων συνετέθη. Η ιστορία αλλά και η φιλμογραφία του σκηνοθέτη απέδειξαν τελικά ότι η επανάσταση απέτυχε και το μόνο που έμεινε είναι ο ίδιος κυνισμός με τον οποίο η πρωταγωνίστρια Μιρέιγ Νταρκ μασουλά τα εντόσθια του συζύγου της, αφήνοντας κάτι περισσότερο για μετά.
Ίσως τελικά το «Week-end» να μην είναι τίποτα περισσότερο από αυτό.
ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΕ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ. ΑΡΚΕΤΑ ΑΤΟΜΑ ΠΛΑΙΣΙΩΣΑΝ ΤΟ ΜΠΛΟΚ ΤΩΝ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΩΝ/ΣΤΡΙΩΝ. ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΝ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΑ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΑΜΕΣΑ ΑΤΟΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΠΛΟΚ ΤΟΥΣ ΑΠΩΘΗΣΑΝ. Ο ΠΑΛΜΟΣ ΗΤΑΝ ΔΥΝΑΤΟΣ, ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑ! ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΑΝ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΣΧΕΔΟΝ ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ! ΕΚΑΝΑΝ ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΔΥΝΑΜΗΣ! ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ, ΠΑΡΕΜΕΙΝΑΝ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ.
Ο σκηνοθέτης του «Μικρού Νησιού» επιστρέφει μ’ ένα αγωνιώδες, κλειστοφοβικό και βίαιο πολιτικό θρίλερ, βασισμένο στην αληθινή απόδραση από τις φυλακές της Βαρκελώνης – δύο χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος του Φράνκο. Τόσο έντονο που μένει χαραγμένο στο νου για ώρες αφού έχει τελειώσει.
Λίγο μετά την κατάρρευση της δικτατορίας του Φράνκο στην Ισπανία και τη μετάβασή της προς δημοκρατία, ο Μανουέλ (Μιγκέλ Χεράν – ο «Ρίο» στην «Τέλεια Ληστεία») φυλακίζεται αδίκως για υποκλοπή χρημάτων που δανείστηκε από την εργασία του. Εκεί, ο φανταστικός αυτός χαρακτήρας ανακαλύπτει τις πολύ αληθινές άθλιες και φασιστικές πτυχές της φυλακής, όπου είναι ακόμα φυλακισμένοι «ανεπιθύμητοι» του τέως φασιστικού καθεστώτος, θα εμπλακεί σε ένα αληθινό επαναστατικό κίνημα φυλακισμένων και τελικά θα συμμετάσχει σε μια από τις μεγαλύτερες μαζικές αποδράσεις φυλακισμένων στην ιστορία, όπου πάνω από 175 φυλακισμένοι του καθεστώτος απέδρασαν από τις φυλακές τους όταν δεν τους χορηγήθηκε η αμνηστία που δικαιούνταν από το νέο δημοκρατικό καθεστώς.
Με την εισαγωγή ενός απλού, καθημερινού ανθρώπου σαν τον Μανουέλ, η ταινία μας εισάγει μ’ έναν εύπεπτο τρόπο στον κόσμο της φυλακής και τους κανόνες της, που θυμίζει την ταινία «Τελευταία Εξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ». Ωστόσο, σε αντίθεση με την ταινία του Φρανκ Ντάραμποντ, που είναι μια οπτιμιστική, αν και σκληρή, ταινία, ένας αέρας τρόμου και πεσιμισμού διακατέχει εξολοκλήρου την «Απόδραση». Η βία, από φυλακισμένους και φρουρούς, μπορεί να ξεσπάσει σε οποιαδήποτε στιγμή, με πολύ άσχημο τρόπο. Οι υποκινητές της παρουσιάζονται περισσότερο ως μια απρόσωπη δύναμη, με την οποία είναι πρακτικά αδύνατο για τον πρωταγωνιστή να διαπραγματευτεί, ξεκάθαρος παραλληλισμός του φαντάσματος του φασισμού, το οποίο ζει και βασιλεύει ακόμα τόσο στον κόσμο της φυλακής όσο και εκτός της.
Σε συνδυασμό με την παγερή αδιαφορία των φρουρών ή και την άμεση συμμετοχή τους ακόμα, και τη σκοτεινή, κλειστοφοβική φωτογραφία σε φιλμ που σπάνια απομακρύνεται από τη φυλακή, η ταινία τού έτσι κι αλλιώς διαρκώς υποσχόμενου Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ του υπέροχου ”Μικρού Νησιού” δημιουργεί έναν αφιλόξενο κόσμο που, ταυτόχρονα, σε βυθίζει μέσα του, δοκιμάζοντας την υπομονή και αντοχή του θεατή στο πόσο μπορούν να βασανιστούν και να ανταπεξέλθουν οι χαρακτήρες.
Οι χαρακτήρες, κυρίως από την πλευρά των κρατουμένων, είναι ανεπτυγμένοι όσο τους αξίζει. Ο θεατής τους ακολουθεί με ενδιαφέρον στις πλεκτάνες τους και ταυτίζεται με τα συναισθήματά τους, ακόμη και μετά από τη διαπίστωση ότι μιλάμε για φανταστικούς χαρακτήρες που προφανώς βασίζονται σε πραγματικές ιστορίες. Έχοντας στο νου κατά πόσο ελάχιστα μπορεί να παρέχονται για τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της απόδρασης στην πραγματική ζωή (τα φασιστικά καθεστώτα δεν φημίζονται για την ακριβή καταγραφή των φυλακισμένων τους), βλέπει κανείς γιατί πήραν τον δρόμο της μυθοπλασίας.
Οι σκηνές στο Σωματείο Αμνηστίας Κρατουμένων (το επαναστατικό κίνημα) και των επαναστατικών και διαπραγματευτικών δράσεων του είναι ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες. Με ξεκάθαρη στήριξη στο κίνημα, προσφέρουν ένα παράθυρο σε μια ξεχασμένη πτυχή της ευρωπαϊκής ιστορίας, και μας παρέχουν αρκετές πληροφορίες ώστε να νιώθουν οι θεατές τον πόνο και την αγανάκτηση των μελών τους, και να συμπάσχουν μαζί τους στις περιπέτειές τους.
Ωστόσο, ο πρωταγωνιστής είναι -ίσως σκόπιμα- αρκετά λιγότερο ανεπτυγμένος από τους περιφερειακούς χαρακτήρες, με αποτέλεσμα να υπάρχει το αίσθημα ότι κατευθύνεται από την ιστορία, παρά ο ίδιος να την κατευθύνει. Με τις δοκιμασίες, όμως, που περνάει, σταδιακά αποκτάει την αυτονομία να καταστρώσει την επώνυμη απόδραση, η οποία είναι αρκετά εντυπωσιακή. Είναι ένα σημείο φωτός στην συνεχώς σκοτεινή εμπειρία μιας ταινίας που αποτελεί ένα βαρύ αλλά σημαντικό πολιτικό έργο, που αξιοποιεί κάθε δυνατό μέσο να φωτίσει αυτήν την άγνωστη ιστορική πτυχή. Αν και θα δοκιμάσει πολλούς θεατές, το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να την ξεχάσουν τώρα σύντομα, και θα τους θυμίσει – πόσο σημαντικό σήμερα – το κατά πόσο ο φασισμός όντως μπορεί να εξαλειφθεί.
Κυριακή 5/11 μέλη της συνέλευσης του αυτόνομου στεκιού Καβάλας μαζί με κόσμο περιφερειακό που το πλαισιώνει, συμμετείχαμε στην αντιπολεμική πορεία που διοργάνωσαν οι φοιτητικοί σύλλογοι και τα εργατικά σωματεία. Κοινός το ΚΚΕ. Ακούστηκαν αντιπολεμικά συνθήματα ενώ μοιράστηκε και το σχετικό κείμενο
“ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ ΛΑΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ”.
From the ashes of Evros, central Greece and Rhodes to the mud of the valley.
Last summer, we experienced the destructive fires and floods of the political choices of the New Democracy government, with thousands of acres of land and lifelong struggles getting lost within the mud and the ashes. Political choices that led to the death of dozens of refugees and local citizens and thousands of animals that were found dead, burnt or drowned waiting for the 112 of the eviction of their souls.
The free social spaces and squats, the only barricade against the insufficiency of the state mechanisms.
The general antagonistic movement and the self-organized spaces build the defence of the people against the destruction, the inexistence and the neglectfulness of the state. Solidarity networks are established and groups of action dive into the fires and floods. Squats and self-organized spaces function as centers of coordination, setting up cooking places and organizing the fulfillment of the immediate needs of the afflicted.
Resistance against barbarity.
The state mechanism, in an effort to disorient the common consensus from its responsibilities, puts the blame on the afflicted while hitting the squats with the aid of the deep state.
Uprising now and always.
While we are drowning on mud, while we are fighting the fires, the state does not waste any opportunity to attack self-organized structures. Self-organization is the way of society we desire, of the elimination of oppresion and the exploitation of humans on other humans, animals and the environment. Our lives are constantly in danger of being lost in the fires and floods, in the trains and ships, at the borders and by the uniformed murderers and the useless government funded people within our villages and our cities. By defending the squats, we defend the movement against the rotten world of authority.
By defending the squats, we defend the movement against the rotten world of authority.
Solidarity with all those stuggling within or outside the walls against the system that gives birth and upbrings poverty, fascism, war and death.
ΠΕΡΙΠΟΥ 80 ΑΤΟΜΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΓΙΑ ΤΑ 10 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΦΥΣΣΑ. Η ΠΟΡΕΙΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ, ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3. ΜΙΚΡΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ, ΠΡΑΓΜΑ ΣΠΑΝΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ. Η ΠΟΡΕΙΑ ΕΙΧΕ ΔΥΝΑΤΟ ΠΑΛΜΟ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΤΗΚΑΝ ΑΡΚΕΤΑ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ, ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΦΥΣΣΑ ΚΑΙ ΖΑΚ/ZACKIE!