Ο Νικολό Μακιαβέλι στο βιβλίο του Ηγεμόνας υποστήριζε ότι όποιος γίνει αφέντης μιας πόλης, που είναι συνηθισμένη να ζει ελεύθερη και δεν την καταστρέφει πρέπει να περιμένει ότι θα τον καταστρέψει αυτή, θεωρώντας ότι πάντοτε η πόλη επικαλείται, σε περίπτωση εξέγερσης, το όνομα της ελευθερίας και τους παλιούς δικούς της θεσμούς, που δεν λησμονούνται ούτε με ευεργετήματα ούτε με την πάροδο του χρόνου. Καταλήγει δε στο εξής συμπέρασμα: «ό,τι και να κάνεις ή προνοήσεις, εάν δεν διχαστούν ή δεν σκορπιστούν οι κάτοικοι, δεν ξεχνούν ούτε αυτό το όνομα ούτε εκείνους τους θεσμούς και σε κάθε ευκαιρία θα προστρέχουν αμέσως σ’ αυτά».
Ο Μακιαβέλι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν εννοεί κατ’ ανάγκη την ισοπέδωση μιας πόλης, που έχει κατακτηθεί, αλλά την αλλαγή θεσμών και γενικά του καθεστώτος, πολιτειακού και ιδιοκτησιακού. Συμβούλευε, όμως, και κάτι ακόμα τους ηγεμόνες, διακρίνοντας τις ωμότητες τις οποίες (αναγκαίως) διαπράττουν ανάλογα με την «καλή» ή την «κακή» τους χρήση. Τους προέτρεπε, λοιπόν, να διαπράττουν όσες ωμότητες αποφάσιζαν, ότι τους διασφαλίζουν, όλες μαζί και στην αρχή της ηγεμονίας τους, ενώ τα ευεργετήματα πίστευε ότι οφείλουν οι ηγεμόνες να τα παραχωρούν λίγα λίγα για να διαρκεί περισσότερο η γεύση τους.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία, κεφάλαιο, Οι φιλόσοφοι και η ισχύς) σημείωνε, επίσης, ότι «καμιά πολιτική κοινότητα δεν μπορεί να επιβιώσει επί πολύ αν στους κόλπους της ασκείται καθημερινά βία σε μεγάλη έκταση, αν δηλαδή μαίνεται ένας διαρκής εμφύλιος πόλεμος –όμως ούτε και μπορεί να υπάρξει χωρίς τη διαρκή απειλή χρήσεως βίας, χωρίς μια εσωτερική οργάνωση κι έναν καταμερισμό εργασίας που της επιτρέπουν να πραγματώσει άμεσα την απειλή χρήσεως βίας. Ανεπτυγμένοι πολιτισμοί δίχως θεσμισμένη χρήση βίας δεν υπήρξαν ποτέ μέχρι σήμερα, κι αυτό βέβαια δεν μπορεί ν’ αποτελεί σύμπτωση. Η διαρκής απειλή χρήσεως βίας είναι φυσικά δυνατόν να ερείδεται σε ευρύτατη κοινωνική «σύμπνοια» κι επομένως να συνιστά ισχύ [….]».
Δεν θεωρούμε, βέβαια, ότι τα παραπάνω εφαρμόζονται πιστά από τους εξουσιαστές σε κάθε περίπτωση, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη οι ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνικού χώρου. Ούτε βέβαια ότι αποκρυπτογραφούν τις μεθόδους και τις αιτίες των δεινών της «κρίσης», που τοποθέτησε «ξαφνικά» τον ελλαδικό πληθυσμό στην θέση του «κατακτημένου» μέσω των μνημονίων και του «απεχθούς χρέους» ή ακόμη ότι περιγράφουν τις συνολικότερες προθέσεις των «κατακτητών».
Εάν είχαμε αυτή την πεποίθηση, θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε, εκτός των άλλων, είτε μια προηγούμενη «αυτόνομη» ή «ανεξάρτητη» κατάσταση ενός κρατιδίου, είτε λόγου χάρη ότι οι επαχθεστέροι όροι επιβολής της κυριαρχίας αποτελούν απαρχή και όχι συνέχεια της προηγούμενης κατασκευασμένης συνθήκης «ευμάρειας».
Γιατί τα δεσμά παραμένουν δεσμά. Είτε χαλαρώνουν είτε σφίγγουν ολοένα και περισσότερο. Είτε είναι ορατά είτε δυσδιάκριτα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εξαρτήσεις και μάλιστα σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό. Εξαρτήσεις, που όχι μόνο αποτελούν πραγματικότητα, αλλά συνεχώς μεγαλώνουν όσο οι εξαρτώμενοι τρέφονται από αυταπάτες, «νέες» ή «παλαιές», από ψεύτικες ελπίδες, «μικρές» ή «μεγάλες».
Έχουμε ήδη ασχοληθεί διεξοδικά με την λεγόμενη κρίση, την (επανα)διαπραγμάτευση των όρων «ξεπεράσματος» της, που επαγγέλλεται ο γαλαξίας των «αντιπολιτευόμενων» αντι-μνημονιακών δυνάμεων, –που επίσης εντάσσεται στην διαδικασία της επονομαζόμενης ολοκλήρωσης της Ε.Ε.– και δεν έχουμε σκοπό τουλάχιστον στο παρόν κείμενο να επιχειρηματολογήσουμε εκ νέου για αυτά τα ζητήματα.
Ας κάνουμε, όμως, προτού προχωρήσουμε μια υπενθύμιση.
Όταν επιμέρους «σημεία» του πλανητικού χωριού επανεντάσσονται σε μια διαδικασία της επονομαζόμενης παγκοσμιοποίησης, οι επί μέρους «καθυστερήσεις», όχι απλά δεν είναι ανεκτές από τους κυρίαρχους, αλλά αντίθετα αποτελούν έναν επί πλέον λόγο επίσπευσης της κατάλληλης «επέμβασης». Τα αίτια της βιαιότητας, που χαρακτηρίζουν αυτήν την επανένταξη ή οι ραγδαίοι ρυθμοί της μεταβολής, δεν πρέπει να αναζητηθούν μόνο σ’ αυτήν καθ’ εαυτή την «καθυστέρηση», αλλά στην βεβαιότητα των κυριάρχων ότι λόγω του σφοδρού ανταγωνισμού στο εσωτερικό τους, οποιαδήποτε ολιγωρία θα φέρει τους «συμπαίκτες» σε ευνοϊκότερη θέση.
Ενδοιασμοί εκ μέρους τους δεν υπάρχουν και αυτό είναι γνωστό. «Φίλοι» και «σύμμαχοι» εν μια νυκτί χαρακτηρίζονται «αιμοσταγείς δικτάτορες» και εξοντώνονται, πραξικοπήματα εμφανίζονται ως λαϊκές εξεγέρσεις για να επιβληθούν νέα πραξικοπήματα, πληθυσμοί ολόκληροι βυθίζονται «ξαφνικά» και από το «πουθενά» σε εμφύλιες «τοπικές» συρράξεις (στις οποίες οι «Μεγάλοι» είναι μέχρι το λαιμό χωμένοι), στο χάος και στην εξαθλίωση και μάλιστα στο όνομα της αναζήτησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των αξιών της δια»φωτισμένης» δύσης.
Αλλά ας γυρίσουμε στα «δικά» μας για να σταθούμε σε ορισμένα ζητήματα «τεχνικής», όσον αφορά την αντιμετώπιση της «κρίσης» που επαγγέλλονται οι εξουσιαστές.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι, που έχουν ασχοληθεί και αναλύσει, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες και διαφορετικές απόψεις του ο καθένας, τον «πόλεμο στην διαφθορά», που διεξάγεται στην προσπάθεια «εξυγίανσης» και «σωτηρίας τού τόπου» από τις «παθογένειες» του πολιτικού κατεστημένου.
Άλλοι τόσοι έχουν με επιμέλεια, ο καθείς από την σκοπιά του είναι αλήθεια, καταγράψει την «σκλήρυνση» των μέτρων που επιβάλλονται (φορολογικά, αστυνομικά κοκ) από τους τωρινούς διαχειριστές των εξουσιαστικών υποθέσεων, τις «νέες» απαγορεύσεις που αναγγέλλονται ή ήδη έχουν θεσπιστεί (απαγορεύσεις πορειών με αφορμή την ανάληψη της ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε., κομμάτων, ποινικοποίηση του φρονήματος κ.ο.κ.).
Συνδέονται κατά κάποιον τρόπο αυτές οι δύο «υποθέσεις»; Όχι μόνο απλά συνδέονται, αλλά είναι στενά αλληλοεξαρτώμενες καταστάσεις. Αλλά ας δούμε με ποιον τρόπο.
«Μια αδιάφθορη εξουσία», υποστηρίζει ο Γκασπάρ Κένινγκ (γάλλος πανεπιστημιακός, υφηγητής φιλοσοφίας, «Οι διακριτικές αρετές της διαφθοράς» εκδ. Grasset), «είναι κενή περιεχομένου, αναποτελεσματική και αποκομμένη από τον κόσμο. Οι αδιάφθορες εξουσίες, αν υπάρχουν, δεν έχουν καμία τύχη επιβίωσης γιατί αδυνατούν να ανοιχτούν στους άλλους, να συνθέσουν με τις διάφορες επιρροές, να δημιουργήσουν δίκτυα και να προχωρήσουν σε μικρές ή μεγάλες συναλλαγές… Ένας πλήρως αδιάφθορος πολιτικός –αν υπάρχει αυτό το είδος– δεν μπορεί παρά να είναι αδέξιος, χωρίς στηρίγματα και αδύναμος μπροστά σε εξελίξεις που απαιτούν υψηλά επίπεδα εξωστρέφειας και διαπραγματευτικής ικανότητος… Και ας μην νομιστεί ότι η διαφθορά είναι το αποκλειστικό προνόμιο των ελίτ. Αντιθέτως, κατακλύζει την καθημερινότητά μας από την στιγμή που διαθέτουμε ελάχιστη εξουσία ή μία έστω και μηδαμινή αρμοδιότητα στην δημόσια ιεραρχία… Η εξουσία διαφθείρει όχι λόγω του εύθραυστου της ανθρώπινης υπάρξεως, αλλά λόγω της φύσεώς της…».
Δεν καθαρίζεται, λοιπόν, αυτήν την περίοδο από κανενός είδους «αδιάφθορους» η «κόπρος» του Αυγείου, όσο θέαμα και αν παρουσιάζει η επιχείρηση «καθαρά χέρια» αλά ελληνικά. Η «διαφθορά» ήταν και παραμένει κινητήρια δύναμη για την εξουσία, συμμετείχε στην αναπαραγωγή των εξουσιαστικών σχέσεων, δυνάμωνε την εξάρτηση και τον κοινωνικό έλεγχο εν γνώσει, με την συνενοχή και την συναίνεση ολόκληρης της μεταπολιτευτικής «παλιοπαρέας» αριστερών και δεξιών. Και τότε τι συμβαίνει; Η «αποκάλυψη» των «σκανδάλων», ο αντίκτυπος τους σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο είναι παντελώς ελεγχόμενος, όπως επανειλημμένα έχουμε εξηγήσει. Αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν τον ρυθμιστικό παράγοντα για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε εξουσιαστικά συμφέροντα και άγριους –είναι αλήθεια– ανταγωνισμούς, αλλά και δικλείδα αποσυμπίεσης της κοινωνικής οργής. Αλλά και κάτι ακόμα. Η «σκληρή τιμωρία» ορισμένων ή περισσότερων «διεφθαρμένων» έρχεται να δομήσει εκτός των άλλων τη «νέα» πολιτική τάξη, που εγκαθιδρύεται αργά αλλά σταθερά και αφού πρώτα «καταπιεί», όπως λένε κάμποσες κυβερνήσεις, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους «από κάτω»: «η ανομία τέλος, οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται». Η ησυχία, η τάξη και η ασφάλεια έρχεται να επιβληθεί ως δήθεν κοινωνικό πρόταγμα, αφού η οποιαδήποτε αντίρρηση στην «αναγκαία για τον τόπο πολιτική και κοινωνική σταθερότητα» βαπτίζεται ύποπτη και προερχόμενη από «σκοτεινούς αποσταθεροποιητικούς κύκλους, που εδράζονται εντός και εκτός της χώρας».
Ευκαιρίες υπάρχουν πολλές, αλλά ορισμένες δράττονται ως ιδανικές, όπως αυτή που δόθηκε με την μη επιστροφή από άδεια του Χ. Ξηρού και το ανεκδιήγητο «διάγγελμα» που δημοσιοποιήθηκε ακολούθως, αλλά και η προβολή μιας εκφυλισμένης εικόνας «σκληρών» επαναστατών μέσα και έξω από τις φυλακές.
Η κοινωνική πειθάρχηση, λοιπόν, θεωρείται προαπαιτούμενο και οι απαγορεύσεις κινούνται με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης των «νέων» σχέσεων εξουσίας, σε ένα «νέο» αστυακό περιβάλλον, που έχει ήδη σχεδιαστεί και διαφημιστεί δεόντως για να καλύψει, όχι απλά την «απαιτούμενη» ανάπλαση του «παρακμιακού» κέντρου της πρωτεύουσας, αλλά του «νέου» πολίτη και της «νέας» καθαγιασμένης εξουσίας.
Είναι έτοιμοι, έχουν δέσει τον γάιδαρο τους και πλέον επαναπαύονται; Όχι βέβαια. Ανησυχούν και πολύ μάλιστα για κάποια «στραβή», ιδιαίτερα τους επόμενους μήνες κατά τους οποίους οφείλουν να εξασφαλίσουν το αίσιο πέρας ορισμένων διαχειριστικών τους κινήσεων.
Όσο για την εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου σύμπνοιας μεταξύ των «ανταγωνιζόμενων» για την εξουσία μερίδων, μόνο συγχαρητήρια μπορεί να απονείμει κανείς στους δικαιούχους και δεν είναι λίγοι αυτοί και εκλεκτοί…
Ποιον να πρωτοθαυμάσουμε; Τους ολοένα και περισσότερο επιδεικνύοντες σωφροσύνη υπαλλήλους του συστήματος, συγνώμη του Συ.ρι.ζα., που ρίχνουν μαύρο δάκρυ για την απουσία μιας ηγετικής αστικής τάξης και σπεύδουν να δηλώσουν την κατάλληλη, όπως θεωρούν για τον «τόπο» υποψηφιότητά τους στην διαχείριση των «μνημονιακών» υποθέσεων και μοιάζουν με εκείνη την μαϊμού που όσο ανεβαίνει τόσο περισσότερο της φαίνεται ο κώλος;
Τους «μπες-βγες» στην μνημονιακή διαχείριση, εκείνους της ΔΗΜΑΡ με κεφαλή τον «υπεύθυνο» Κουβέλη;
Τα απομεινάρια του «τιμημένου» ΚΚΕ του οποίου ηγείται αυτός ο Κουτσούμπας, που κάθε λίγο τον βλέπει κανείς με υψωμένη την γροθιά και νομίζει ότι έχει ξεκινήσει η εργατική επέλαση προς το Μέγαρο Μαξίμου, ενώ στην πραγματικότητα το κόμμα του «λαού» πνέει τα λοίσθια προφανώς λόγω της μεγάλης του …αγωνιστικότητας και της πολύχρονης «αντισυναινετικής» του στάσης; Ή μήπως τους διωκόμενους «αντισυστημικούς» της Χ.Α. που έσπρωχναν και σπρώχνουν «αντισυστημικά» φανερά ή μη, μηχανισμοί της αστυνομίας, των ΜΜΕ, του στρατού και της εκκλησίας αλλά και μερίδας σεβαστών επιχειρηματιών;
Το έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα. Οι αγωνιστικές «βεβαιότητες» του παρελθόντος δεν αποτελούν εδώ και καιρό παρά το σαθρό έδαφος που εξακολουθούν να διαβαίνουν με έκδηλη νωθρότητα ακόμα και εκείνοι οι θιασώτες της πολιτικής και του κινήματος. Την ίδια στιγμή τα αντιφασιστικά ιδεώδη του κινήματος, όχι μόνο αδυνατούν να διακριθούν από εκείνα των δημοκρατών διωκτών, που στοχεύουν στην κάθαρση του πολιτικού συστήματος και στην εμπέδωση της πολιτικής συνεννόησης, αλλά μοιάζουν σαν τους «άβουλους» (;) ακολουθητές τους.
Η πολιτική «τράπουλα» μοιάζει να μοιράζεται «δίκαια» παρ’ ότι όλοι γνωρίζουν ότι είναι «σημαδεμένη». Χρειαζόμαστε, λοιπόν, λέξεις ή αυτιά, ερωτήματα ή απαντήσεις, υπομονή ή ορμητικότητα, ενθάρρυνση ή αυτοσυγκράτηση, να γκρεμίσουμε ή να χτίσουμε με καρτερικότητα «κοιτώντας την εποχή μας με τα μάτια μιας μελλοντικής εποχής»;
…το αμύγδαλο του κόσμου είναι βαθιά κρυμμένο και παραμένει αδάγκωτο …το αμύγδαλο του κόσμου είναι πικρό και δεν γίνεται ναν το βρεις παρεχτός αν κοιμηθείς μισός έξω από τον ύπνο… (Οδυσσέας Ελύτης)Συσπείρωση Αναρχικών