Αρχαία Ελληνική Τραγωδία και τραγικό πρόσωπο

Το τραγικό πρόσωπο:

Γνώση-γλώσσα-σκέψη

  • 1

Η αρχαία ελληνική τραγωδία είναι αποκαλυπτική του πολυδιάστατα τραγικού Είναι της ανθρώπινης ύπαρξης και κατ’ αυτόν τον ορίζοντα αναδεικνύει τον τραγικό χαρακτήρα της γνώσης. Υπάρχει και μη τραγική γνώση; Η αληθής γνώση του ανθρώπου, αυτή που μετασχηματίζει τη συνείδησή του –από ακατέργαστη, άξεστη σε φιλοσοφική συνείδηση, κατά Hegel– μπορεί να είναι μόνο τραγική. Οποιαδήποτε άλλη μορφή γνώσης είναι ένα είδος εκτεχνικευμένης συμφωνίας ανάμεσα στη φαντασιακή οντογένεση ενός αντικειμένου και στην παραστασιακή του απεικόνιση. Η γνώση είναι τραγική, καθώς συνιστά κατ’ εξοχήν οντολογικό και όχι απλώς γνωσιοθεωρητικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης: μηδενίζει ή διαυγάζει αναλόγως την ανθρώπινη δημιουργία. Είναι η έσχατη γνώση των ορίων της εν λόγω ύπαρξης και ως τέτοια  καθιστά τη συνείδηση ικανή να αντιμετωπίζει εκάστοτε τις αδιάλειπτες συγκρούσεις ασύμπτωτων οντολογικών διαβαθμίσεων.  Τα μεγάλα επιτεύγματα της τραγικής ποίησης των αρχαίων Ελλήνων ήταν ακριβώς συμπαντικά σύνολα τραγικής γνώσης, γιατί πραγματεύονταν τραγικά θέματα της ζωής που στις ψυχές των θεατών δημιουργούσαν φόβο και οίκτο για τους ήρωες, ηχούσαν ως τραγωδία αυτής τούτης της ζωής· αλλά ως μια τραγωδία με αίσιο τέλος. Πρόκειται για μια τραγωδία της ζωής, που πηγάζει από αυτό τούτο το μυστήριο του χρόνου και της ιστορίας: υπό τη μορφή του χρόνου διεκτείνονται οι πολλαπλές συγκρούσεις των αντινομικών στοιχείων, που συνθέτουν την ιστορικότητα του ανθρώπου ως προσώπου.

 

  • 2

Στο νεοελληνικό status της παρούσας τραγωδίας της ζωής, την ως άνω ιστορικότητα τέμνει εγκαρσίως και καθέτως η παράνοια και η ειδεχθής ωμότητα της φεουδαρχικο-καθεστωτικής «αριστεράς». Οι πρωταγωνιστές/τα πρόσωπα της καλπάζουσας τραγωδίας δεν είναι ούτε ήρωες –ενεργά σύμβολα του Αισχύλου και του Σοφοκλή– ούτε αντιήρωες –ενεργά σύμβολα του Ευριπίδη– παρά τα πιο αυτοπεριφρονημένα όντα της σύγχρονης κοινωνίας, χωρίς προσωπικότητα και αξιοσύνη παρά μόνο με πολύκροτα προσωπεία, επομένως γνωσιο-οντο-λογικώς άκυρα. Η εκτεχνικευμένη [=χωρίς νοηματισμό] «Γνώση» τέτοιων όντων τα «εφοδιάζει» μόνο με μια νηπιακή, εν πολλοίς, αν όχι σαλεμένη, νοημοσύνη, ώστε να αντισταθμίζουν την αναισθησία, την ανικανότητα και τη βαρβαρότητά τους με την ασυγκράτητη εξουσιομανία· να βλέπουν την τελευταία δηλαδή ως την  υπόληψη ενός «ισχυρού» Εαυτού απέναντι στην ανυποληψία του μοχθηρού-παραλυτικού τους Είναι.  Απεναντίας,  τα τραγικά πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας αποτελούν ανθρώπινα σύμβολα, ικανά να επιβιώνουν σε όλες τις εποχές. Γιατί; Επειδή ενσαρκώνουν το τραγικό στοιχείο της γνώσης: ομιλούν τη γνήσια γλώσσα αυτού που φέρει στο νου του ο άνθρωπος και αναγκάζεται να υποφέρει στη ζωή του:  δυσάρεστες, δεινές καταστάσεις του βίου, «στυγίους δ βροτν λύπας» [=μαύρες λύπες των θνητών (Ευριπίδη: Μήδεια, στ. 195)], χωρίς κάποια άλλη γλώσσα να μπορεί να μεταδώσει παραμυθία, παρηγορητικό λόγο. Έτσι, θάνατοι και ανήκουστες συμφορές χτυπούν τα σπίτια ( «θάνατοι δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους » ό.π., στ. 198), τη στιγμή μάλιστα  που οι «παραφουσκωμένοι βάτραχοι» της παράφρονης «αριστεράς» έχουν  «γεμάτο μπροστά τους το τραπέζι» («εδειπνοι δατες», ό.π. στ. 202), αλλά εντελώς αδίσταχτα θέλουν να φαίνονται πως «αγωνιούν» για το άδειο τραπέζι των πεινασμένων.

  • 3

Πίσω από τα τραγικά πρόσωπα, η τραγική γνώση ομο-λογείται από τη γλώσσα της ανθρώπινης μοίρας. Μια μοίρα ουσιωδώς  κοινή τότε και τώρα. Η συγκεκριμένη γλώσσα δεν εκφράζει απλώς τραγικά συμβάντα, αλλά στήνει εμπρός μας  αυτό τούτο το τραγικό μας Είναι ως το Dasein [=ως την παρούσα ύπαρξη], που δεν μπορεί να ελέγξει τη μοίρα του. Το εν λόγω Dasein δεν απηχεί μια μεμονωμένη ύπαρξη, όσο κι αν κατονομάζεται ως το εκάστοτε ορισμένο ενικό-Είναι –π.χ. Αγαμέμνων, Ορέστης, Μήδεια κ.λπ.– αλλά κατονομάζει διαμεσολάβηση σχέσεων ανάμεσα στα άτομα· ας πούμε, οικογενειακές σχέσεις (π.χ. Αγαμέμνων, Ιφιγένεια ή Ορέστης), σχέσεις εξουσιασμού και αντεξουσιασμού (π.χ. Κρέων, Αντιγόνη) κ.λπ. Ο ρόλος του τραγικού προσώπου είναι καθοριστικός: αυτό ενσαρκώνει, στην ποιητική γλώσσα της τραγωδίας, τη γνώση και τη σκέψη, συνεπώς και τη δράση που οφείλει να διέπει ή πράγματι διέπει το παροντικό-Είναι του ανθρώπου.  Το τραγικό πρόσωπο εγγυάται και κατευθύνει την ποιότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Στο πνεύμα μιας τέτοιας επικοινωνίας  έρχεται στο Είναι ως ο πομπός που μεταδίδει γλωσσικά σήματα: νοηματικά πολλοστημόρια γνώσης, που δίνουν την αφορμή ή το έναυσμα, συνειδητά ή μη, για να απελευθερώνεται μια πολλαπλότητα γλωσσικών μορφών –πέρα από τη γλώσσα των λέξεων– όπως π.χ. γλώσσα οπτική, γλώσσα του βλέμματος κ.λπ. και να αναγγέλλει το πρωτάκουστο, το πρωτοφανέρωτο: ας πούμε, το θλιμμένο πρόσωπο του αγγελιαφόρου, το ανήσυχο μάτι, η σκυθρωπή του όψη, όταν μεταφέρει θλιβερές ειδήσεις,  αναγγέλλει κάτι το δεινό πολύ πιο άμεσα και άκρως παραστατικά συγκριτικά με την λεκτική έκφραση.

  • 4

Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο θεατής δεν μένει απλώς χειροκροτητής –όπως συμβαίνει σήμερα με τον παθητικό και ακαλαίσθητο άνθρωπο του μαζοποιημένου θεατριζόμενου– αλλά συμμετέχει ενεργά και γι’ αυτό προικοδοτείται με την τραγική γνώση. Έτσι είναι σε θέση να εκφράζει  –να ομο-λογεί με τον δικό του τρόπο– φόβο και έλεος για λογαριασμό του πάσχοντος τραγικού προσώπου. Η άλλη αυτή γλώσσα προηγείται της γλώσσας των λέξεων και προετοιμάζει το έδαφος για ό,τι χρειάζεται να γνωστοποιηθεί ή να αναγγελθεί. Η γνωστοποίηση ή η αναγγελία τότε συνιστά μια σχετικά αυτόνομη στοχαστική παρέμβαση του κήρυκα στο όλο δράμα που παίζεται. Για παράδειγμα, στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, ο κήρυκας στοχάζεται κατά πόσο είναι φορέας ευτυχίας ή δυστυχίας και τούτο επιτρέπει να φωταγωγείται όλο το περιβάλλον των γλωσσικών σημάτων που πρόκειται να ακολουθήσουν. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη ζωντανή πολυμορφία της γλώσσας, η οποία (πολυμορφία) συνήθως εκδηλώνεται ως κίνηση από την όψη, τη θέα, το ορατό, προς τον Λόγο, προς το ποιητικό λέγειν και ομιλείν, και από κει προς  τη σκέψη. Μια τέτοια κίνηση φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αισθητή στα έργα του Ευριπίδη. Γενικώς ειπείν, η αρχαία τραγωδία κινείται σε ένα επίπεδο ριζικών συγκρούσεων ανάμεσα σε διάφορα οντολογικά στρώματα του ανθρώπινου Είναι και κυοφορεί ένα είδος αναίρεσης του συμβατικού πολιτεύεσθαι (με την ευρεία έννοια) στην ιδιωτική και δημόσια ζωή του ανθρώπου. Μοιάζει να συντρίβει τα όρια μιας ενδοκοσμικής ύπαρξης και να διανοίγει τον θεατή στην αυθεντική επίγνωση των ορίων του ως Dasein. Και τούτο σε αντίθεση με τον σημερινό θεατριζόμενο μαζάνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου και του σφόδρα κρετίνου πολιτικού, που ως επί το πλείστον παρακολουθεί την αρχαία τραγωδία με το βλέμμα θορυβοποιού της μαζικής κουλτούρας και ο οποίος, ελλείψει κριτικού λόγου, όταν θέλει να «μετα-στοχαστεί» επί του θεατρικού δρώμενου, παπαγαλίζει λέξεις-φράσεις σαν τις παρακάτω: θαυμάσιο, υπέροχο, εξαίσιο, συγκλονιστικό ….

Alfredo Cospito: ”Έτοιμοι ή όχι”

Αυτά τα 3 χρόνια, βρέθηκα αντιμέτωπος με επιλογές οι οποίες με οδήγησαν  σε ένα μονοπάτι έμφορτο με σταυροδρόμια και διακλαδώσεις.

Σαν να βαδίζω σε ναρκοπέδιο, έπρεπε να εξετάζω καταλεπτώς το κάθε μουβήμα με την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό μου να διακυβεύονται. Τοπρώτο δίλημμα που αναδύθηκε σχετιζόταν με το αν θα εξακολουθούσα να  συνεισφέρω ή θα επέτρεπα στην φυλακή να με κατασπαράξει, αναμένοντας μακρόθυμα την αποφυλάκιση μου. Δεδομένης πάντα και της εν τοις πράγμασιαυστηρά περιοριστικής κατάστασης μου, επέλεξα να συνεχίσω να συνεισφέρω διαμέσου του γραπτού λόγου. Μόλις έλαβα την εν λόγω απόφαση κοντοστάθηκα σε ακόμη ένα σταυροδρόμι: έπρεπε να διαλέξω αν θα περιχαράκωνα τον εαυτό μου – οικουμενικά – σε αυτήν την προεξέχουσα, τιμητική θέση για το  ”κύρος” μου ( sic ) ως ”επαναστατημένος” κρατούμενος – μοιράζοντας απλόχερα τις φιλοφρονήσεις μου δεξιά και αριστερά, επικροτώντας κάθε αναρχική πρακτική, προσέχοντας να μην αποκτήσω εχθρούς. Ή, αν θα  αξιοποιούσα το όπλο της κριτικής μου έτι περισσότερο επιχειρώντας να σκιαγραφήσω κάποιες αναλύσεις, να διανοίξω νέους λόγους. Επέλεξα το ευκολότερο ( τουλάχιστον για μένα): ανοιχτά να ωθήσω την κριτική μου στα άκρα, με τίμημα την περεταίρω απομόνωση μου (λιγότερα γράμματα, λιγότερες πληροφορίες, γενικά λιγότερη αλληλεγγύη).

Πάντα όμως ενσυναίσθητος σχετικά με την αβυσσαλέα απόσταση μεταξύ σκέψης και πράξης.

Οι λέξεις, όσο εμπνευσμένες κι αν είναι, πάντα κουβαλούν κάτι το στομφώδες, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου διέπονται από πραγματικά, συγκεκριμένα ρίσκα, ικανά να επισύρουν χρόνια στην φυλακή για προάσπιση ή υποκίνηση.

Στο ”δικό μου” κελί, τα λόγια τα οποία εστιάζω να ακούσω πιο προσεκτικά είναι όσα συνοδεύουν δράσεις, όσα μετατρέπονται σε λάμψεις και αίμα. Αναντίρρητα, είναι ζωντανά, πραγματικά. Διακρίνονται από την ασταμάτητη αδολεσχία στο παρασκήνιο ενός αναρχικού κινήματος περίκλειστου στην αυτοαναφορικότητα του, προδήλως καταβεβλημένο από μία επονείδιστη έλλειψη θάρρους και επίνοιας. Ένα κίνημα τρεφόμενο με το φαίνεσθαι, με την μεγαλαυχία και πολλές φορές με την δημαγωγία, με τις διαδηλώσεις του, τις συνελεύσεις, τις επικοινωνιακές του παρελάσεις, τις εκστρατείες πληροφόρησης, με την τελμάτωση σε μία περιοχή. Μία ακατάπαυστη φλυαρία. Δεν απαιτείται να επευφημείς τις αναλήψεις ευθύνης, γνωρίζεις όμως με βεβαιότητα την ειλικρίνεια τους διότι είναι παράγοντα πράξης, επειδή συντάσσονται κατόπιν ολοκληρωτικής συμμετοχής στο παιχνίδι, θέτοντας τις ζωές κάποιων σε κίνδυνο. Σε αυτούς τους κατακυριευμένους από την ψηφιακή πραγματικότητα καιρούς δεν πρόκειται για κάτι το αμελητέο, και όταν οι δράσεις αυτές μιλάνε η μία στην άλλη μετατρεπόμενες έτσι σε εκστρατείες δράσης, ο παρασκηνιακός θόρυβος, η φανφαρολογία, αναπόδραστα εξαφανίζεται. Όλα γίνονται πιο σοβαρά, πιο επικίνδυνα, πιο αληθινά.

Οι περισσότεροι αναρχικοί εδώ στην Ιταλία σήμερα δείχνουν να διακατέχονται από μία αγελαία ομαδοποίηση και μία ναρκόπνοη ομοθυμία. Φυλακιζόμαστε από χιλιάδες φόβους: Τον φόβο να θαφτούμε ζωντανοί σε κάποια φυλακή, τον φόβο να πεθάνουμε στην δράση, τον φόβο να μείνουμε μόνοι δίχως τις ζητωκραυγές του πλήθους ή τον φόβο να μας απομονώσουν οι ίδιοι μας οι σύντροφοι. Το ξεπέρασμα των παραπάνω φόβων θα μας καθιστούσε πιο διαυγείς. Πολλοί ”αγώνες” χτίζονται πάνω σε αυτούς τους φόβους, είναι προϊόντα αυτών των φόβων. Ο φόβος μας δηλητηριάζει, οι συμβιβασμοί είναι οι τοξικοί του καρποί. Έπειτα, με εύηχες λέξεις, αναπαυτικές θεωρίες, βολικές μακρόπνοες στρατηγικές, φροντίζουν να εξωραϊζουν την όλη ξεφτίλα συνιστώντας μας φρόνηση και τραβώντας μας στον πολιτικό ”ρεαλισμό”. Δυστυχώς όμως, τα σκατά και ροζ να τα βάψεις παραμένουν σκατά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα ημίμετρα δεν θα έπρεπε να είχαν κανένα απολύτως νόημα για τους αναρχικούς. Με την πρόοδο της τεχνολογίας (της οπλισμένης πτέρυγας του πολιτισμού) ο εναπομείνας χρόνος μας στερεύει. Ο πολιτισμός τρέφεται από τα πάντα και αντίθετα τους. Από τις δημοκρατίες και τις δικτατορίες, την επιστήμη και την θρησκεία, τις πολιτικές ελευθερίες και την ελεύθερη αγορά, την συναίνεση και την υποταγή, τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, τα οικολογικά προϊόντα και τα πυρηνικά εργοστάσια… χίλιες και πλέον πτυχές ενός και μόνο φαινομένου, αυτό του πολιτισμού, συνεκτικού και αρραγούς με την αρωγή μιας κόλας προερχόμενης από μία τεχνολογία ολοένα και πιο παρεμβατικής, η οποία καταστρέφει όχι κατ’ αποκλειστικότητα την ανθρώπινη υπόσταση αλλά επιπλέον παραμορφώνει ολόκληρη την ζωή πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Με ένα διακύβευμα τόσο μεγάλης εμβρίθειας, κάθε μη καταστρεπτική δράση συνιστά ένα άχρηστο αναλγητικό, μία αδικαιολόγητη σπατάλη χρόνου. Δεν υπάρχει λόγος να ακούμε τα ενάρετα πνεύματα της ”επανάστασης” πλέον που πάντα βρίσκουν αφορμές να αναβάλουν την δράση, να περιπλέξουν τα πράγματα. Ολοένα και συχνότερα η τακτική της παρατήρησης και της αναμονής, της σταδιακότητας δικαιολογείται με πρόφαση την προσβασιμότητα της στον μέσο άνθρωπο, την ανάγκη να αποκτηθεί κοινωνικό έρεισμα. Η αποζήτηση της περίφημης ”αναπαραγωγιμότητας” των μικρών δράσεων παρασύρει σε αύξηση των ασήμαντων πρακτικών οι οποίες απολήγουν σε παθητικές αντιστάσεις ή σε λαϊκά σχήματα αγώνα, πάντα φρόνιμα, ποτέ υπέρμετρα, αναβάλοντας την βίαιη ρήξη με το σύστημα για ένα αύριο που ποτέ δεν θα έρθει. Δεν υπάρχει ανάγκη για προσηλυτισμό, όλη αυτή η ομφαλοσκοπία, όλες οι αμφιβολίες μας κενώνουν, μας παροπλίζουν.

Η ασύμμετρη συσσώρευση πληροφοριών ισοδυναμεί με καθόλου πληροφορία. Η αποφορά της ιντελιγκέτσιας, του πολιτικαντισμού, του φόβου είναι ιδιαίτερα έντονη εδώ. Τι να κάνουμε; Να αναζητήσουμε προσφιλείς συντρόφους, να ενθαρρύνουμε με δράσεις τις πραγματικές, εύρωστες ζωντανές δυνάμεις. Να ”εξακοντίσουμε τις καρδιές μας πάνω από τα συρματοπλέγματα”, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και τα ”επαναστατικά” εγχειρίδια, εγκαταλείποντας την σπασμωδική και εμμονική καταδίωξη της αποδοχής, να υποστηρίξουμε θέσεις επικίνδυνες για τους εφησυχασμένες ζωές της φλυαρίας και των αυθεντιών των συνελεύσεων. Να διασφαλίσουμε τα εργαλεία να επικοινωνούμε άμεσα ο ένας με την άλλη, χωρίς την μεσολάβηση της εξουσίας, χωρίς να απαιτείται προσωπική γνωριμία, μέσω δράσεων πλαισιωμένων από λέξεις, προσπερνώντας τους ρήτορες, απαλλαγμένες από την μεσιτεία της ιδεολογία και τους ειδικούς της μεσολάβησης μια και καλή. Οι ήδη δοκιμασμένες και αποτελεσματικές εκστρατείες δράσης είναι το εμβριθέστερο αποτέλεσμα αυτής της ακυδεμόνευτης επικοινωνίας, αποδεσμευμένης από οργανώσεις και συντονισμούς.

Ας αφεθούμε με εμπιστοσύνη στα πιο άλογα, πιο φυσικά μας ένστικτα: στην οργή, στο μίσος, στην αγάπη, στην φιλία, στην αδερφοσύνη, στην εκδίκηση.

Είθε το πάθος της καταστροφής να μην γίνει ποτέ ξανά δημιουργικό, τίποταδεν χρειάζεται να οικοδομηθεί.

Ας μιλήσει η δράση, εδώ και τώρα, αμέσως.

Έτοιμοι ή όχι…

Alfredo Cospito

Δημοσιεύθηκε στο τρίτο τεύχος του “Croce Nera Anarchica” τον Ιανουάριο του 2017, α-περιοδική έκδοση του Μαύρου Σταυρού Ιταλίας.

Πηγή: Darknights

Μετάφραση: Δ.ο Ragnarok