Η σιωπή της εικόνας στον κινηματογράφο του GUY DEBORD

Ο Debord γύρισε συνολικά έξι ταινίες, τρεις μεγάλου μήκους και τρεις μικρού μήκους. Ο κεντρικός άξονας της ομιλίας εστιάστηκε στις τρεις πρώτες ταινίες του Debord, α) Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ ή Hurlements en faveur de Sade, (1952), β) Σχετικά με το πέρασμα ορισμένων προσώπων μέσα από μια αρκετή μικρή χρονική μονάδα ή Sur le passage de quelques personnes à travers une assez courte unité de temps (1959) και γ) Κριτική του διαχωρισμού ή Critique de la séparation » (1961) Οι εν λόγω ταινίες, αφενός αποτέλεσαν αναφορά στην ιστορία του κινηματογράφου, γιατί εισήγαγαν ανατρεπτική καινοτομία στη διαχείριση της εικόνας (ακόμα και στην κατάργηση της εικόνας) και αφετέρου δημιούργησαν μια κριτική σχέση ανάμεσα στο ίδιο το κινηματογραφικό μέσο και το θέαμα. Επιπροσθέτως, το σκεπτικό ενάντια στον κινηματογράφο, που γεννήθηκε μέσα από τις ταινίες του Debord, τροφοδότησε μια νέα σχέση θεατή και οθόνης αλλά και μια νέα σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και στον τρόπο που βλέπει το «θεαματικό» φιλμικό αντικείμενο.

Εκτός από τις τρεις προαναφερόμενες ταινίες, ο Guy Debord σκηνοθέτησε το 1973 την ταινία με τίτλο Κοινωνία του θεάματος ή La Société du spectacle, διάρκειας 90 λεπτών, το 1975, την ταινία με τίτλο Διάψευση όλων των κρίσεων είτε εχθρικών είτε εξυμνητικών προς την ταινία «Η κοινωνία του θεάματος» ή Réfutation de tous les jugements, tant élogieux qu’hostiles qui ont été jusqu’ici portés sur le film «La Société du spectacle», διάρκειας 18 λεπτών, και το 1978 την ταινία με τίτλο Κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα και καταβροχθιζόμαστε από φωτιά ή In girum imus nocte et consumimur igni, που θεωρείται η κινηματογραφική του παρακαταθήκη, διάρκειας 105 λεπτών. Το 1994, γυρίστηκε και το vidéo Guy Debord, η τέχνη του και οι καιροί του ή Guy Debord, son art et son temps, σε συνεργασία με την Brigitte Cornard, ταινία που ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του και προβλήθηκε στο Canal Plus.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να θυμίσουμε δύο σημαντικά ορόσημα σχετικά με τη ζωή και το έργο του Debord : α) το 1984, o Debord μετά τον μυστηριώδη θάνατο του φίλου και παραγωγού των ταινιών του Gérard Lebovici, απαγόρεψε την δημόσια προβολή των ταινιών του και β) το 2001, επτά χρόνια μετά από τον θάνατό του, οργανώθηκε ειδικό αφιέρωμα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, με προβολή του συνόλου του κινηματογραφικού του έργου. Η πρώτη ταινία του, Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ, προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, στην Λέσχη Πρωτοποριακού κινηματογράφου – που στεγαζόταν τότε στο Μουσείο του Ανθρώπου – στις 30 Ιουνίου του 1952. Η προβολή διακόπηκε σχεδόν από την αρχή με βίαιες αποδοκιμασίες. Η δεύτερη ολοκληρωμένη προβολή της ταινίας έγινε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, στην κινηματογραφική λέσχη του Cartier Latin, στην αίθουσα Société de Savants. Για την ταινία του αυτή από τη μια κατηγορήθηκε και από την άλλη καταξιώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους καινοτόμους της κινηματογραφικής γραφής και αφήγησης. Κατά τον σιτουασιονιστή καλλιτέχνη Asger Jorn, η εν λόγω ταινία δημιούργησε μια ανατροπή στην κινηματογραφική ιστορία και επηρέασε επτά χρόνια αργότερα τα γυρίσματα της ταινίας Chirosima mon amour καθώς και τη μουσική του John Cage. Εδώ, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι ο Debord και οι σιτουασιονιστές δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τους κινηματογραφιστές της εποχής και ειδικότερα το κίνημα της nouvelle vague και ότι υπήρξαν στην ιστορία στιγμές δημόσιας ρήξης είτε με τον Francois Truffault, είτε με τον Jean Luc Godard. Όπως θα δούμε, στην προβολή του αποσπάσματος της πρώτης ταινίας, ο τίτλος δεν έχει καμιά σχέση με το περιεχόμενο και δεν περιέχει κανένα ερωτικό ή σεξουαλικό στοιχείο. Πρόκειται για μια κατ’εξοχήν λετριστική ταινία.

 

H Λετριστική Διεθνής γεννήθηκε το 1957 – όταν κάτω από το ανατελλόμενο τότε άστρο του Guy Debord- μια ομάδα που ήθελε να αποχωριστεί από το κίνημα των Λετριστών με εμπνευστή τον Isidore Isou, αναδύθηκε μέσα από μια σμίξη τριών ομάδων των διεθνιστών λετριστών : του Σκανδιναβικού, του Γερμανικού κινήματος για ένα φανταστικό Bauhaus και της Ψυχογραφικής Εταιρείας του Λονδίνου. Η ομάδα ήταν υπέρ της άρνησης της εργασίας και της μεγαλειώδους επιθυμίας να αναγεννηθεί η φύση μέσω της άμεσης εμπειρίας. Η Ψυχογεωγραφία και η Περιπλάνηση ήταν οι δύο βασικές μεθοδολογικές τεχνικές τους για να το πετύχουν. Η Περιπλάνηση είναι « ένα είδος ελεύθερου συνειρμού με όρους χωροταξικούς: η ιδέα έγκειται απλώς στο να παίρνεις τους δρόμους και να βαδίζεις στα σοκάκια…να περιπλανιέσαι μόνος ή με φίλους, βαδίζοντας άνευ σχεδίου ακολουθώντας την πρόκληση των αρχιτεκτονικών που συναντάς. Η ψυχογεωγραφία ήταν η μελέτη και η συσχέτιση του υλικού που επέφερε η περιπλάνηση, η επεξεργασία συναισθηματικών χαρτών και η σύνδεση καταστάσεων και σωμάτων». Η ταινία είναι αφιερωμένη εξάλλου, όπως ανακοινώνεται και στην εισαγωγή από τον ίδιο τον G.D., στον Gill J. Wolman, γάλλο εικαστικό, ποιητή και σκηνοθέτη. Ο τελευταίος, σκηνοθέτησε το 1952 την ταινία Anticoncept, μια ταινία σκάνδαλο που προβλήθηκε τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς στο σινεμά-club Avant-garde και έναν μήνα αργότερα στις Κάννες (όπου η παρουσίαση περιορίστηκε μόνο για τους δημοσιογράφους). Η προβολή της ταινίας δεν είχε τίποτα το συνηθισμένο για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Η εικόνα προβλήθηκε επάνω σ’ ένα μπαλόνι που τοποθετήθηκε μπροστά στις μαύρες κουρτίνες της οθόνης, χωρίς αυτές να ανοίξουν ποτέ. Ως εικόνα, υπήρχαν εναλλαγές άσπρης και μαύρης οθόνης, ενώ στην διάρκεια της προβολής ακούστηκαν ένα είδους μη αφηγηματικής μουσικής ποίησης που διακοπτόταν από ένα είδους ακουσμάτων αναπνοής που είχε πρώτο-δημιουργήσει ο Wolman στο πρώτο του έργο Magapneumes (1950) μόνο με ανάσες, αφού δεν υπήρχαν καν φωνήματα. Το σύνολο του λόγου δημοσιεύτηκε στο μοναδικό τεύχος του περιοδικού Ion τον Απρίλιο του 1952, όπου δημοσιεύτηκε και ο λόγος της ταινίας Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ μαζί με φωτογραφίες.
Με τη σειρά τους ακούγονται οι φωνές των Gill J. Wolman, Guy Debord, Serge Berna, Barbara Rosenthal, Jean Isidore Isou.

Οι άναρθρες κραυγές που ακούγονται στην αρχή της ταινίας εισαγάγουν στην αλλόκοτη και αινιγματική ατμόσφαιρα της ταινίας που αρχίζει με μια άσπρη οθόνη. Είναι σαφές ότι οι άναρθρες κραυγές που βγαίνουν από το στόμα του Gill J. Wolman, αποτελούν αναφορά στην λετριστική μουσική ποίηση του Wolman, όπως την περιγράψαμε στην ταινία Αnticoncept. Στη συνέχεια ακούμε, κοφτές φράσεις που απαγγέλλονται με έναν αποφασιστικά μονότονο ρυθμό. Το συλλάβισμα των λέξεων με τον μονότονο αυτό τρόπο παραπέμπει στην λογοκρισία και στην κατάργηση των λέξεων, που καταγγέλλει τις δυνάμεις της καταστολής, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Debord σε απόσπασμα ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε με τίτλο «Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντικό
κινηματογράφο».

Στη συνέχεια ακούγονται φράσεις που προέρχονται από διαφορετικές πηγές, έχουν διαφορετικά στιλ γραφής και δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, όπως φράσεις από εφημερίδες, από τον ποινικό κώδικα ή και από τον Τζους, είναι τα λεγόμενα τσιτάτα. Ο τίτλος μαζί με τις άναρθρες κραυγές, την ανομοιογένεια των φράσεων και των μορφών τους, συμβάλλουν στην παραπλάνηση του ακροατή με απώτερο στόχο να μπουν εμπόδια και να δυσκολευτεί η ροή και η κατανόηση του λόγου.

Όπως οι σουρεαλιστές και οι ντανταϊστές, πρωτοπόροι του μοντερνισμού, χρησιμοποίησαν στα κολάζ και στα μοντάζ τους, προϋπάρχουσες εικόνες (αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες και άλλα στοιχεία της καθημερινής ζωής) πράξη που αποσκοπούσε στην κατάλυση της καλλιτεχνικής φόρμας και στην ανατροπή της υπάρχουσας αισθητικής, έτσι και οι λετριστές που αρχικά θεωρούσαν τον εαυτό τους συνεχιστές των σουρεαλιστών και των ντανταϊστών, δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν στοιχεία (εικόνες, φράσεις, μουσικές) που προϋπήρχαν και δημιουργήθηκαν από άλλους. Αυτή η οικειοποίηση κάθε μορφής προϋπάρχοντος στοιχείου ή έργου θα συνεχιστεί από τον Debord σε μεγάλο βαθμό και στις μεταγενέστερες ταινίες του. Θα οικειοποιηθεί σκηνές από άλλες κινηματογραφικές ταινίες επίκαιρα, κόμικς κλπ. Όσον αφορά τις ταινίες τις περισσότερες φορές θα είναι άχρηστες κόπιες που βρήκε σε παραγωγούς. Εκτιμούμε ότι αυτή η υπονόμευση των πνευματικών δικαιωμάτων των άλλων δημιουργών, που διέπει το σύνολο του έργου του, ήταν για τον Debord ένας πολύ σαφής τρόπος επίθεσης στη συμβατική έννοια του καλλιτέχνη και του καλλιτεχνικού έργου. Παράλληλα, η ύπαρξη των ανομοιογενών αυτών φράσεων που δημιουργεί μια παραπλάνηση που δεν είναι μακριά και από τον οικείο όρο των καταστασιακών περιπλάνηση, τη χαρακτηριστική τεχνική των λετριστών και των σιτουασιονιστών (η τεχνική του βιαστικού περάσματος από ποικίλες ατμόσφαιρες της πόλης), όπως αναφέραμε πρωθύστερα. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι οι σιτουασιονιστές συνέδεαν την περιπλάνηση και με την ψυχανάλυση. Η περιπλάνηση με τη ροή των πράξεων, τις χειρονομίες, τις βόλτες, τις συναντήσεις αντιπροσωπεύει ενδεχομένως ότι η ψυχανάλυση για τη γλώσσα. Αφεθείτε στη ροή των λέξεων λέει ο ψυχαναλυτής… Για τον λόγο αυτό οι σιτουατιονιστές θεωρούσαν ότι η περιπλάνηση δεν είναι μόνο μια τεχνική αλλά και ένας τρόπος θεραπείας, με μέτρο φυσικά.

 

Η γενικότερη αποδιάρθρωση και αποδόμηση του περιεχομένου συνεχίζονται στην πρώτη ταινία με έναν διαχωρισμό της σχέσης εικόνας και ήχου με την απομόνωση του ηχητικού ακούσματος από το οπτικό ερέθισμα ή την απομόνωση του αυτιού από το κινηματογραφικό μάτι, μέσω της τεχνικής της άσπρης οθόνης. Ο Debord θα είναι πιστός σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτήν την καλλιτεχνική πραχτική διαχωρισμού εικόνας και ήχου και στις μεταγενέστερες ταινίες του.

Επιπροσθέτως, είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε εδώ ότι εάν η άσπρη οθόνη σημειολογικά θα μπορούσε να είναι όλες οι εικόνες μαζί, η μαύρη οθόνη είναι η απουσία της εικόνας δηλαδή η μη εικόνα. Στη συγκεκριμένη ταινία η άσπρη οθόνη συνοδεύεται από προφορικό λόγο και η μαύρη οθόνη από σιωπή. H άσπρη και η μαύρη οθόνη εναλλάσσονται. Εδώ υπάρχει και μια αναλογία με Όταν ο Debord μιλάει για μια κατάσταση που έχει δομηθεί -που έδωσε το όνομα του στους καταστασιακούς/σιτουασιονιστές – στην ουσία μιλάει για μια αμφίρροπη δύναμη ανάμεσα σε Κάτι μοναδικό σε Κάτι που επαναλαμβάνεται. Αφετέρου, από αυτόν τον διαχωρισμό εικόνας και ήχου, προκύπτει μια διαφορετικής μορφής συγχώνευση εικόνας και ήχου, όπου η φωτογραφία κυριεύει τον ήχο (με την απουσία της) και ο προφορικός λόγος γίνεται γραπτός αφού οι φράσεις γράφονται πάνω στην οθόνη πάνω στην ηχητική μπάντα, και απαντούν η μία στην άλλη.

Αξίζει να τονιστεί εδώ ότι η εικοσιτετράλεπτη μαύρη οθόνη συνοδεύεται με συσκότιση της αίθουσας προβολής στο οποίο βρίσκεται το κοινό. Όταν όμως δεν υπάρχει εικόνα δεν υπάρχει και κινηματογράφος. Το σκοτάδι και η σιωπή της εικόνας είναι το σύμβολο του θανάτου του σινεμά. Όπως αναφέρει και ο ίδιος στην ταινία «επιτέλους προσεγγίζω το θάνατο του «cinema Disprecant» μέσα από τη σχέση δύο χωρίς νόημα πραγμάτων (εικόνες και λόγια τέλειας νοηματικής κενότητας) σχέση που αποτελεί ένα ξεπέρασμα του ουρλιαχτού. Αλλά όλα αυτά ανήκουν σε μια εποχή που τελειώνει που δεν μ’ ενδιαφέρει πια (…) Οι τέχνες του μέλλοντος θα είναι αναστώσεις καταστάσεων ή τίποτα.

Παρ’όλα που η γνώση της ιστορίας του κινηματογράφου είναι ορατή στην ταινία, το διακύβευμα εδώ είναι η άρνηση της αισθητικής – ή όπως λέει και ο ίδιος στη συνέχεια της ταινίας η πρόκληση, η δημιουργία καταστάσεων μπροστά στην οργή καλοφαγάδων της χαριτωμένης αυθάδειας …
Στα αποσπάσματα της δεύτερης ταινίας Σχετικά με το πέρασμα μερικών ανθρώπων σε μια σχετικά μικρή μονάδα του χρόνου, «η κριτική της εικόνας» πάλι κορυφώνεται στην απόλυτη κατάργησή της στις στιγμές της απόλυτης άσπρης οθόνης, κατά την οποία ακούγεται μόνο ο προφορικός λόγος. Η επανάληψη και η παύση δημιουργούν για ακόμα μια φορά μια μη συνεχή οπτική αφήγηση αλλά ταυτόχρονα και μια αναφορά στο ότι η επανάληψη δεν είναι η επιστροφή του ταυτόσημου, του ίδιου που φεύγει και ξαναέρχεται αλλά η εν δυνάμει επιστροφή της δυνατότητας να το κάνει εφικτό εκ νέου. Τα πλάνα των δημόσιων χώρων εδώ εναλλάσσονται με εικόνες οικείων ανθρώπων του Debord σε εσωτερικούς χώρους όπως μπαρ και καφέ όπου σύχναζαν οι σιτουασιονιστές. Μεταφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια οπτικό- συναισθηματική αντίθεση ανάμεσα σε θεαματικά, περιγραφικά πλάνα απρόσωπων δημόσιων αστικών χώρων με πλάνα οικείων ιδιωτικών χώρων που εκπέμπουν συλλογικότητα, διαλλακτικότατα και μια «ζωή με νόημα». Πολλά κείμενα έχουν γραφτεί για τη σχέση του Debord με τον κινηματογράφο. Το απόσταγμα όλων αυτών και εκεί που φαίνεται να συγκλίνουν όλοι, είναι η εξέλιξη της τεχνικής της μεταστροφής στις ταινίες του (ή detournement στα γαλλικά). Η έννοια της μεταστροφής θα μπορούσε να αποδοθεί με τον συνοπτικό ορισμό: απόσπαση, οικειοποίηση, εκτροπή μιας τεχνικής από ένα σύνολο, μέσα στο οποίο είναι ενταγμένο και η χρησιμοποίηση του με ριζικά διαφορετικούς τρόπους και στόχους.

Τελικά, εδώ ο Debord ενώ φαίνεται αρχικά να υιοθετεί μια καθαρά μηδενιστική και αντικαλλιτεχνική στάση ως προς την εικόνα -πιστός στην λετριστική του αναφορά-, στη συνέχεια τον βλέπουμε να χρησιμοποιεί το ίδιο το κινηματογραφικό μέσο που κατηγορεί και που προτείνει να καταστραφεί, για να μεταφέρει το μήνυμα της ανατροπής και να γίνει το ίδιο εργαλείο εξέγερσης. Και εάν θυμηθούμε αυτό που είπε ο Vanegem: «Η αρχή της μεταστροφής συνίσταται στο να στρέψουμε ενάντια στον εχθρό τα τεχνικά μέσα και τα όπλα που χρησιμοποιεί εναντίον μας», ο Debord μέσω του κινηματογράφου το επιτυγχάνει δεξιοτεχνικά.

Στην ταινία Σχετικά με το πέρασμα μερικών ανθρώπων σε μια σχετικά μικρή μονάδα του χρόνου, ο Debord ασχολείται με ένα θέμα που τον απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό ειδικότερα στον κινηματογράφο και υπονοείται και στον τίτλο είναι o χρόνος ή το πέρασμα του χρόνου. Η διαχείριση του χρόνου στον κινηματογράφο ως γνωστόν γίνεται επί το πλείστων μέσα από το μοντάζ. Οι εναλλαγές κινούμενης, στατικής εικόνας και άσπρης οθόνης, μαζί με τις επαναλήψεις και τις παύσεις που ενσωματώνει εδώ ο Debord, δημιουργούν ένα μη γραμμικό φιλμικό χρόνο που συμβάλει και ενισχύει στην πρόσληψη του προφορικού μονότονου επαναστατικού λόγου. Η έννοια του χαμένου, μη αντιστρεπτού χρόνου εκφράζεται εδώ λεκτικά από τον ίδιο τον Debord. Εν ονόματι της αντίθεσής του στην ωραιοποίηση και στην απομυθοποίηση του παρελθόντος και υπέρ της έναρξης από το μηδέν (βασικό θεωρητικό επιχείρημα των σιτουασιονιστών), δεν παραλείπει να κάνει λήψεις travelling σε μνημεία πλατειών της πόλης, όχι όπως θα περιγράφονταν κινηματογραφικά καλύτερα αλλά από το σημείο από όπου γίνονται οι λήψεις αυτές των πλάνων.

 

Εκπληρώνοντας την επιθυμία του για μια κυνική αποδόμηση του κινηματογράφου, βλέπουμε να μην παραλείπει να ενσωματώσει στην ίδια του την ταινία, ένα «ελαττωματικό» κατά τα άλλα travelling, όπου παρατηρούμε κατά μήκος του τραπεζιού όπου κάθονται οι σιτουασιονιστές, να «ξεφεύγει» η κάμερα για λίγα δευτερόλεπτα και να φαίνονται τα πρόσωπα που είναι στο δρόμο και παρακολουθούν τα γυρίσματα στους εσωτερικούς χώρους των σιτουασιονιστών. Εάν διανοηθεί κανείς ότι μέσα από αυτό το πλάνο, οι ίδιοι οι σιτουασιονιστές γίνονται ένα θέαμα μέσα από την βιτρίνα/οθόνη από όπου τους βλέπει η απρόσωπη αστική μάζα, μπορούμε να πάρουμε το ρίσκο να επιβεβαιώσουμε ότι η ταινία, που θεωρείται ένα σύνολο σημειώσεων πάνω στην καταγωγή του σιτουασιονιστικού κινήματος, ταυτόχρονα αποτελεί και μια κριτική της ίδιας τους της γλώσσας.

Μόνο που οι άνθρωποι και οι αντι-ήρωες της ταινίας του Debord είναι μέσα στη σιωπή. Δεν τους δίνεται ο λόγος, ούτε η φωνή. Η σιωπή αυτής της νέας μεσαίας τάξης που περπατάει βιαστικά στους δρόμους του Παρισιού, έχει σαν αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται πλήρως η τάξη αυτή. Κι ενώ βλέπουμε τους οικείους να μιλάνε χωρίς να τους ακούμε, η ύπαρξη τους πλάθεται μόνο μέσα από την εμφάνισή τους, μέσα από μια σχέση παρατηρητή και παρατηρημένου. Παράλληλα, μέσα από το voix off του Debord που μιλάει για την ανάγκη του ανθρώπου για μια ταύτιση με το όνειρο και την φυγή από τη μιζέρια, ο κινηματογράφος για ακόμη μια φορά αμφισβητείται με έναν ανεπαίσθητο κυνισμό, αυτή τη φορά μέσα από πλάνα διαφημίσεων αλλά και γνωστών σταρ της εποχής.

Η ταινία διαπνέεται από μια ατράνταχτη μελαγχολία και μια κλιμακωτή ένταση και ο κινηματογράφος γίνεται ένα επαναστατικό εργαλείο για να συμβάλει στην δομή μιας κατάστασης και όπως λέει και ο ίδιος : Θα έπρεπε να συλλάβουμε περισσότερο την ολότητα των όσων έχουν συμβεί των όσων απομένουν να γίνουν και όχι να προσθέσουμε και άλλα ερείπια στον παλιό κόσμο του θεάματος και των αναμνήσεων.

Στην τρίτη ταινία Κριτική του διαχωρισμού, ο Debord, μεταφέρει το θεωρητικό του λόγο πάνω στο θέμα του διαχωρισμού, της διαφοροποίησης από τον φυσικό κυκλικό χρόνο, μέσα από πλάνα της πόλης, τους σύνηθες εσωτερικούς «οικείους» χώρους των καταστασιακών αλλά και αποσπάσματα από άλλες κινηματογραφικές ταινίες και κόμικς της εποχής. Εδώ ο Debord, εκφράζει με σαφήνεια το θέμα του ανικανοποίητου. Αναμφισβήτητα, ο σιτουασιονισμός ήταν ένα κίνημα πρωτοπορίας στην τέχνη και στην πολιτική. Στην εν λόγω ταινία, ο πολιτικός λόγος του Debord εστιάζει στο ότι τελικά δεν είναι ζήτημα να διαπιστώσουμε πως οι άνθρωποι ζουν λιγότερο ή περισσότερο φτωχά αλλά πως ζουν μ’έναν τρόπο που τους διαφεύγει.

Εάν δεχτούμε ότι ο Debord τοποθετείται απέναντι στην τέχνη με απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας κατάστασης, σημαίνει ότι η τέχνη εδώ χάνει την αυτονομία της, δεδομένου ότι χειραγωγείται. Ωστόσο, η πολιτικοποίηση της τέχνης από τον Debord, που εντός άλλων πετυχαίνετε μέσα από την σιωπή της εικόνας και των αναπαρατεινόμενων, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να χάνει η τέχνη την αυτονομία της αλλά ουδέποτε την εξαφανίζει. Γιατί η τέχνη δεν μπορεί να συγχέεται με τη ζωή (αυτό που ζητούσε ο Debord) γιατί πάντα κάτι θα της διαφεύγει, η δύναμη της ζωής είναι μεγαλύτερη. Δείχνοντας τη ζωή μέσα από τα κινηματογραφικά πλάνα του, ο Debord θέλει να μας δείξει τι μας διαφεύγει. Ο κινηματογράφος του Debord λέει ότι πάντα κάτι μας διαφεύγει. Πιθανότατα, αυτό που έχει σημασία σε τελική ανάλυση είναι αυτός ο χώρος που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό που λέει και σ’αυτό που δείχνει. Γιατί για το μόνο πράγμα για το οποίο είμαστε σίγουροι στο τέλος της ταινίας, είναι ότι η ζωή δεν είναι ούτε όπως την δείχνει ούτε όπως την περιγράφει, αλλά είναι όπως εμείς θα την κατασκευάσουμε ως προς τις καταστάσεις της.

Alfredo Cospito: ”Ποια Διεθνής;” Κριτική στις θέσεις και η απάντηση του συντρόφου.

Σημείωση της Αγγλικής μετάφρασης: Η παρακάτω κριτική στα περιεχόμενα της σειράς συνεντεύξεων του συντρόφου Alfredo Cospito στο περιοδικό “Vertiolo” και η επακόλουθη απάντηση του δημοσιεύθηκαν μεταφρασμένες στα αγγλικά στην αναρχική ιστοσελίδα 325 κατά την 6 Μάρτη του 2021.

Παρακάτω δημοσιεύουμε την κριτική στο κείμενο του Alfredo Cospito “Ποια Διεθνής;” από το περιοδικό ‘Caligine’. Αυτό δεν συνεπάγεται πως συμφωνούμε με την ίδια την ‘’κριτική’’ και ακολούθως δημοσιεύουμε επιπλέον την ηχηρή απόκριση του συντρόφου σε αυτήν.

————————————————-

Το κείμενο αυτό προέκυψε από την ανάγκη να διεξάγω έναν διάλογο, αρχικά σκοπεύοντας να τον περιορίσω σε μία ανταλλαγή επιστολών. Όμως, κατόπιν συγγραφής του, έκρινα πως θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο για την διευκόλυνση της επέκτασης του διαλόγου σε περισσότερα υποκείμενα, με σεβασμό για τις εκτιθέμενες στο κείμενο προβληματικές και επικρίσεις.

Οι ακόλουθοι στοχασμοί δεν εξαντλούν το σύνολο των απόψεων μου σχετικά με το τι υποστηρίζεται στο σύνολο της συνέντευξης. Καθώς θα φάνταζε πως περιττολογώ αν δημοσίευα λόγο πάνω σε εκτιμήσεις που υιοθετώ, προτίμησα να συγγράψω το κείμενο εν είδει κριτικής ερειδόμενης σε ορισμένες θεωρητικές πτυχές λιγότερο οικίες στο πεδίο αντίληψης μου. Αντί για θωπείες σε πλάτες, όσο απολαυστικές κι αν είναι, αποζητώ την διαρκή αμφισβήτηση και τις αιχμηρές λέξεις της κριτικής, κάτι που με ωθεί να μην είμαι ποτέ εντελώς ικανοποιημένος με τις ιδέες μου και μου επιτρέπει να συνεχίζω την προσπάθεια βελτιστοποίησης τους. Αναμφίβολα, οι ακόλουθες σελίδες θα αποδειχθούν ακατάλληλες να απηχήσουν τα ζητήματα υψίστου ενδιαφέροντος που εγείρονται εν όλω στην συνέντευξη, οπότε επαναπαύομαι πως κάποιος θα μοχθήσει να γεμίσει τα αναντίρρητα υπάρχοντα κενά στο κείμενο μου.

Η τεχνοκρατική ψευδαίσθηση

Θεωρώ πως διαδραματίζεται μία ποιοτική μεταβολή εντός του εξελικτικού γίγνεσθαι της κυριαρχίας. Από απλό εργαλείο στα χέρια του Κράτους και του καπιταλισμού, η τεχνολογία έχει αποκτήσει μία οιονεί δική της αυτονομία. Όπως κάθε αυτόνομος παράγοντας, έχει καταστεί από μόνη της ένας συνολικά καθοριστικός παράγοντας. Η εύρυθμη λειτουργία του παγκόσμιου συστήματος στην παρούσα φάση βασίζεται, περισσότερο παρά ποτέ, στην προσαρμογή όλων των επιπέδων της κοινωνικής οργάνωσης στις ανάγκες της τεχνολογικής προόδου. Σήμερα, η οικονομία και το Κράτος αυξητικά προσδιορίζονται από τους τεχνικούς συντελεστές τους. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως το σημερινό Κράτος είναι ουσιαστικά ένα τεχνικό Κράτος. Γιατί προχωρώ σε αυτήν την σχολαστική εισαγωγή; Γιατί διακρίνω ορισμένες βασικές εκτιμήσεις στις τοποθετήσεις του Alfredo που δεν με βρίσκουν σύμφωνο και με οδηγούν σε συμπεράσματα καίτοι όχι ριζικά διαφορετικά από τα δικά του, προσλαμβάνοντα διαφορετικές αποχρώσεις.

Επί παραδείγματι, στην συνέντευξη συχνά αναφέρεται στην τεχνοκρατία, αποδίδοντας σε αυτούς τους “αριστοκράτες της ανθρώπινης νόησης” μία θέση υπεροχής, όταν στην πραγματικότητα δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από τεχνικούς εκτελεστές ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου ρόλου εντός του συστήματος, δίχως δική τους αυτοβουλία, καθιστάμενοι, κατά συνέπεια, ευκόλως αναλώσιμοι. Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται στην πραγματικότητα από τους τεχνικούς, απλά διεκπεραιώνουν τις προβλεπόμενες από το ίδιο το τεχνικό σύστημα υπαγορεύσεις. Η τεχνική ανάπτυξη είναι αυτόνομη, όχι υπό την έννοια πως αποτελεί έναν ένσκοπο αυτοσκοπό, αλλά εννοώντας πως οι υλικές ανάγκες που προϋποθέτουν την διαιώνιση του επιβάλλονται στα ανίκανα να εκφέρουν λόγο επί αυτών, ανθρώπινα υποκείμενα. Δύνανται μοναχά είτε να υποστηρίξουν το σύστημα είτε να του αντιταχθούν, σίγουρα όμως δεν μπορούν να αποφασίσουν απρόσκοπτα ποια θα είναι η πορεία του. Με αυτό, δεν επιχειρώ να απαλλάξω από ευθύνες όσες συνειδητά επιλέγουν να συμβάλουν στην ανάπτυξη αυτού του συστήματος, θέλω όμως να υπογραμμίσω την έκταση στην οποία ο ρόλος τους προσιδιάζει σε αυτόν οποιουδήποτε τυχαίου ανταλλάξιμου τμήματος. Η απόδοση στους τεχνικούς μίας εμβρίθειας που αντικειμενικά δεν κατέχουν, πιστεύω πως μπορεί να αποπροσανατολίσει την προσοχή μας από την εναργή συνειδητή διαλογή των δικών μας προτεραιοτήτων. Για παράδειγμα, στο πεδίο της έρευνας σήμερα, οι επιστήμονες, απασχολούνται με τόσο τμηματικούς τομείς ώστε οι μεμονωμένες λειτουργίες τους να φαντάζουν εντελώς επουσιώδεις όταν προσεγγίζονται ατομικά. Μόνο ο συντονισμός ενός μεγάλου παρόμοιου συνόλου επιτρέπει την ανάπτυξη ενός ερευνητικού εγχειρήματος. Την ίδια στιγμή, ένα εργαστήριο, ή ένας ορισμένος τομέας του εργαστηρίου ενδεχομένως να φιλοξενεί χρόνια έρευνας. Κατανοώ πως η παραπάνω επιχειρηματολογία γίνεται να επεκταθεί στο σύνολο του συστήματος. Όσο περισσότεροι άνθρωποι απεμπολούν τις δεξιότητες τους, τόσο μεγαλύτερη εμβρίθεια αποκτούν κάποιες τεχνικές, ή σωστότερα, κάποια υποσυστήματα του τεχνικού συμπλέγματος, όπως το ενεργειακό, οι τηλεπικοινωνίες, το διαδίκτυο, οι βίο και νανοτεχνολογίες… Προφανώς δεν περιγράφω μία περατωμένη διαδικασία αλλά μία εξελισσόμενη, με τους ανθρώπους να εξακολουθούν να παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στις τεχνικές, οικονομικές και πολιτειακές διεργασίες, ολοένα όμως και πιο αποσπασματικό. Δεν θεωρώ λοιπόν πως κατοικώ στα σπλάχνα μιας μέγα-μηχανής. Αν το τεχνικό σύστημα τείνει να επιβάλει προοδευτικά τις υπαγορεύσεις του σε άλλες κοινωνικές σφαίρες, δεν μπορεί να θεωρείται τόσο αποφασιστικά υπερτιθέμενο στην ίδια την κοινωνία καθαυτή. Υφίσταται μία διαφορά μεταξύ τεχνικού συστήματος και τεχνικής κοινωνίας. Το πρώτο προκαλεί αταξία, παραλογισμό και διενέξεις στην δεύτερη. Αν το τεχνικό σύμπλεγμα χαρακτηρίζεται από την δική του αυτονομία και έλλογη ανάπτυξη, δεν συμβαίνει το ίδιο με την κοινωνία υπό την επιρροή του, καθορίζεται όμως από στοιχεία έστω και αντιφατικά, τα οποία καθιστούν την ανάπτυξη του απρόβλεπτη. Η τεχνική πρόοδος βρίσκεται πάντα σε αδιάκοπη επέλαση και βελτιώνεται απείρως και επ’ αόριστον. Ποτέ δεν θα καταφέρει να συγκροτήσει την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, σταδιακά μετατρέπεται στον πιο καταλυτικό παράγοντα του συστήματος.

Κοινωνικός πόλεμος ή πόλεμος στην κοινωνία;

Δεν πείθομαι από την υπόθεση που διαβεβαιώνει πως “η ταξική πάλη συνεχίζει να συνιστά τον κινητήριο μοχλό των πάντων” μολονότι κατανοώ πως με τον όρο “ταξική πάλη” δεν αναφερόμαστε με τον κατ’ αποκλειστικότητα αφαιρετικό τρόπο στην εργατική τάξη όπως είθισται να κάνουν ορισμένοι αναρχο-Μαρξιστές. Θεωρώ πως η απόρριψη του υπάρχοντος διέρχεται μέσα από την απόρριψη μιας συγκεκριμένης μορφής οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, αν όμως η κριτική μας περιστέλλεται στην άρνηση των προνομίων των λίγων, δίχως να αμφισβητεί την ίδια την ουσία του πολιτισμού και των μεθόδων αναπαραγωγής του, θα καταντήσουμε να ανακατεύουμε απλώς τις κάρτες παρατείνοντας το ίδιο παιχνίδι. Από την άλλη, η αυτοδιαχείριση της καταστροφής δεν είναι προτιμότερη από τις τωρινές φιλοδοξίες του κυρίαρχου συστήματος να επιβιώσει της ίδιας του της νοσηρότητας. Μέσω της συνειδητοποίησης της εκμετάλλευσης μας και της αναγνώρισης του ταξικού εχθρού, είναι σίγουρα εφικτό να φτάσουμε στην μηδενιστική άρνηση της κοινωνίας, αλλά δεν πιστεύω πως η συνταγή αποτελεί μονόδρομο ούτε την ευμενέστερη διαδρομή. Υποπτεύομαι, πως κάθε ατομικότητα παγιδευμένη στους βιομηχανικά παραγόμενους θυσάνους της επιβίωσης, βρίσκει εντός της τα κίνητρα να ποθήσει έναν διαφορετικό κόσμο ξεσπώντας ενάντια σε οιοδήποτε κώλυμα ορθώνεται στο διάβα της ορμής της για ελευθερία. Δεν πιστεύω πως η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην κατάσταση της εκμετάλλευσης καθ’ αυτής, αλλά στην προκύπτουσα αποφασιστικότητα μας να υπερβούμε την εν λόγω συνθήκη. Δεν είναι η αντικειμενική καταπίεση στην οποία υπόκειται μία ατομικότητα επαρκής αιτία ώστε να την θέσει σε τροχιά σύγκρουσης με τον σύγχρονο κόσμο. Υπάρχουν αυτοί που αμφισβητούν αυτόν τον κόσμο λόγω των επιπτώσεων της εργασιακής εκμετάλλευσης, απαντώνται όμως επιπλέον πολλές παρακινούμενες από την άρνηση της φυλετικής ανωτερότητας, άλλοι εναντιώνονται στην έγερση έμφυλων ρόλων, ή μιας σεξουαλικής κανονικότητας, πολλές ακόμα δεν αποδέχονται την εκμετάλλευση των άλλων ζώων και την αφαίμαξη του πλανήτη, ή πάλι άλλοι απλά λαχταρούν μία άγρια ζωή ασυμβίβαστη με το υπάρχον. Από την άλλη, η τάξη συχνά μετατρέπεται σε ένα αλλοτριωτικό φάντασμα υπονομευτικό για την ατομική αυτονομία κάποιου, οδηγώντας με να πιστεύω πως, μέχρι να αποτινάξουμε τα κατάλοιπα της Μαρξιστικής τελεολογίας, διατρέχουμε τον κίνδυνο να προμαντεύουμε την έλευση της κοινωνικής επανάστασης, αντί να κατανοούμε τους εαυτούς μας ως πρόσωπα επιτιθέμενα στην κυριαρχία διαμέσου μιας αμιγώς εγωϊστικής επιθυμίας για ελευθερία.

Εν τέλει, δεν πιστεύω πως οι αναρχικοί οφείλουν να γίνουν ένα σημείο αναφοράς για τις “καταπιεσμένες”. Αν μη τι άλλο, διατείνομαι πως οι αναρχικές ιδέες και πράξεις θα όφειλαν να καταστούν προσιτές σε όσους φυλάνε μία φλόγα στα μάτια τους. Αντί να κατατρίβομαι με την αναγκαιότητα να επικοινωνήσω με τους “εκμεταλλευόμενους”, προτιμώ να σκέφτομαι το πως οι αντιλήψεις και οι δράσεις μου θα αποκτήσουν σημασία για όσες σιχαίνονται ήδη τον παρακμιακό αυτό κόσμο και είναι πρόθυμες να ρισκάρουν προκειμένου να τον απολαύσουν να καταρρέει για τα καλά.

Σκέψη και δράση

“Οι θεωρητικοί που δεν ζουν μια εξεγερτική ζωή, δεν λένε τίποτα που να αξίζει να λεχθεί και οι ακτιβιστές που δε σκέφτονται κριτικά δεν πράττουν τίποτα που να αξίζει να γίνει”.

W. Landstreicher

Συμφωνώ με τον ισχυρισμό που θέτει την θεωρία και την πράξη ως δύο εγγενώς συνυφασμένα στοιχεία, αλλά, εν αντιθέσει με ότι υποστηρίζεται στην συνέντευξη (“Η θεωρία προκειμένου να είναι αποτελεσματική πρέπει να προκύπτει από την πράξη, όχι το αντίστροφο”), δεν συμφωνώ πως η πράξη οφείλει να καθοδηγεί την θεωρία. Θεωρώ πως οι ιδέες κατευθύνουν την δράση και ωσαύτως η δράση θέτει τις ιδέες υπό διαπραγμάτευση. Δεν διαπιστώνω κάποια σχέση ιεραρχίας μεταξύ των δύο, γιατί πράγματι θα μπορούσαμε με μία αναρχική έποψη να τις συλλάβουμε σαν αδιαίρετο σύνολο.

Νομίζω πως μήτε οι δράσεις μήτε οι ιδέες δύνανται να διασφαλίσουν κάποια εγκυρότητα βάσει του ποια τις πραγματοποίησε ή τις εξέφρασε. Ένα κείμενο “κατάφορτο με δημαγωγία” ( και δεν αναφέρομαι σε κάποιο συγκεκριμένο κείμενο ) παραμένει ένα επιβλαβές κείμενο, ανεξαρτήτως ποιος ήταν ο συντάκτης και υπό ποιες συνθήκες το έγραψε. Ο διάλογος μεταξύ στοχασμού και δράσης είναι θεμελιώδης στο ξεχωριστό μονοπάτι κάθε ατομικότητας, αλλά, παράλληλα υπερβαίνει την σφαίρα της ατομικής άμεσης ευθύνης. Ένα κείμενο σε μία εφημερίδα υποστηρικτικό και προπαγανδιστικό ως προς την διάδοση ορισμένων πρακτικών έχει την ίδια αξία αναφορικά με την εκπλήρωση του σκοπού του, ήτοι την μεταφορά ενός κειμενικού μηνύματος, με το ίδιο περιεχόμενο, που εμφανίζεται σε μία ανάληψη. Το ουσιώδες, κατά την γνώμη μου, είναι η μέθεξη μεταξύ λέξεων και πράξεων να μην διακοπεί. Ειδάλλως, καταντούν κούφια λόγια ή αμεταβίβαστες πράξεις.

Όσον αφορά την διαλογή των δράσεων και την ενδεδειγμένη προσέγγιση σχετικά με αυτές, θαρρώ πως δεν υφίστανται σπουδαιότερες δράσεις ή δράσεις αποτελεσματικότερες εν συγκρίσει με άλλες. Θεωρώ πως η αποτελεσματικότητα είναι ένα ιδίως θολό χαρακτηριστικό. Καμία δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων τις συνέπειες μιας ενέργειας, συγκυριακά, μπορεί μία ενέργεια εκ πρώτης όψεως ευκαταφρόνητη για μας, όπως η υπερπήδηση των τουρνικέ σε ένα μετρό, να πυροδοτήσει ταραχώδεις διαδηλώσεις και την πυρπόληση κτηρίων δώδεκα ορόφων ψηλά. Αυτό δεν υπονοεί πως το άμεσο καταστρεπτικό αποτέλεσμα συγκεκριμένων δράσεων δεν είναι μεγαλύτερο από άλλων, ή ότι η επιφερόμενη ζημιά σε μια εταιρία είναι ίδια είτε πλήττεις ένα όχημα είτε πλήττεις έναν χειριστή τους. Το θέμα είναι πως δεν ευσταθεί μία μονολιθική κλίμακα αξιολόγησης των συνεπειών μίας εκτελεσμένης δράσης. Σε κάθε μοναδική συγκυρία, διαθέτουμε περισσότερους του ενός παράγοντες να λάβουμε υπόψιν μας. Κάθε άνθρωπος επιλέγει στην βάση των δικών του εκτιμήσεων τι θα έπρεπε να συμπεριλάβει στην αποτίμηση του. Για τον παραπάνω λόγο, δεν διακρίνω κάποια υφέρπουσα δειλία στην απόφαση να μην χτυπηθούν πρόσωπα, και ακόμα λιγότερο πως υπάρχει η έγνοια μην χαθεί η “απήχηση” ( μολονότι ίσως για κάποιους να υπάρχει αυτό το άγχος, ) αλλά υποβόσκει ένας στοχασμός που αξιολογεί βασισμένος σε πολύ διαφορετικές παραμέτρους. Στο διάβα της αναρχικής ιστορίας, όπως ο Alfredo ήδη ανέφερε, οι επιθέσεις εναντίον μηχανών και ανθρώπων έχουν συνυπάρξει χωρίς να προσλαμβάνονται ως διαχωρισμένες και απομακρυσμένες πρακτικές, εμπλουτίζοντας αμφότερες την πολύμορφη αναρχική δραστηριότητα.

Ούτε αντιλαμβάνομαι τις πιο θεαματικές ενέργειες ποιοτικά ανώτερες, καθώς αυτόχρημα συχνά οι πλέον εξαίρετες νοητικές συλλήψεις αδυνατούν να γίνουν κατανοητές, εκτός από λίγες. Τον περισσότερο καιρό, οι εντυπωσιακές δράσεις, ένεκα ότι διαδίδονται κατά κύριο λόγο από τα μέσα της κυριαρχίας, καταλήγουν ακρωτηριασμένες και μυθοποιημένες, προβεβλημένες ως κάτι μακριά πέραν των δυνατοτήτων μας. Επιπλέον, δεν μου φαίνεται πως η ποσοτική διάχυση ενός ειδησεογραφικού προϊόντος είναι κάτι αυτόματα θετικό, ειδικά όταν η διάδοση πραγματοποιείται διαμέσου των καναλιών της εξουσίας. Θεωρώ πως η αναπαραγόμενη από αυτόνομα μέσα πληροφορία, παρά το γεγονός ότι διαδίδεται σε λιγότερα άτομα, είναι αναφανδόν πιο συγκλίνουσα στο περιεχόμενο της, δηλαδή την εξάπλωση της αναρχικής θεωρίας, απ’ ότι συγκριτικά με την συμπερίληψη της στο πρωτοσέλιδο μιας επιφανούς εφημερίδας. Επιπρόσθετα, μου φαίνεται αρκετά αφελές να νομίζουμε πως η προπαγανδιστική διάχυση μπορεί να επιτευχθεί με μέσα πλήρως ελεγχόμενα από τον εχθρό. Είναι ειδικά πασιφανές πως τα μέσα ενορχηστρώνουν μεθοδικά την αποσιώπηση συγκεκριμένων μορφών επιθέσεων.

Όσο για την αιτιολόγηση, πιστεύω πως κάθε ενέργεια διέπεται από την δική της ιδιαιτερότητα και επαφίεται στην κρίση της καθεμιάς να επιλέξει την προσήκουσα μέθοδο δράσης. Άλλωστε, είμαι πεπεισμένος πως αν οι αναρχικές ιδέες εξαπλώνονταν απρόσκοπτα και οι πρακτικές επίθεσης κατά της κυριαρχίας υποστηριζόντουσαν ανοιχτά, τόσο σε εφημερίδες αλλά και σε κείμενα και συζητήσεις, κάθε δικαιολόγηση θα περίσσευε ( εκτός αν επρόκειτο για την ανάδειξη μιας ενέργειας ), αφού δεν θα χρειαζόταν λέξεις ώστε να επικοινωνήσει την σημασία της, αλλά, δυστυχώς αυτή δεν
είναι πάντα η περίπτωση.

Μύθος και Ουτοπία

«Δεν αρκεί να ανατρέψουμε τα είδωλα, να μεταφέρουμε τα όπλα και τον  εξοπλισμό στα χέρια του ανθρώπου, αν αυτός έχει ανέλθει στο επίπεδο που προηγουμένως κατείχαν τα είδωλα.»

«Ο μύθος του σύγχρονου κόσμου εξακολουθεί να είναι η ευλάβεια με την οποία αντιμετωπίζεται η διαδικασία της απελευθέρωσης… Ο ληστής προσλαβάνεται από αυτή την οπτική. Ο επαναστάτης έχει διπλή ισχύ: ως ατομικότητα που αψηφά τον νόμο, και συνεπώς αντιλαμβάνεται την πρόσκληση αυτή και την αποδέχεται, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις συνέπειες, και ως σύμβολο που εδραιώνει τις παράλογες φιλοδοξίες του. Σύμφωνα με την πρώτη οπτική, ο ληστής είναι σύμβολο της ρήξης του κύκλου της αποξένωσης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης, ενώ σύμφωνα με την δεύτερη, μπορεί να γίνει ένα όργανο μέσω του οποίου η αποξένωση και η κοινωνική ενσωμάτωση εν δυνάμει παραμένουν στην φάση του εικαζόμενου μετασχηματισμού.»

«Ο μύθος τελικώς αποτελεί ένα μέρος έξω από την επιθυμία της ατομικότητας, μια ψευδαίσθηση που εκμεταλλεύεται την αδυναμία του ατόμου και το προβάλλει προς το ιδεατό που βρίσκεται εκτός κόσμου. Η μεταφυσική στοχεύει σε συγκεκριμένα αντικείμενα, η θρησκεία σε άλλα, ακόμα και η επανάσταση μπορεί να υποπέσει σε αμφισημία και να στοχεύει σε άλλα. Ο μύθος μπορεί να διασταυρωθεί με άλλους μύθους.»

Αλφρέντο Μ. Μπονάννο.

Στο δεύτερο σημείο της συνέντευξης επιβεβαιώνεται ότι οι μύθοι σχετίζονται με την επαναστατική προοπτική, τον μύθο της κοινωνικής επανάστασης, του ήλιου και του μέλλοντος της αναρχίας που ήταν τόσο διαδεδομένοι στα τέλη του 19ου αιώνα και πλέον έχουν εγκαταλειφθεί. Στο κείμενο ενθαρρύνεται η τόνωση της σύστασης του μύθου, προκειμένου «να αναγεννηθεί η δικαϊκή αναρχία». Όμως είναι αληθές ότι οι μύθοι εξαφανίστηκαν με τον επιστημονικό ορθολογισμό, ή αποτελεί έναν νέο μύθο που αντικαθιστά πολλούς άλλους;

Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να βγάλουμε τον μύθο από το συρτάρι, στο σημείο αυτό δεν γίνεται σχετικός λόγος, πέρα από την γενική απεργία. Πιστεύω ότι ο μύθος, όχι μόνο εμπεριέχει μια εγγενή ακινησία, αλλά και μια «θρησκευτική» πεποίθηση από την οποία πρέπει να απομακρυνθούμε. Δεν είναι τυχαίο πως ο Σορελ, ενώ εξέφραζε την θεωρία περί βίαιης δράσης εναντίον του κράτους, ήταν ταυτόχρονα υπέρμαχος της επαναστατικής κατήχησης και της παραδοσιακής οικογένειας.

Κατά την γνώμη μου, ο μύθος δεν έχει καμία σχέση με την ουτοπία. Εάν τα προηγούμενα αποτελούν μια καθορισμένη και στατική συλλογική κατασκευή που συχνά προβάλλεται στο παρελθόν και μεταδίδεται στο παρόν, στο οποίο η ατομικότητα προσκολλάται. Το τελευταίο είναι κάπως ασαφές μιας και προβάλλεται σε ένα άγνωστο μέρος, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η ουτοπία μεταβάλλεται με τον καιρό, τείνει να προσλαμβάνει ένα άπειρο διαφορετικών μορφών, ενώ ο μύθος αποκρυσταλλώνεται σε μια ενιαία μορφή. Με τον όρο ουτοπία δεν αναφέρομαι, όπως γίνεται συνήθως, σε αυτή την συλλογική κατασκευή, στον στόχο αυτό που πρέπει να επιτευχθεί προκειμένου να γίνει πραγματικότητα «ο επίγειος παράδεισος», αλλά σε εκείνο το απραγματοποίητο ιδανικό που η ατομικότητα κάνει δικό της και το διαμορφώνει με βάση τις δικές της επιθυμίες.

Και τα δυο, έχουν έναν χαρακτήρα που ξεπερνάει την λογική και τον ρεαλισμό, αλλά, ενώ ο μύθος γοητεύει όπως κάθε άλλη πεποίθηση μιας και παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια του εαυτού που συμβαίνει να ενσωματώνει, η ουτοπία είναι μια προβολή του εαυτού και των εντάσεων του στον κόσμο που τον περιβάλλει.

Όσο για τη δράση του Μιχαήλ Ζλομπίτσκι, η πράξη του είναι απίστευτης δύναμης, αλλά δεν μου φαίνεται ούτε θυσία ούτε πράξη ηρωισμού, αλλά η πράξη ενός ατόμου που έχοντας επίγνωση της κατάστασης και του μίσους του, προτιμά να αυτοκτονήσει χτυπώντας τον εχθρό, παρά να συνεχίσει να ζει στις συνθήκες που έβλεπε τους συντρόφους του να βασανίζονται, με τη βεβαιότητα ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Το να μετριάσει τη δράση του είναι μεγάλο λάθος. Έχουν γίνει δεκάδες εμπρηστικές και εκρηκτικές επιθέσεις κατά των γραφείων της FSB και άλλων υπεύθυνων για την κρατική καταστολή, γιατί δεν μιλάμε και για αυτές; Το πνεύμα της θυσίας δεν μπορεί να είναι το κριτήριο που εξυψώνει μια ενέργεια έναντι των άλλων. Η υποστήριξη της δράσης του δεν πρέπει να περνά από τον έπαινο του θανάτου στην πράξη της αυτοθυσίας. Η πράξη του Μιχαήλ εκφράζει μια αξιοσημείωτη επίγνωση των δικών του δυνατοτήτων, μια επίγνωση ότι μια δεδομένη επιλογή μπορεί να συνεπάγεται και τον δικό του θάνατο, και με αυτή τη συνειδητοποίηση επέλεξε, παρ’ όλα αυτά, να ριχτεί ενάντια στον εχθρό. Πολλοί άλλοι έχουν ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν αυτή η επιλογή δεν συνεπάγεται την απώλεια της ζωής τους. Γιατί, αντί να μένουμε στις συνέπειες της πράξης του, δεν μένουμε στην έντονη επιθυμία που τον ώθησε, όπως και άλλους, να δράσει;

Αναρχική προβολή και άτυπη οργάνωση.

«Παραδόξως, δεν προσαρμοστήκαμε στην πραγματικότητα, η πραγματικότητα προσαρμόστηκε σε εμάς».

Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με αυτή τη δήλωση. Αν από την αρχή η «άτυπη» ήταν για πολλούς μια προσέγγιση που επέτρεπε τη συνένωση διαφορετικών πτυχών, ηθικών και πρακτικών, σήμερα, η ίδια η ανάπτυξη του συστήματος θέτει κατηγορηματικά αμφιβολίες για την εγκυρότητα οποιασδήποτε οργάνωσης σύνθεσης. Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και οι αναρχικοί το ίδιο (ευτυχώς), και αν δεν αμφισβητήσουμε την παρέμβασή μας στην πραγματικότητα, θα υποπέσουμε στην αναπαραγωγή ενός κυκλικού τρόπου δράσης.

Αυτό δεν σημαίνει διόλου ότι πρέπει να συμβιβαζόμαστε με τον κόσμο που μας καταπιέζει, αλλά να προσπαθήσουμε να τον γνωρίσουμε καλύτερα, να έχουμε μεγαλύτερη συνείδηση της εξέλιξης και της ανάληψης της πορείας μας προς την εξέγερση. Εάν η μέθοδος παραμείνει ουσιαστικά η ίδια, η επιλογή των στόχων μας, καθώς και το είδος των πρακτικών, μπορούν να τροποποιηθούν, δίνοντας άπειρες διαφορετικές δυνατότητες, που καθιστούν τη δράση μας απρόβλεπτη και ως εκ τούτου δύσκολο να αντιμετωπιστεί από τις δυνάμεις της τάξης.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν «δύο πρόσωπα της σύγχρονης αναρχικής δράσης». Είναι προβληματικό να χωρίζουμε τον αναρχισμό σε ρεύματα, όχι μόνο επειδή προσφέρεται να συμπαραταχθεί με τα ποταπά σχέδια οποιουδήποτε εκπροσώπου εξουσίας, αλλά και επειδή είναι λανθασμένος και δεν επαληθεύεται στην πραγματικότητα, όντας αναγωγικός σε σχέση με όλες τις εξεγερμένες ατομικότητες και τους τρόπους πάλης τους που τις περισσότερες φορές δεν εντάσσονται σε αυτές τις κατηγορίες. Πώς μπορούμε να ξέρουμε αν οι σύντροφοι που έχουν αναλάβει  «ενδιάμεσους» τρόπους αγώνα δεν είναι οι ίδιοι που, ταυτόχρονα, επιτίθενται στην εξουσία μέσω άμεσης δράσης; Ευτυχώς, δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε με κανέναν τρόπο, γιατί χάρη στην ανωνυμία οποιοσδήποτε (αν και όχι πολλοί) θα μπορούσε να έχει πραγματοποιήσει μια συγκεκριμένη ενέργεια. Δεν καταλαβαίνω γιατί η βίαιη δράση δεν μπορεί να εκφραστεί υπέρ συγκεκριμένων αγώνων. Με αυτή την έννοια θεωρώ ότι «ο εξεγερσιακός που για να διευκολύνει μια συλλογική και ποσοτική ανάπτυξη είναι πρόθυμος να περιορίσει και να βαθμονομήσει την καταστροφική βία του» , αντί για εξεγερσιακός είναι περισσότερο ένας πολιτικάντης ή οπορτουνιστής ή και τα δύο. Το γεγονός ότι δεν βάζουμε όριο στους εαυτούς μας, με τις εκτιμήσεις μας και την προθυμία μας να στοιχηματίσουμε τα πάντα, αλλά με τον φόβο να χάσουμε τη συναίνεση τρίτων, δεν έχει να κάνει, κατά την άποψή μου, ούτε με τον εξεγερσιακό αναρχισμό, ούτε με τον αναρχισμό γενικότερα.

Νομίζω ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τον διαχωρισμό μεταξύ των αναρχικών που ικανοποιούν τις προτιήσεις μας και εκείνων που δεν το επιτυγάνουν, και να αξιολογήσουμε την εγκυρότητα μιας πρακτικής από το περιβάλλον πλαίσιο και σε συγκεκριμένες περιστάσεις, καθώς και τις προθέσεις πίσω από αυτήν, γνωρίζοντας ότι τις περισσότερες φορές μπορούν μόνο να προβλεφθούν, οπότε νομίζω ότι είναι καλύτερο να απέχουμε από εικασίες και, μάλλον, να εστιάσουμε στον δικό μας δρόμο.

Ο διεθνισμός είναι ένα θεμελιώδες συστατικό κάθε δράσης με προβολή και προοπτική: ακόμη και η πιο ριζοσπαστική και καταστροφική εξέγερση, αν περιοριστεί σε συγκεκριμένη περιοχή, θα παραμείνει περιορισμένη και θα κατασταλεί ή θα εξαφανιστεί σιγά-σιγά με την πάροδο του χρόνου. Η αλληλεγγύη είναι ένα αναπόφευκτο και ακατάλυτο χαρακτηριστικό του διεθνισμού, αλλά, ταυτόχρονα, δεν είναι το μόνο. Ο διεθνισμός πρέπει να αναπτυχθεί όχι αποκλειστικά από την οπτική της απάντησης, αλλά και από την οπτική της επίθεσης. Αν κάθε ατομικότητα επέλεγε να επιτεθεί στην εξουσία με μακροσκοπικό τρόπο, να προσπαθήσει να αναγνωρίσει τις συνδέσεις του διεθνούς δικτύου κυριαρχίας, να κατανοήσει τα τρωτά του σημεία και τις πιο ευάλωτες στιγμές του.. μέσω της δικής του δράσης, θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει έναν διάλογο που θα χρησίμευε ως ένα σχέδιο για να πραγματοποιήσουμε το όνειρό μας για ανατροπή σε διεθνές επίπεδο. Ως παράδειγμα των παραπάνω, μου έρχονται στο μυαλό πολυάριθμες ενέργειες που έχουν λάβει χώρα σε όλο τον κόσμο μεταξύ Απριλίου και Μαΐου του τρέχοντος έτους, εν μέσω της γενικής περιόδου καραντίνας, κατά των τηλεματικών και ενεργειακών υποδομών.

Προπαγάνδα και διάχυση ιδεών

Πρέπει να ομολογήσω πως ο όρος προπαγάνδα δεν μου ήταν ποτέ ιδιαίτερα αρεστός, θεωρώ πως η σταθερή χρήση του κατά το παρελθόν δεν συνιστά ικανό λόγο να εξακολουθούμε σήμερα να τον επιστρατεύουμε.

Έχοντας ξεμπερδέψει με αυτό, προτιμώ να οριοθετώ τον εαυτό μου στο να μιλάω περί “διάχυσης ιδεών” οι οποίες, όπως οι συντάκτες του Vetriolo περιφρονητικά επισημαίνουν, αφήνει “μία επίγευση απροσδιοριστίας”, κάτι εξόχως σπουδαίο κατ’ εμέ, αφού μόνο η απροσδιοριστία εξασφαλίζει απαραίτητο χώρο για την ατομική ιδιοποίηση και μεταμόρφωση ιδεών ενώ ( κάτι που θα ήθελα να τονίσω ), δεν συνεπάγεται κάποια έλλειψη σαφήνειας.

Συμφωνώ πως η διάδοση αναρχικών ιδεών θα όφειλε πάντα να πηγαίνει χέρι χέρι με την δράση, επειδή κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτούν ανατρεπτική δυναμική. Καθώς οι καιροί αλλάζουν αυτό δεν συνεπάγεται πως τα μέσα μας οφείλουν ωσαύτως να βαράνε ενημερώσεις. Αντιθέτως, τα ξεπερασμένα μας μέσα θα έπρεπε να αλλάζουν τους καιρούς. Από την άλλη, θεωρώ πως ότι υποστηρίχθηκε περί άτυπης οργάνωσης ισχύει εξίσου και στο κομμάτι της διάχυσης ιδεών. Ο χρόνος έχει αποδείξει την ματαιότητα και την ασημαντότητα του πακτωλού ανακυκλωμένων ειδήσεων στα δημοφιλή μέσα ενημέρωσης. Ίσως λοιπόν, αυτήν την στιγμή, ένα σύνθημα γραμμένο σε τοίχο, μία προκήρυξη, μία εφημερίδα, ένα περιοδικό, ένα βιβλίο, μπορεί να θρυμματίσει την ψηφιακή αυτή φαντασμαγορία και να επαναφέρει στην πραγματικότητα όσους ονειροβατούν. Ή και όχι, αλλά πιστεύω πως αξίζει την προσπάθεια. Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης, σε ένα συγκεκριμένο σημείο διαβάζουμε: “…αν θέλουμε να είμαστε αιχμηροί και αποτελεσματικοί με τη δράση μας, δεν μπορούμε να το επιτύχουμε δίχως να λερώσουμε τα χέρια μας με τη χρήση της τεχνολογίας και, κατά συνέπεια, με τη χρήση ενός πραγματικά νοσηρού κι επισφαλούς εργαλείου”. Τι ακριβώς σημαίνει να είμαι αιχμηρός; Το μέτρο αξιολόγησης μας δεν ενδείκνυται να είναι ποσοτικό αναφορικά με την επιλογή των μέσων επικοινωνίας μας, αλλά ποιοτικό. Αν το πρόβλημα έγκειται στην περιορισμένη ικανότητα του έντυπου υλικού να αγγίξει περισσότερους ανθρώπους, νομίζω ότι προέχει να εστιάσουμε την προσοχή μας στην αφοσίωση της καθεμιάς στην διάδοση αυτών των μέσων και των εργαλείων που μας επιτρέπουν να διευρύνουμε τις δυνατότητες μας. Αναμφίβολα, είναι ευκολότερο να συγγράψεις ένα κείμενο και να το μοιραστείς σε ηλεκτρονική μορφή σε σχέση με το να το ανατυπώσεις σε αντίγραφα και να τα μοιράσεις εκ του σύνεγγυς. Κι αν αυτό καθίσταται ολοένα δυσκολότερο για εμάς, φταίει η έλλειψη των κατάλληλων τόπων να τα διανείμουμε και η απουσία των μεθόδων να τα τυπώσουμε σε χαμηλό κόστος. Αντί να παρασυρόμαστε από τις υποσχόμενες στο διαδίκτυο δυνατότητες, βρίσκω πιο ενδιαφέρον το να στοχαστούμε σχετικά με την διάδοση των έντυπων εφημερίδων και περιοδικών μας, το άνοιγμα νέων βιβλιοθηκών, τον διαμοιρασμό βιβλίων, την δημιουργία αρχειοθηκών, την χρησιμότητα της τυπογραφίας και των αυτόνομων εκδόσεων. Και δη μάλλον τώρα, όσο τα κράτη απειλούν να υπάγουν στον έλεγχο τους κάθε εμπορική δραστηριότητα, από την οποία δυστυχώς, είμαστε ολοένα πιο εξαρτημένοι.

Μία ακόμα αμφιβολία που με κατατρέχει είναι αναφορικά με την σημασία του διαδικτύου στην εξάπλωση των δράσεων διαμέσου των αναλήψεων ευθύνης. Η αμεσότητα του διαδικτύου δεν υποκαθιστά την εμβρίθεια των εφημερίδων. Ενημερώσεις για συμβάντα στην άλλη γωνία του πλανήτη πάντα υπήρχαν. Σίγουρα, ο απαραίτητος χρόνος για την διάδοση της είδησης διέφερε, ίσως να ενημερωνόμασταν για μια δράση έναν μήνα αργότερα, αλλά αυτό δεν επιδρά στην ουσία των πραγμάτων.

Αν ο διεθνισμός ήταν ιδιαίτερα ενεργός στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν ευθυνόταν ότι τα νέα ταξίδευαν αστραπιαία παντού, αλλά διότι οι ίδιοι οι σύντροφοι μετακινούνταν από τόπο σε τόπο, δημιουργώντας πλέγματα σχέσεων όπου βρίσκονταν. Πιστεύω πως προκειμένου να αναγεννήσουμε τον διεθνισμό η γραπτή επικοινωνία δεν αρκεί. Πιστεύω πως ο πολλαπλασιασμός των βαθιών αυτών σχέσεων, μέσω των οποίων φιλοδοξούμε να ανατρέψουμε τον κόσμο, είναι αναντικατάστατος.

* Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό CALIGINE πρώτο τεύχος, τον Ιανουάριο του 2021, στα Ιταλικά.

Πηγή: Contra Info

———————————————

Το ακόλουθο κείμενο συνιστά μία απόκριση από τον αναρχικό σύντροφο Alfredo Cospito σε ένα άρθρο που εμφανίστηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού “Caligine”, τιτλοφορούμενο “μερική τροφή για σκέψη επ’αφορμής της σειράς συνεντεύξεων του Alfredo Cospito”. Το τελευταίο, προχωρά σε μία κριτική ορισμένων αποσπασμάτων των συνεντεύξεων “Ποια Διεθνής; Συνέντευξη και συζήτηση με τον Alfredo Cospito από τις φυλακές της Ferrara”, δημοσιευμένων τμηματικά σε 3 διαφορετικά τεύχη της αναρχικής εφημερίδας “Vetriolo”, (Πρώτο μέρος: “Vetriolo”, 2ο τεύχος, Σεπτέμβρης 2018. Δεύτερο μέρος: “Vetriolo”, τεύχος 3ο, Φεβρουάριος του 2019. Τρίτο μέρος: “Vetriolo”, 4ο τεύχος, Μάρτιος του 2020). Η συνέντευξη θα συμπεριληφθεί στην ολότητα της σε έναν επικείμενο τόμο διαμορφωμένο από τον Alfredo και των υπολοίπων συντακτών της εφημερίδας.

“Και τι να κάνουμε;
Τον ευκταίο πόλεμο, τον απαλλαγμένο από κάθε φόβο πόλεμο, τον ανεπιφύλακτο, τον ανηλεή, τον ανειρήνευτο, ακόμα και υπό την διαρκή απειλή μιας εχθρικής ενέδρας, αυτόν που μπροστά από τις συντριπτικές λεγεώνες του αντιπάλου παντρεύει το θράσος, την τόλμη με την προσοχή και την σύνεση. Τον πόλεμο εξόντωσης των βρικολάκων του κεφαλαίου, των θηρίων της τάξης, σε κάθε κρησφύγετο.”

-Luigi Galleani

“Καμία σοφία δεν υφίσταται δίχως έναν κόκκο ανοησίας. Και ο παραλογισμός προελαύνει όταν ο ψυχρός λόγος προχωρά τρεκλίζοντας”

– Roberto Elia, αντι-οργανωτικός αναρχικός (1871-1924)

Μετά χαράς αποδέχομαι την πρόκληση να αντιμετωπίσω την κριτική σου, μία ευκαιρία για μένα που απλόχερα μου προσφέρεις.

Επειδή μου παρέχονται δύο δυνατότητες: Αφενός να αναστοχαστώ και να αναθεωρήσω το περιεχόμενο ορισμένων ισχυρισμών μου, αφετέρου να αναδιατυπώσω πληρέστερα σημεία ανεπαρκώς αποσαφηνισμένα.

Απαραίτητο προοίμιο στα γραπτά μου για κάποια συνιστά η κατανόηση πως αυτά είναι ανοιχτόμυαλα. Δεν διέπομαι από κανένα δόγμα ή βεβαιότητα εκ των προτέρων, είμαι πάντα έτοιμος να αναθεωρήσω εάν αντιληφθώ πως διατύπωσα κάποια ανοησία, δεν έχω “στρατόπεδο” να υπερασπιστώ, εν συντομία, οι σκέψεις μου υπάγονται στην αναρχική μου ελευθερία.

Η τεχνολογική κοινωνία απέχει πολύ από ένα στάδιο “τελειότητας”, συνεπώς, οι “ύπερ-τεχνικοί” δεν είναι ακόμα εύκολα αναπληρώσιμοι. Όταν συζητάμε για ύπερ-τεχνικούς, για επιστήμονες, αναφερόμαστε σε ανθρώπους προσκολλημένους στις ανακαλύψεις τους, απρόθυμους να κοινωνικοποιήσουν τις καινοτομίες τους προκειμένου να μην στερηθούν την αποκλειστικότητα, το κέρδος. Ένα αφήγημα παρόμοιο με το δικό σου, αληθοφανές κατά τα επιφαινόμενα, διακινδυνεύει να μας περιορίσει, κάνοντας μας να δρούμε αποκλειστικά σαν θεατές, όταν αυτήν την στιγμή κατέχουμε ακόμα την δυνατότητα να επιβραδύνουμε μέχρι και σημαντικά αυτήν την επικρατούσα τεχνολογική διαδικασία. Οι ομάδες των επιστημόνων και των τεχνικών χρειάζονται ένα χαρισματικότερο υποκείμενο, με περισσότερη γνώση και  πρωτοτυπία να παρασύρει και να κατευθύνει το έργο τους. Πρέπει πάντα να εκμεταλλευόμαστε τις αδυναμίες μιας ιεραρχικής κοινωνίας. Αυτές οι  “συντεχνίες” δεν είναι δομημένες κατά έναν ελευθεριακό τρόπο, αλλά εξουσιαστικό, πυραμιδοειδή. Στην πραγματικότητα, η τεχνική ιδιοφυΐα μετράει. Δίχως αυτό το κομμάτι του παζλ, όλα επιβραδύνουν, δεν θα έλεγα βραχυκυκλώνουν, αλλά περιστασιακά μπορεί έως και να κάνει το χέρι της προόδου να παλινδρομεί για χρόνια σε έναν συγκεκριμένο τεχνολογικό τομέα. Είναι ακριβώς επειδή, όπως ορθώς επισήμανες, δεν βρισκόμαστε  ακόμη εντός μιας μεγαμηχανής, που αυτή η παραδοχή διαθέτει μία ακλόνητη βάση.

Προχωρώντας με τους προβληματισμούς σου αργότερα προσθέτεις πως δεν πιστεύεις ότι η ταξική πάλη παραμένει η κινητήριος δύναμη των πάντων και ότι : “[…] αν η κριτική μας περιστέλλεται στην άρνηση των προνομίων των λίγων, δίχως να αμφισβητεί την ίδια την ουσία του πολιτισμού και των μεθόδων αναπαραγωγής του, θα καταντήσουμε να ανακατεύουμε απλώς τις κάρτες παρατείνοντας το ίδιο παιχνίδι […]”.

Και έχεις δίκιο, ελοχεύει ένας κίνδυνος εάν η ταξική πάλη δεν είναι πράγματι επαναστατική και αναρχική στο τέλος να αποφέρει μόνο ένα ανακάτεμα της τράπουλας. Αυτό όμως δεν μειώνει την εγκυρότητα του γεγονότος πως μόνο από εκεί μπορούμε να αρχίσουμε ξανά, εκεί έγκειται το σημείο συνάντησης με τις συντρόφους και τους συνταξιδιώτες μας. Το μίσος για την ταξική ανισότητα θα μας οδηγήσει, πρέπει να μας οδηγήσει σε μία ελευθεριακή, αναρχική έποψη του υπάρχοντος. Αποκλειστικά αυτό το μίσος και η εγγενής αίσθηση πως οι καταπιεσμένοι δικαιούνται βάσει κοινωνικής   διάρθρωσης εκδίκηση, μπορούν να προσδώσουν υπόσταση στην ουτοπία, επιτρέποντας της να εκραγεί στα σπλάχνα της κοινωνίας, κατακρημνίζοντας και αναδιαμορφώνοντας κοινωνικές σχέσεις με έναν πρωτόφαντο τρόπο, εκκαθαρίζοντας τον απολυταρχισμό και την εκμετάλλευση. Τι πιστεύω: ότι δεν πρέπει ποτέ να κουραστούμε να πράττουμε διαβιβάζοντας δια της δράσης την επαναστατική προοπτική, την ουσία καθαυτή της ουτοπίας μας. Μόνο μεταξύ των καταπιεσμένων θα επιτύχουμε να συναντήσουμε αδερφούς και αδερφές έτοιμες να διακινδυνεύσουν τις ζωές τους. Εμείς οι ίδιοι οφείλουμε να συγκροτήσουμε το παράδειγμα. Αυτό συνιστά το βαθύ πνεύμα της αναρχικής “μεθοδολογίας”, της αναρχικής πρακτικής. Κάθε μία από τις άμεσες και βίαιες δράσεις μας παραμένει στην συλλογική μνήμη των εκμεταλλευομένων και ενισχύει σταδιακά την σαφήνεια της ουτοπίας μας.Έχω επίγνωση της απλότητας και της αφέλειας των λεγόμενων μου, αλλά είμαι επίσης πεπεισμένος πως στην λιτότητα, στις στοιχειώδεις παρορμήσεις μας για δικαιοσύνη θα βρούμε το κλειδί να αναζωογονήσουμε το αναρχικό κίνημα από τον σκεπτικισμό και τον κυνισμό.

Το να αγνοήσουμε ότι η ταξική πάλη συνιστά την κατεξοχήν κοινωνική δυναμική μου φαίνεται ένα τεράστιο λάθος. Είναι καταπληκτικό το πως σήμερα η τάξη των εκμεταλλευομένων έχει “πείσει τον εαυτό της” πως δεν υφίσταται ως τάξη. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε από την εξουσία σε αυτό το μονοπάτι, κάνοντας το διευκολύνουμε απλά το έργο των αφεντικών μας.

Στην τελική το ομολογούν τα ίδια τα αφεντικά, ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος το εξηγεί όταν σε μία από τις συνεντεύξεις του ισχυρίζεται: “Φυσικά και υπάρχει ταξική πάλη! Και η τάξη μου την έχει κερδίσει, οι πλούσιοι την έχουν κερδίσει!”. Αλίμονο στους ηττημένους… Εξακολουθώ να είμαι βέβαιος πως το ταξικό μίσος είναι ο κύριος μοχλός προκειμένου να ξεχαρβαλώσουμε και να ανατρέψουμε τον υπάρχον κόσμο. Δεν αμφιβάλλω πως τα εφαλτήρια για την πυροδότηση του αγώνα είθισται να απορρέουν από διαφορετικές πηγές σε καθεμία, σεξισμός, σπισισμός, οικολογία, όμως εάν αυτά τα αφηγήματα δεν περιλαμβάνουν επιπλέον στην βάση τους έναν ταξικό λόγο δεν οδηγούν πουθενά, αν όχι σε μια διευθέτηση, σε ένα ραφινάρισμα της δημοκρατίας. Το έχουμε δει αυτό να συμβαίνει εδώ στην Ιταλία με τους αγώνες για απελευθέρωση των ζώων όταν κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε πως δίπλα μας βρισκόντουσαν πολιτικοί, Κουλουκιστές, δεξιοί “οικολόγοι” και ευαίσθητοι αστοί.

Αυτό δεν συνεπάγεται πως, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα, ο αντιτεχνολογικός λόγος είναι κεντρικός, όμως ο συλλογισμός παγιδευμένος σε σχηματοποιημένες διαστάσεις: “σεξισμός”, “σπισισμός”, “οικολογία” μας αποστερεί την απαραίτητη συνοχή και σφαιρικότητα ώστε να επιδράσουμε στην σύνολη πραγματικότητα. Ένα φυτό δίχως ρίζες μαραίνεται, οι δικές μας ρίζες ως αναρχικοί είναι ιστορικά βαθιά συνυφασμένες με μία επαναστατική πρόσληψη της ταξικής πάλης. Αν απαλείψουμε την φιλοδοξία για κοινωνική δικαιοσύνη θα μείνουμε τόσο λίγοι, στην καλύτερη περίπτωση ελευθεριακοί “αριστοκράτες” αποξενωμένοι από το κοπάδι, ή στην χειρότερη παντογνώστες ξεροκέφαλοι φιλόσοφοι, όσο και άχρηστες.

Προχωρώντας, οι μεταγενέστεροι προβληματισμοί σου με έκαναν να σκεφτώ σχετικά με την δυσχέρεια μου να επικοινωνήσω με σαφήνεια ορισμένα θέματα. Φυσικά το λάθος είναι εντελώς δικό μου, καθώς μη έχοντας μεγάλη γλωσσική ποικιλία καταλήγω συχνά να παρεξηγούμαι.

Ισχυρίζεσαι πως: “[…] δεν διακρίνω κάποια υφέρπουσα δειλία στην απόφαση να μην χτυπηθούν πρόσωπα, και ακόμα λιγότερο πως υπάρχει η έγνοια μην χαθεί η “απήχηση” […], οι επιθέσεις εναντίον μηχανών και ανθρώπων έχουν συνυπάρξει χωρίς να προσλαμβάνονται ως διαχωρισμένες και απομακρυσμένες πρακτικές […]”, επιπλέον δεν συμφωνείς πως: “[…] οι επιθετικές ενέργειες χαρακτηρίζονται από ποιοτική ανωτερότητα.”

Επέτρεψε μου να τονίσω πως στα γραπτά μου δεν σοβεί ουδεμία περιφρόνηση προς τις αποκαλούμενες “μικρές” ή τις “οικειοποιήσιμες δράσεις”. Η αλήθεια είναι πως θα ήταν περιττό από μεριάς μου να προκρίνω αυτού του τύπου ενέργειες, καθώς αυτόχρημα είναι οι μόνες εφαρμόσιμες με μία οιονεί σταθερότητα. Θα έμοιαζε σαν να χτυπάω μία ήδη ανοιχτή πόρτα αν επαναλάμβανα τα προφανή τετριμμένα. Και εφόσον διέπομαι ακόμα από την ψευδαίσθηση πως συνεισφέρω ( τουλάχιστον κριτικά ) στον αγώνα, η επισήμανση της προαναφερόμενης έλλειψης θα μπορούσε ( μπορεί ) να αποβεί χρήσιμη. Η λεγόμενη “επιθετική δράση” έχει καταντήσει ταμπού, αλίμονο σε όποια στοχεύει ψηλότερα. Αν σύντροφοι ένιωσαν κατηγορούμενοι για λιποψυχία, απολογούμαι, ποτέ δεν εννόησα κάτι παρόμοιο. Συμφωνώ απολύτως μαζί σου. Όχι απλώς αυτές οι δράσεις συνυπάρχουν, αλλά αν αποσκοπούμε να ανασκουμπωθούμε και να αποτελέσουμε πραγματική απειλή για την κυριαρχία, επιβάλλεται κατ’ ανάγκη να συνυπάρχουν. Για να είμαι ξεκάθαρος, δεν πέρασα τα χρόνια μου πυροβολώντας διαχειριστές, συμμετείχα σε διαδηλώσεις, πορείες, μικρές και πολύ μικρές δράσεις, σε καμία περίπτωση όμως δεν κατάφερα και δεν ήθελα να εμποδίσω τον εαυτό μου να φτάσει μακρύτερα, να διακινδυνέψει περισσότερα. Ενίοτε, ένα σχοινοτενώς σχεδιασμένο χτύπημα είναι χρήσιμο, μοιάζει με μία οιονεί δοκιμή του εμπράγματου των καταστάσεων, του εμπράγματου χαρακτήρα της καθεστηκυίας κοινωνίας.

Για παράδειγμα, μετά τον τραυματισμό του Adinolfi στην Ansaldo, παρουσιάστηκαν δείγματα αλληλεγγύης με τους επιτιθέμενους, οι πρωτοβουλίες κατά της τρομοκρατίας στην Γένοβα εγκαταλείφθηκαν, η πλατεία άδειασε.

Ποιος το περίμενε αυτό; Εγώ σίγουρα όχι…

Οι ιστορικές συγκυρίες εναλλάσσονται και η συνείδηση του “λαού” παλινδρομεί, πρέπει είμαστε ικανοί, δίχως κάποια υποχρέωση εξειδίκευσης στον “ένοπλο αγώνα”, να αντιλαμβανόμαστε την φορά του ανέμου… Δεν είχα κρατήσει ποτέ στην ζωή μου όπλο. Εν ολίγοις, επιζητώ να μιλήσω για τις “αναβαθμισμένες” δράσεις επειδή καμία δεν αναφέρεται σε αυτές, δεν συμπεριλαμβάνονται ούτε ενημερωτικά μεταξύ των υποθετικών κατευθύνσεων. Δεν πιστεύω πως φταίει ο φόβος, αλλά οτι οι περισσότερες συμπεραίνουν ότι προαπαιτείται εξειδίκευση, αποθαρρύνονται και τελικά εγκαταλείπουν.

Με την έως τώρα συσσωρευμένη εμπειρία μου καταλαβαίνω πως η λογική με την πραγματικότητα δεν βαδίζουν πάντα χέρι χέρι, συχνά αποκλίνουν. Ισχυρίζεσαι πως η υπερπήδηση τουρνικέ του μετρό μπορεί να αποβεί πιο επαναστατική ένεκα της απόλυτης ευκολίας οικειοποίησης της. Η λογική μου το επιβεβαιώνει αυτό… όμως έπειτα, όταν θέτω σε κίνηση την “επιθετική” μου απόπειρα στην οποία διακυβεύω την ζωή μου, η ελευθερία, τα αισθήματα και τα πάθη που επενδύω είναι αναφανδόν πολυτιμότερα. Η ισχυρή χειρονομία, τελεσμένη ατομικώς ή με την συνεισφορά άλλων ανθίσταται στην φθορά του χρόνου, σε χαρακτηρίζει, δεν ξεθωριάζει, σου ανήκει, γίνεται μία διαχρονική μαρτυρία.

Επιπλέον, δεν πρέπει να υποτιμούμε τον δυνητικό αντίκτυπο μιας ομόλογης εύρωστης χειρονομίας στους ανθρώπους. Αν πράγματι διεπόμαστε από μία επαναστατική προοπτική, αντίστοιχες πράξεις μακροπρόθεσμα προσδίδουν αξιοπιστία στον σχεδιασμό μας, συνέχουν την υπόσταση μιας ολοκληρωμένης εναντίωσης στο υπάρχον, ανεξαρτήτως κόστους. Όσες διακινδυνεύουν τις ζωές τους δεν παίζουν. Όσοι πυρπολούν τις γέφυρες στο πέρασμα τους δεν μπορούν να επιστρέψουν πίσω.

Εγώ, ο εκμεταλλευόμενος, σας εμπιστεύομαι καθώς κατανοώ ότι σοβαρολογείτε.

Η έλξη μου προς την Αναρχία ως νεαρό αγόρι οφειλόταν κατά μεγάλο βαθμό στην γοητευτική επίδραση ορισμένων προσωπικοτήτων, ορισμένων αρχέτυπων τρόπων ζωής, όπως του Ανρί, του Ραβασόλ, του Νοβατόρε, του Σαμπάτε, του Φακέριας, πάνω στην δεκαεξάχρονη τότε φαντασία μου. Αν η Αναρχία είχε περιχαρακωθεί στα φιλοσοφικά δοκίμια ή στα δημοκρατικά εγχειρίδια αυτοδιαχείρισης, τίποτα δεν θα είχε φουντώσει ανεξέλεγκτα εντός μου. Η ηπιότητα, η φρόνηση, η μετριοπάθεια, ο ρεαλισμός απλώς κατασβήνουν πάσα επαναστατική πυρά. Παραπέμπω σε δήλωση του Πιερ Κάρλο Μαζίνι ο οποίος, κάθε άλλο παρά ύποπτος για εξτρεμισμό μπορεί να θεωρηθεί, σαν παροιμιώδης εμπειρογνώμονας της αναρχικής ιστορίας εκφράζει μία σύλληψη που στην απλότητα της με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο: “[…] η φήμη των τρομοκρατών και των παρανόμων ποτέ δεν μας ζημίωσε, επειδή οι άνθρωποι τρέφουν τοιουτοτρόπως κάποια συμπάθεια για τον εκδικητή. Απεναντίας, θα ισχυριζόμουν πως η εν λόγω φήμη ανέκαθεν μας καταξίωνε ενώπιον των λαϊκών μαζών”.

Οφείλουμε οπωσδήποτε να έχουμε επίγνωση πως οι “τακτικές” μας, οι “στρατηγικές” μας, προέχει να συνιστούν την διάλεκτο με την οποία το επαναστατικό κίνημα απευθύνεται στους άντρες και στις γυναίκες ως είναι σήμερα, όχι όπως θα έπρεπε να είναι ή θα θέλαμε να είναι.

Στην ηλικία των δεκαέξι χρονών ήμουν “ανώριμος” και θαμπωμένος από τον μύθο της επανάστασης και της ατομικής εξέγερσης, συνεπώς σήμερα το ίδιο μπορεί να ισχύει για εκατομμύρια αδερφούς και αδερφές. Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμήσουμε την σαγήνη και την παρακίνηση που μόνο τα παραπάνω προσφέρουν αφειδώς.

Υποδειγματικές χειρονομίες, προπαγάνδα των γεγονότων, ζωές δοσμένες στην ασίγαστη ένταση κακοτράχαλων και απεγνωσμένων αγώνων, λαχτάρα και ελπίδα για μία επαναστατική παλιγεννεσία, για τον μελλοντικό σπινθηροβόλο ήλιο. Είναι απαρέγκλιτη πεποίθηση μου πως στις ρίζες κάθε αλυσοδεμένης γυναίκας και άντρα αυτές οι φιλοδοξίες μπορούν να προκαλέσουν ρήγμα.

Στην καρδιά κάθε εκμεταλλευόμενης και καταπιεσμένης σοβεί μία δριμεία προσδοκία για κοινωνική δικαιοσύνη, εξίσου όμως και για εκδίκηση, για αντίποινα. Απάλειψη, εξαφάνιση, καταστολή, κάθαρση των αρνητικών, βάναυσων, εκδικητικών συναισθημάτων, η διατήρηση αποκλειστικά της τάσης για κοινωνική δικαιοσύνη, ισοδυναμεί με απαξίωση, εξημέρωση της απόλυτης αυτής φιλοδοξίας για δικαιοσύνη, για ότι είναι σωστό.

Αποστερώντας τους εαυτούς μας από τα ζωτικά αυτά ένστικτα, το μίσος, την εκδίκηση, υποβαθμίζουμε και εξημερώνουμε ουσιαστικά το ανθρώπινο ον, προλειαίνοντας αυτόχρημα το έδαφος για την έλευση της τεχνολογικής κοινωνίας. Παραδίδοντας έτσι τους εαυτούς μας ανήμπορους σε μία μελλοντική “ακριβοδίκαιη” κοινωνία, άκρως ρευστή, αναίσθητη, ψυχρή και απάνθρωπη… τότε θα είναι η εποχή της κυριαρχίας των μηχανών, της τεχνητής ευζωίας, του θανάτου των παθών.

Σήμερα, ακόμα και μεταξύ ημών των αναρχικών, η έλλειψη πάθους επενδύεται τα χρώματα της φρόνησης και του ρεαλισμού. Κάθε φορά που φρενάρουμε τυχόν χειρονομίες αδιέξοδων εξεγέρσεων, αφοπλίζουμε την αναρχία, δολοφονούμε την ουτοπία, σκοτώνουμε την ελπίδα αποξενώνοντας τους εαυτούς μας ολοένα περισσότερο.

Οι καταστασιακοί μας δίδαξαν πως υπέρμετρα απόκοτες και βίαιες πράξεις μας μετατρέπουν σε μάρτυρες, μας απομακρύνουν από τους ανθρώπους. Πως η θεαματική κοινωνία προβάλλει τις όποιες ισχυρές χειρονομίες  μετατρέποντας τους καταπιεσμένους σε παθητικούς θεατές μίας καταξιωμένης πρωτοπορίας.

Στην πραγματικότητα, παραμένοντας στις “θέσεις” μας μεταξύ των “λαϊκών μαζών”, δίχως να επιχειρούμε παραπάνω απ’ όσα είθισται να κάνουμε, γινόμαστε ένα αδιαχώριστο τμήμα της άμορφης, μεμψιμοιρούσας, παθητικής αγέλης.

Διαγράφουμε κύκλους ξανά και ξανά ομφαλοσκοπώντας διαρκώς… ένας οιονεί μετά-καταστασιασμός μας έχει δέσει χειροπόδαρα. Το άγχος μην ανακηρυχθούμε πρωτοπορία, μην αποξενωθούμε από τις “πλατιές μάζες” δεν συνέβαλε στην προσπάθεια μας να πρωταγωνιστήσουμε σε κάποια κοινωνική ανατροπή, απεναντίας, μας μετέτρεψε σε θεατές μίας μέτριας πραγματικότητας στην οποία κάθε μέρα νιώθουμε ολοένα και πιο ανίκανες να δράσουμε.

Οι κουβέντες μας, έμπλεες φρόνησης και “κοινής λογικής” εξυπηρετούν μόνο στην μοιρολατρική διαβεβαίωση πως τίποτα περισσότερο απ’ ότι κάνουμε στην δεδομένη ιστορική στιγμή δεν μπορεί να γίνει. Και όταν κάποια από μας τολμάει να εξαπολύσει λόγια τόσο άσεμνα όσο και παρακινδυνευμένα, όπως για παράδειγμα πως είναι πολύ πιο αποτελεσματικό, όμορφο και άξιο να θέσεις εκτός μάχης έναν τεχνοκράτη από την παράκαμψη χιλιάδων τουρνικέ… τότε νιώθουμε αποπροσανατολισμένοι αν όχι θιγμένοι και διαμαρτυρόμαστε για επιπολαιότητα συνιστώντας ακόμα περισσότερη μελέτη. Να το ξεκαθαρίσουμε πως κατά το παρελθόν έχω επίσης αισθανθεί αποπροσανατολισμένος και εύθικτος, τα αναφέρω τα παραπάνω και ως ένδειξη αυτοκριτικής.

Στην εξουσία ορισμένες λέξεις, ορισμένες «στάσεις» δεν περνούν απαρατήρητες, το σύστημα σε αυτές τις περιπτώσεις ανησυχεί, χτυπά και καταπιέζει. Είναι η ίδια η ουσία της ολοκληρωτικής δημοκρατίας, ορισμένες σκέψεις δεν μπορούν καν να εκφραστούν, στο διάολο η «ελευθερία» του λόγου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μια επιτακτική λογική ωθεί τη δημοκρατία να απαντήσει με καταστολή, είναι θέμα επιβίωσης του ίδιου του συστήματος.

Και αυτός ο φόβος που καταλαμβάνει τη δημοκρατία πρέπει να μας κάνει να προβληματιστούμε γιατί αναδεικνύει μια μεγάλη αντίφαση.

Ορισμένοι συλλογισμοί με την απλότητά τους είναι πιο κατανοητοί από τον «λαό» παρά περίπλοκες και όμορφες κοινωνιολογικές ή φιλοσοφικές διατριβές.

Η δημοκρατία δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της να εκφράζονται ξεκάθαρα ορισμένες σκέψεις και ορισμένες λέξεις να χρησιμοποιούνται ατιμώρητα, γιατί θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ρήξη μεταξύ των καταπιεσμένων, μεταξύ των αποκλεισμένων.

Αυτά τα λόγια χωρίς διακυβεύματα, για μένα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα, γιατί μου έχουν κοστίσει και θα μου κοστίσουν περισσότερα χρόνια στη φυλακή, αλλά είναι ο τρόπος μου να αντιστέκομαι, να αντεπιτίθεμαι. Πολλοί σύντροφοι και «ορθολογικοί» άνθρωποι πιστεύουν ότι το να συνεχίζω με πείσμα να γράφω ορισμένα πράγματα στην κατάσταση στην οποία βρίσκομαι είναι ανόητο. Ίσως και να είναι, όμως το σίγουρο είναι ότι η στάση μου δεν εμπνέεται ούτε από φρόνηση ούτε από σύνεση. Αλλά σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από τεχνολογία, κυνισμό και ωφελιμισμό, στο τέλος της ημέρας, ο «ορθολογισμός» είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπισή του, αν όχι το πάθος, το συναίσθημα, ο θυμός, το μίσος και ένα «κομμάτι» τρελής ασυνειδησίας.

Τώρα φτάνουμε στο επώδυνο σημείο, στην πέτρα του σκανδάλου: τον «μύθο».

Εδώ η ανάλυσή σου έχει πετύχει τον στόχο της, κάνοντάς με να σκεφτώ πολύ. Προσπάθησα να αμφισβητήσω την άποψή μου, αλλά επιμένω στην ιδέα μου. Όσο και αν το να σταθώ σε αυτό το σημείο μπορεί να είναι ασυνήθιστο και αντιφατικό για έναν αναρχικό, πρέπει να συνεχίσω να δίνω σημασία στη «γοητεία του μύθου». Λέτε ξεκάθαρα: «Δεν καταλαβαίνω γιατί να βγάλετε τον μύθο από το συρτάρι, όταν δεν γίνεται πλέον λόγος για αυτόν από τις μέρες των μεγάλων γενικών απεργιών.. Νομίζω ότι ο μύθος δεν έχει καμία σχέση με την ουτοπία. Αν η πρώτη είναι μια συλλογική κατασκευή καθορισμένη και στατική, που συχνά προβάλλεται στο παρελθόν και παραδίδεται στο παρόν, στην οποία το άτομο εμμένει, η δεύτερη είναι αόριστη γιατί προβάλλεται αλλού, σε έναν άγνωστο χώρο και χρόνο, το άτομο το κάνει δικό του και το διαμορφώνει σύμφωνα με τις επιθυμίες του».

Διαβάζοντας τα λόγια σου κατέληξα σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα. Είμαι πεπεισμένος ότι ο μύθος που μόλις έχει αφαιρεθεί από το «συρτάρι» μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την απώλεια ελπίδας που μας έχει πιάσει εδώ και αρκετό καιρό, οδηγώντας μας προς την κάθαρση (την επανάσταση) που θα γεννήσει το νέο, το εντελώς νέο. Υπάρχει κάτι θρησκευτικό σε αυτή τη σκέψη μου; Δεν ξέρω, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για άλλη μια φορά η λογική και ο ορθολογισμός αποκόπτονται από τον λόγο μου. Ο μύθος της επανάστασης αρνείται την πραγματικότητα, αλλά χτίζει μια άλλη πραγματικότητα κάνοντας εφικτό το ακατόρθωτο, το αδύνατο.

Αν είχατε δίκιο, το όραμά μου θα ήταν μια αναρχική εκδοχή αντιδραστικής σκέψης που βλέπει τον μύθο ως τη στατική αφήγηση μιας εποχής πάνω από μας. Μια προγονική, αγνή, αυθεντική αναρχική «τάξη» που η ανθρωπότητα έχει εγκαταλείψει, ένας παράδεισος χαμένος. Ουτοπία και μύθος στην περίπτωσή μου συμπίπτουν. Ένας μύθος που, σε αντίθεση με τους αντιδραστικούς, δεν κοιτάζει στο παρελθόν, στον χαμένο παράδεισο που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά στο μέλλον, που προβάλλεται σε ένα ευφάνταστο «μέλλον» . Αυτό δεν μειώνει το γεγονός ότι το «μέλλον» είναι εξίσου απατηλό με το «παρελθόν», γιατί ζούμε στο «παρόν» και το μέλλον είναι ένα φάντασμα, πέρα από το ότι έρχεται.

Αλλά η αναρχική τρομοκρατία, η προπαγάνδα της πράξης, αυτό που οι διάφοροι Μπακούνιν, Καφιέρο, Μαλατέστα, Κροπότκιν όρισαν χωρίς λανθασμένη μετριοπάθεια «ηρωισμό», είναι μια τελευταία μεταληψη προς το «μέλλον», καθιστώντας σαφές σε όλους τη συγκεκριμένη ουτοπία στην ιστορία. Στην κίνηση της καταστροφής το άτομο ζει σε πρώτο πρόσωπο την αναρχία, δείχνοντας στον κόσμο ότι όλα είναι δυνατά, ότι όλα μπορούν να αλλάξουν.

Μόνο έτσι η ουτοπία χάνει την αφαιρετικότητά της και γίνεται ζωντανή ύλη, πραγματική προοπτική για την οποία είναι καλό και σωστό να αγωνιζόμαστε. Αν αδειάσουμε την ουτοπία από την επαναστατική βία θα γίνει ένα παραμύθι νανουρίσματος, μια βαλβίδα ανακούφισης, ένα πολύ ισχυρό ηρεμιστικό στα χέρια αυτών που μας κυβερνούν. Φοβάμαι ότι ο λεγόμενος μετα-αναρχισμός που έχει αποκηρύξει την επαναστατική βία μπορεί να διαβαστεί με αυτόν τον τρόπο. Δεν αμφιβάλλω για την καλή πίστη αυτών των συντρόφων, αλλά ο αφοπλισμός της ουτοπίας ισοδυναμεί κατά την άποψή μου με τον αυτοπυροβολισμό στο κεφάλι.

Εκδικητικές χειρονομίες όπως του Μιχαήλ δημιουργούν αξιοπιστία, ορατότητα, αναγνώριση σε όλες τις πράξεις μας. Δεν ντρέπομαι να αποκαλώ αυτόν τον σύντροφο ήρωα.

Θα μπορούσαμε υποκριτικά να εφεύρουμε έναν άλλο ορισμό, αλλά ένα τριαντάφυλλο, ακόμα κι αν το αποκαλείς με άλλο τρόπο, εξακολουθεί να είναι τριαντάφυλλο, το άρωμά του παραμένει αναλλοίωτο, η ομορφιά του επίσης. Σε άλλες εποχές που η αναρχική ουτοπία χτύπησε στις καρδιές των καταπιεσμένων μαζών, ο Μιχαήλ θα αποκαλούνταν ηρωικός σύντροφος, μάρτυρας της υπόθεσης, κανείς δεν θα είχε συγκλονιστεί. Είναι παράδοξο ότι σήμερα πολλοί από τους αναρχικούς -και που σκανδαλίζονται με ορισμένους όρους «πολεμικούς» (και να ξεκαθαρίσω, ξέρω τη συνέπειά σου, ξέρω ότι δεν είσαι μέρος αυτής της ομάδας) τότε χωρίς ντροπή επικαλούνται ανάλογους χαρακτηρισμούς σε παρελάσεις μνήμης, προς τους «Κούρδους αδελφούς και αδελφές», και συντρόφους-και αναρχικούς-και κομμουνιστές που πέθαναν πολεμώντας το Ισλαμικό Κράτος.

Όσο περισσότερο ριζώνει ένας αγώνας, τόσο περισσότερο έρχονται φυσικά ορισμένοι όροι γιατί είναι αναπόφευκτοι, πηγάζουν από την αλληλεγγύη και τη συμμετοχή των ανθρώπων στον αγώνα και πάνω απ’ όλα δεν έχουν τίποτα ρητορικό.

Το θάρρος είναι τόσο πραγματικό όσο και η δειλία, μερικές φορές η θυσία για κάποιους από εμάς γίνεται, για διάφορους λόγους, αναπόφευκτη. Η αναφορά στον ηρωισμό και τη θυσία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ανήκεις σε ένα παρελθόν του λυκόφωτος ή είσαι ερωτευμένος με τον θάνατο. Το να προσποιείται κανείς ότι η ζωή ενός αναρχικού είναι μόνο ευχαρίστηση και παιχνίδι και ότι δεν συνεπάγεται καμία θυσία είναι αυτοσαρκασμός. Ο Μιχαήλ ήξερε ότι πιθανότατα θα βάδιζε προς τον θάνατο του, ο ίδιος το άφησε να ειπωθεί, η χειρονομία του είχε σκοπό να εκδικηθεί για τους συντρόφους.

Γιατί δεν δεχόμαστε το γεγονός ότι ο Μιχαήλ ήταν ηρωικός στη χειρονομία του; Ίσως επειδή μας μειώνει; Ίσως επειδή ένας αναρχικός πρέπει να είναι πάντα προσκολλημένος στη ζωή σαν καβούρι; Ή επειδή με αυτή την ακραία χειρονομία μας δείχνει στα μούτρα ότι η αναρχία μπορεί επίσης να σημαίνει να σκοτώνεις ή να σκοτώνεσαι; Συμβαίνει κάποιοι αναρχικοί να παίρνουν πολύ σοβαρά αυτό που κάνουν. Και αυτό είναι τρομακτικό, ξέρω, όχι μόνο για την εξουσία. Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό ότι μερικές φορές δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από το να ενεργούν εδώ και τώρα, ακόμη και εις βάρος της ζωής τους και των άλλων.

Αυτή η σκέψη νομίζω ότι πέρασε από το μυαλό του Μιχαήλ εκείνες τις στιγμές, αλλά ποιος ξέρει… αυτή η τραγωδία είναι μέρος της ιστορίας μας. Ακούγεται άσχημο να λέμε, ίσως είναι, αλλά για μένα αναρχία είναι επίσης το άτομο που στέκεται ενάντια στην εξουσία και μετά υποκύπτει. Αλλά σε αυτά τα φυτά που υποκύπτουν, ένας σπόρος στη συνέχεια ανθίζει και πολλαπλασιάζεται μέχρι που μια ωραία μέρα θα είναι η κυριαρχία αυτή που θα υποκύψει. Γραμμική αφήγηση, τόσο απλή όσο και τραγική, αλλά ανατρεπτική. Οι κυνικοί ορίζουν όλα αυτά ως ρητορική, οι μετα-αναρχικοί και οι διάφοροι καταστασιακοί ως «μαρτύριο του εαυτού». Αλλά δεν νοείται φρόνηση έμπλεη από την ευψυχία, το συναίσθημα, το πάθος να ωθήσει, να σεβαστεί το σθένος όσων παράδωσαν τις ζωές τους στην πυρά εν ονόματι του ιδανικού της ελευθερίας.

Ο Μπακούνιν σε αυτό το σημείο θα έλεγε ότι “υποπίπτω” στο αμάρτημα του ιδεαλισμού. Αλλά κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη βάση κάθε κοινωνικού σεισμού, εκτός από τις υλικές ανάγκες, υπάρχει μια ιδέα που μάχεται, που πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά, μια επιθυμία για δικαιοσύνη χωρίς την οποία, υποκύπτουμε. Αν θέλουμε να πυροδοτήσουμε αυτόν τον «σεισμό», πρέπει να ενεργήσουμε ανάλογα, να βρούμε τη προσήκουσα αφήγηση, αυτό αν θέλουμε πραγματικά να ανατρέψουμε τον κόσμο, αν θέλουμε πραγματικά να κάνουμε μια επανάσταση. Η εναλλακτική που έχουμε είναι η απολογία της σταδιακότητας, η φωνή της λογικής: «Τι ανόητο αυτό το αγόρι κατέστρεψε τη ζωή του στο βωμό μιας νέας θεότητας. Αλλά χωρίς μαζικότητα, χωρίς συναίνεση πού ήθελε να φτάσε; Οι καιροί έχουν αλλάξει πρέπει να δοκιμάσουμε άλλους τρόπους, η αναρχική επανάσταση είναι αδύνατη. Δεν είναι πλέον η ώρα για την κατάληψη του χειμερινού παλατιού. Πρέπει να αρχίσουμε να χτίζουμε τώρα και αμέσως τους χώρους ελευθερίας, πρέπει να αλλάξουμε το σύστημα από μέσα».

Ποιος έχει δίκιο; Υπάρχει όμως λόγος; Προτιμώ να με παρασύρουν τα πάθη, το ένστικτο και ναι, η γοητεία του μύθου της επανάστασης. Η παράλογη πεποίθησή μου είναι ότι ο συμβιβασμός δεν αποδίδει ποτέ και ακόμη κι αν ήταν έτσι, θα συνεπαγόταν τόσο πολύ εσωτερικό πόνο που τουλάχιστον όσον αφορά εμένα, απέχω και ακολουθώ τον δικό μου δρόμο. Το πιο κοντινό πράγμα στη γοητεία του μύθου που γνώρισα στη ζωή μου (και που μετά με οδήγησε στην αλυσοδεμένη πραγματικότητα που ζω σήμερα) είναι η FAI-FRI. Η χρήση ενός ακρωνύμιου, που αναφέρεται στις επαναστατικές «επιτυχίες» της ιβηρικής FAI. Που παραπέμπει κάπως στον μύθο του «λαϊκού αγώνα» , όταν η αναρχία ήταν μια ζωντανή προοπτική για εκατομμύρια εκμεταλλευόμενους. Παρήγαγε ένα φαινόμενο που δεν έχει ακόμη αναλυθεί και μεταβολιστεί από τους συντρόφους.

Η διάδοση σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτού του ακρωνύμιου, με ταχύτητα που εξέπληξε τους πάντες, δεν θα μπορούσε να συμβεί, κατά τη γνώμη μου, χωρίς τη γοητεία του μύθου.

Αυτή η εμπειρία μας άφησε κάτι πολύ σημαντικό, τη δυνατότητα σήμερα μιας αναρχικής διεθνούς μέσω της χρήσης ενός ακρωνύμιου που επιμένει στο πέρασμα του χρόνου και κάνει αναγνωρίσιμο στον κόσμο ένα πραγματικό μονοπάτι, με όλες τις αντιφάσεις του, αλλά πραγματικό, συγκεκριμένο, ζωτικό.

Ένα πρακτικό παράδειγμα για το πώς μπορείτε να επικοινωνείτε χωρίς να μπερδεύεστε σε αυταρχικές δομές και συνθέσεις. Μια επικοινωνία μέσα από τις αναλήψεις που ακολουθούν τις πράξεις, που είναι πλέον η κληρονομιά δράσης όλων των αναρχικών της δράσης στον κόσμο. Και σήμερα ζει σε όλες τις διεθνείς εκστρατείες που ανάβουν και σβήνουν αυθόρμητα από τη μια πλευρά του πλανήτη στην άλλη.

Το παράδειγμα που δίνετε για τις πολλές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Απριλίου και Μαΐου κατά των κεραιών είναι ένα από τα πολλά γεγονότα. Ακρωνύμια ή όχι, πιστεύω ότι αυτός είναι ο δρόμος και συμφωνώ απόλυτα. Και αν αυτές οι διεθνείς «εκστρατείες» αρχίσουν να αναπτύσσονται με μια προοπτική σχεδιαστικής επίθεσης όπως ελπίζετε εσείς, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι τουλάχιστον τόσο απρόβλεπτα όσο η ξαφνική εξάπλωση του FAI-FRI στον μισό κόσμο. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η «προβολικότητα» για την οποία μιλάτε μπορεί να κοινωνικοποιηθεί με άλλους χωρίς την κατασκευή δομών και οργανισμών που είναι (κατά τη γνώμη μου) αμβλεία και αλλοτριωτικά εργαλεία.

Στη συνέχεια, στα «δύο πρόσωπα της αναρχίας της πράξης σήμερα» επιβεβαιώνω την «ανάλυσή» μου, είναι δύο διαφορετικές πρακτικές που το ίδιο άτομο μπορεί να εφαρμόσει, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, με διαφορετικούς στόχους, αλλά συγκλίνουσες.

Εγγενής σε μία από αυτές τις μεθόδους είναι «ο φόβος να χαθεί η συναίνεση τρίτων», όπως λέτε, αλλά δεν βλέπω τίποτα κακό σε αυτό.

Ο φόβος της «αποσύνδεσης από τις πραγματικές ανάγκες του λαού» είναι μέρος της εξεγερτικής στρατηγικής όπως έχει αναπτυχθεί τα τελευταία 40 χρόνια.

Έπειτα, υπάρχουν οι «επιθετικές ενέργειες» που σε μια επαναστατική περίοδο βοηθούν να δοθεί η αρχική ώθηση και να διαμοιραστούν τα οφέλη ενός ισχυρού κινήματος μεταξύ του λαού. Σε μια στιγμή κούρασης, όπως αυτή, κρατούν την ουτοπία ζωντανή και δημιουργούν αυτήν την αξιοπιστία που θα μας φανούν χρήσιμα την κατάλληλη στιγμή, αυτό είναι όλο.

Αν μετά μου πείτε ότι ορισμένες «ταξινομήσεις» αυξάνουν και διευκολύνουν την καταστολή, σας λέω ότι μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά όπως η καταστολή δεν είναι επαρκής λόγος για να σταματήσει κανείς να κάνει πράξεις, τόσο λιγότερο επαρκής είναι σαν λόγος για να σταματήσει να σκέφτεται και να γράφει ελεύθερα τις δικές του αναλύσεις.

Διακατέχομαι από μία “παράλογη” πεποίθηση, πιθανότατα ένεκα του ενστικτώδη και ορμητικού μου τρόπου σκέψης και σύνδεσης με την πραγματικότητα. Όπου ελοχεύει ο κίνδυνος εκεί κωχεύει και η λύτρωση.

Τέλος, ήθελα να έρθω αντιμέτωπος με το πρόβλημα της “επικοινωνίας”. Υποστηρίζεις πως επί της προσπάθειας αναβίωσης του διεθνισμού, η επικοινωνία δια των γραπτών κρίνεται ανεπαρκής, αλλά ο πολλαπλασιασμός των βαθιών αυτών δεσμών μέσω των οποίων κάποια μπορεί να οραματίζεται την ανατροπή αυτού του κόσμου, είναι θεμελιώδης.

Ο διεθνισμός και η διεθνής είναι δύο διαφορετικά σχήματα. Όταν αποσκοπούμε στον σχηματισμό μιας διεθνούς της δράσης, τα μεγαλόπνοα μαξιμαλιστικά συστήματα οφείλουν να παραμεριστούν. Πρέπει να κατευθυνθούμε στην υλικότητα των πραγμάτων, στις συγκεκριμένες ανάγκες του αγώνα, στην “αποτελεσματικότητα της δράσης”, στην “απάντηση απέναντι στην καταστολή”.

Ασφαλώς οι άτυπες και βαθύπλουτες σχέσεις είναι ανεκτίμητες, συγγένεια, αλληλοκατανόηση, στοργή, δεν γίνεται να παραπλανούμε όμως τους εαυτούς μας νομίζοντας ότι είναι εφικτό να αποκτήσουμε τέτοιο είδος σχέσεων με όλους τους αναρχικούς παγκοσμίως.

Η προσδοκία μας για οικουμενικό διεθνισμό μας σπρώχνει σε αυτό, αλλά ενδίδοντας στην τάση αυτή θα καταλήξουμε να περιδινούμαστε σαν σβούρες. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την διασπάθιση των ζωών μας σε ένα χιμαιρικό ατελέσφορο κυνήγι.

Για όσο έχουν υπάρξει, οι αναρχικοί δημιουργούν σχέσεις από την μία άκρη του πλανήτη στην άλλη. Συναντάμε και γνωρίζουμε η μία τον άλλον στις διάφορες αγωνιστικές πρωτοβουλίες, οργανώνοντας διαδηλώσεις και διεθνείς συναντήσεις. Οι ιδέες και τα γραπτά μας εξαπλώνονται από την μία μεριά του κόσμου στην άλλη, μία αναπόσπαστη λειτουργία ενός κινήματος που για περισσότερο από έναν αιώνα περιπλανάται στην υφήλιο.

Αλλά η Διεθνής της δράσης πρέπει να δράσει… και μπορεί να το κάνειέχοντας μόνο περιορισμένους στόχους και το κυριότερο όλων να  συγκροτείται αποκλειστικά σε ένα επίπεδο, αυτό της δράσης, της επίθεσης.

Οι ιδεολογικοί στοχασμοί υπάγονται σε ένα πιο σύνθετο επίπεδο, το κινηματικό, στο σύνολο του με την διαλεκτική του γύρω από τις αναλύσεις και την στρατηγική. Η διεθνής υλοποιείται μόνο καθώς ο μεμονωμένος σύντροφος – ή μια συγκεκριμένη σύμπραξη συντρόφων – δρα κομίζοντας διαμέσου των έργων τους θεματικές και αγώνες, προϊόντα της συλλογικής παραγωγής του κινήματος.

Το να ερμηνεύεις την διεθνή ως έναν οικουμενικό χώρο, μία συμπαγή και οργανική ολότητα, θα μετέτρεπε την λεγόμενη μαύρη διεθνή σε ένα οιονεί κόμμα, μία οργάνωση σύνθεσης με ηγέτες, άτεγκτη δομή, ειδικούς της πράξης και της θεωρίας, εν συντομία, ένα σύμφυρμα με τα γνωστά αλλότρια φαινόμενα.

Για να το κατανοήσουμε σε βάθος, η διεθνής της δράσης δεν είναι ο τόπος της “πολιτικής”, αλλά ένα εργαλείο επίθεσης, ένας τρόπος να εκδηλωθούμε στον κόσμο μέσω της “προπαγάνδας με την πράξη”.

Το αναρχικό κίνημα. το περιβόητο “πλασματικό κίνημα” είναι κάτι μακράν διαφορετικό, πρόκειται για ένα θερμοκήπιο μέχρι και αντιφατικών μεταξύ τους αντιλήψεων από το οποίο η διεθνής προσπορίζεται σταθερά έμπνευση.

Μπορείς να αιχμαλωτίσεις καλύτερα την ομορφιά αυτής της γενικής ιδέας αν παραδοθείς στο οφθαλμόλουτρο του κομψού αυτού χορού των δράσεων που πυροδοτούν νέες δράσεις. Θα αρκούσε να αφεθείς σε έναν τέτοιο χορό ώστε να γευτείς πλέρια την δύναμη του. Ας εισακούσουμε τις εκπορευόμενες από αυτές τις δράσεις προτάσεις επανεξετάζοντας τις στην συνέχεια μαζί με τους αδερφούς και τις αδερφές μας.

Δεν χρειαζόμαστε συνέδρια, ομοσπονδίες και συνελεύσεις αλλά άτομα και ομαδοποιήσεις συγγενικά σκεπτόμενων ανθρώπων έτοιμων να χορέψουν αποτεφρώνοντας το πτώμα ενός συντετριμμένου και ισοπεδωμένου κοινωνικού πεδίου σε αναμονή μίας κομβικής σπίθας πριν να μετατραπεί σε παρανάλωμα. Τότε ο κόσμος θα ωριμάσει για το “πραγματικό” κίνημα, στο κοινωνικό και θα μεταβούμε σε μια διαφορετική ιστορία. Θα είναι η εποχή της “επανάστασης” και τότε θα αρχίσει το πραγματικό παιχνίδι να διεξάγεται. Δεν πρέπει όμως να βαυκαλίζουμε τους εαυτούς μας, αυτή η προοπτική δεν προσιδιάζει στην δική μας εποχή. Ευτυχώς μάλιστα, τολμώ να πω, διότι “επανάσταση” θα σημαίνει επίσης συμβιβασμό ή αιματηρό αγώνα εναντίον όσων θα θελήσουν να επιβάλουν την “επαναστατική” τους εξουσία. Σήμερα, οφείλουμε να είμαστε “συγκρατημένες” φιλοδοξώντας την εξ αποστάσεως. Εξού και η συχνή μου αναφορά στον “μύθο της επανάστασης”. Μόνο αυτός ο μύθος μπορεί να εξαπολύσει καταιγίδες και να κατεδαφίσει αυτοκρατορίες. Μόλις αυτό επιτευχθεί θα ξεκινήσουμε από την αρχή, εκεί έγκειται η θαυμαστή ζωή ενός αναρχικού. Πέραν αυτού υπάρχει μοναχά η κενότητα της παραίτησης, της απάθειας, της ήττας.

Alfredo Cospito

Ιανουάριος 1, 2021, Φυλακές Ferrara

Μετάφραση: Δ.Ο Ragnarok

 

Ted Kaczynski: Ένας ερημίτης της άγριας φύσης που μίσησε τον τεχνοβιομηχανικό πολιτισμό.

Στις 10 Ιουνίου ο 81χρονος Τεντ Καζίνσκι, γνωστός ως «Unabomber», εντοπίστηκε νεκρός στο κελί του στο ιατρικό κέντρο της φυλακής Μπούτνερ στη Βόρεια Καρολίνα, όπου εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης χωρίς δυνατότητα αναστολής. Σύμφωνα με τις αρχές, ο Καζίνσκι αυτοκτόνησε στο κελί του, χωρίς μέχρι στιγμής να δίδονται περισσότερες πληροφορίες. Ο Τεντ Καζίνσκι είχε προβλήματα υγείας τα τελευταία χρόνια και είχε μεταφερθεί στην ιατρική πτέρυγα των φυλακών της Βόρειας Καρολίνας το 2021 και αφού είχε εκτίσει 25 χρόνια στις φυλακές υψίστης ασφάλειας Φλόρενς στο Κολοράντο.

 

Ο Τεντ Καζίνσκι γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1942, στο Σικάγο και σε ηλικία 16 ετών εισήχθη στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, σε τομέα των θεωρητικών μαθηματικών. Το 1967, η διατριβή του Καζίνσκι Boundary Functionsκέρδισε το βραβείο Sumner B. Myers για την καλύτερη διατριβή των μαθηματικών της χρονιάς. Στα 25 του, ήταν ήδη ο νεότερος αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Μπέρκλεϋ. Εκεί πήρε και τη συνειδητή του απόφαση να ζήσει ως ερημίτης στην ύπαιθρο της Μοντάνα (1971). Μακριά από τον πολιτισμό και χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Αντιλαμβανόμενος ότι η βιομηχανοποίηση καταστρέφει τη φύση και τη ζωή, ξεκίνησε μοναχικό αγώνα ιδιοκατασκευής και χρήσης βομβών, από σκουπίδια, τις οποίες απέστειλε από το 1978 έως το 1995 σε διάφορους στόχους, προξενώντας το θάνατο σε 3 άτομα και τραυματίζοντας άλλα 23. Δήλωσε ότι θα σταματήσει τη βομβιστική του δράση εάν δημοσιευόταν το έργο του «Βιομηχανική κοινωνία και το μέλλον της». Όταν ο αδελφός του Καζίνσκι, Ντέιβιντ, και η σύζυγος του διάβασαν το δοκίμιο, αναγνώρισαν το στυλ γραφής και ανέφεραν τις υποψίες τους στο FBI, με το αζημίωτο ασφαλώς. Τελικά, στις 3 Απριλίου 1996, οι πράκτορες του FBI συνέλαβαν τον Καζίνσκι στην καλύβα του.

Στη Διαδρομή Ελευθερίας, εκτός των άλλων, έχουν δημοσιευθεί παλαιότερα ένα κείμενο του, όπως απεστάλη στο περιοδικό Green Anarchy, μέσα από τη φυλακή και μια συνέντευξη του στην αναρχική τούρκικη ομάδα Veganarsy, όπως δημοσιεύθηκε από το περιοδικό Anarchy, τχ 61.

Στο προλογικό της αναδημοσίευσης από το Green Anarchy, ο κύκλος σύνταξης της Διαδρομής(φ.8, Νοέμβριος 2002) σημείωνε, μεταξύ άλλων: «Ο Ted Kaczynski δεν είναι αναρχικός, αλλά στρέφεται δυναμικά ενάντια στο σύστημα και ειδικά στην τεχνολογία. Το κείμενο που ακολουθεί είχε σταλεί μέσα από την φυλακή στην εφημερίδα «Green Anarchy». Το κείμενο αυτό περιβάλλεται από ένα μανδύα νομιμότητας, προφανώς για να μπορέσει να «βγει» από την φυλακή». Σημειώνει, λοιπόν, ο Καζίνσκι:

  1. Στόχος είναι η τεχνολογία

Είναι ευρέως αποδεκτό πως «η βασική συνισταμένη που καθορίζει τη σύγχρονη ιστορική διαδικασία προέρχεται από την εξέλιξη της τεχνολογίας» (Celso Furtado). H τεχνολογία, εκτός των άλλων, είναι υπεύθυνη για την παρούσα κατάσταση του πλανήτη και θα ελέγχει και τη μελλοντική εξέλιξή του. Έτσι, η «μπουλντόζα» που πρέπει να καταστρέψουμε είναι η ίδια η σύγχρονη τεχνολογία. Πολλοί αγωνιστές το γνωρίζουν αυτό και έτσι κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να εξαφανίσουν όλο το τεχνολογικοβιομηχανικό σύστημα. Όμως, δυστυχώς, δεν έχουν προσέξει την ανάγκη να χτυπηθούν τα σημεία εκείνα του συστήματος που πονάνε.

Το να σπάσει κανείς τη τζαμαρία κάποιων φαστ-φουντ, όπως τα ΜcDonald’s, δεν έχει νόημα. Όχι ότι με νοιάζει. Δεν μου κάνει διαφορά αν κάποιος κατεβάσει τη τζαμαρία τους ή όχι. Όμως, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί επαναστατική πρακτική. Ακόμη κι αν όλα τα φαστ-φουντάδικα του κόσμου εξαφανίζονταν, το τεχνολογικοβιομηχανικό σύστημα θα είχε υποστεί μόνο ελάχιστη ζημιά, καθώς πολύ εύκολα θα επιβιώσει χωρίς τις αλυσίδες φαστ-φουντ. Έτσι μια επίθεση σε ένα φαστ-φουντάδικο δεν είναι χτύπημα εκεί που πονάει(…).

  1. Η ξυλεία είναι ένα δευτερεύον ζήτημα

Για να χρησιμοποιήσω ένα άλλο παράδειγμα, δεν υπάρχει άνθρωπος που να στέκει στα λογικά του ο οποίος να πιστεύει πως η πραγματικά άγρια φύση θα συνεχίσει να υφίσταται για πολύ εάν συνεχίσει να υπάρχει το τεχνολογικοβιομηχανικό σύστημα. Πολλοί οικολόγοι αγωνιστές πιστεύουν πως αυτό είναι και το σημαντικό και ελπιδοφόρο αδύναμο σημείο που θα κάνει το σύστημα να καταρρεύσει. Στη πράξη όμως, το μόνο που κάνουν είναι να καταφέρονται εναντίον της ξυλείας.(…)

Όμως, από μόνη της δεν αποτελεί επιτυχή επίθεση κατά του συστήματος, (ακόμη και αν οι αγωνιστές κατάφερναν να σταματήσουν την ξυλεία σε κάθε μεριά της γης), καθώς το σύστημα πάλι δεν θα κατέρρεε. (…) Τα ορυχεία και η εκμετάλλευση κοιτασμάτων, η όξινη βροχή, οι κλιματολογικές αλλαγές και η εξαφάνιση σπάνιων ειδών είναι όλοι παράγοντες που καταστρέφουν την άγρια φύση. Επίσης η άγρια φύση εξημερώνεται και τιθασεύεται διαμέσου της ψυχαγωγίας, της επιστημονικής έρευνας, της διαχείρισης των φυσικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων και άλλων όπως ο ηλεκτρονικός εντοπισμός «σημαδεμένων» ζώων, το γέμισμα των ποταμών με ψάρια εκτροφείου και η φύτευση μεταλλαγμένων φυτών.

Η άγρια φύση μπορεί να σωθεί μόνο εάν καταστραφεί το τεχνολογικοβιομηχανικό σύστημα, και κάτι τέτοιο δεν θα επιτευχθεί μόνο με την καταστροφή της (βιομηχανίας) ξυλείας καθώς τα προϊόντα του ξύλου εύκολα αντικαθίστανται με άλλα υλικά. […]

  1. Γιατί το σύστημα είναι σκληρό

Το τεχνολογικοβιομηχανικό σύστημα είναι εξαιρετικά σκληρό εξ αιτίας της λεγόμενης «δημοκρατικής» δομής του και της ευελιξίας που απορρέει απ’ αυτή. Επειδή τα δικτατορικά καθεστώτα τείνουν να είναι στέρεα, οι κοινωνικές εντάσεις και η αντίσταση μεγαλώνουν μέσα σε αυτά και μπορεί να οδηγήσουν σε επανάσταση. Όμως, σ’ ένα δημοκρατικό σύστημα, όταν τα παραπάνω φτάσουν σ’ ένα οριακό σημείο, το σύστημα μπορεί και ελίσσεται, συμβιβάζεται ως ένα σημείο και έτσι επαναφέρει τις εντάσεις σε ένα «ασφαλές» γι’ αυτό επίπεδο.

(…) Έτσι αν θες να χτυπήσεις το σύστημα εκεί που πονάει θα πρέπει να επιλέξεις ζητήματα για τα οποία το σύστημα δεν θα κάνει πίσω, για τα οποία θα παλέψει μέχρι τελικής πτώσεως. Γιατί αυτό που χρειάζεστε δεν είναι ένας συμβιβασμός με το σύστημα, αλλά ένας αγώνας μέχρις εσχάτων.

  1. Είναι ανώφελο να χτυπήσεις το σύστημα με βάση τις δικές του αξίες

Είναι τελείως ουσιαστικό να χτυπήσεις το σύστημα όχι βάσει των δικών του τεχνολογικοβιομηχανικών αξιών, αλλά βάσει των αξιών που είναι ασυμβίβαστες με τις αξίες του συστήματος. Όσο χτυπάς το σύστημα βάσει των δικών του αξιών δεν το χτυπάς εκεί που πονάει και του επιτρέπεις να καθησυχάζει τις φωνές διαμαρτυρίας με το να κάνει κάποιες υποχωρήσεις.

Για παράδειγμα, εάν εξαπολύσεις επίθεση κατά της ξυλείας πρωτίστως επειδή τα δάση είναι αναγκαία για να διατηρηθούν οι υδάτινοι πόροι και οι ευκαιρίες ψυχαγωγίας, τότε το σύστημα μπορεί να απαλύνει τις διαμαρτυρίες χωρίς να συμβιβάσει τις δικές του αξίες: οι υδάτινοι πόροι και η ψυχαγωγία είναι αξίες παντελώς συμβατές με τις αξίες του συστήματος και εάν κάνει κάποια υποχώρηση περιορίζοντας την ξυλεία στο όνομα των υδάτινων πόρων και της ψυχαγωγίας, αυτό δεν είναι παρά μια τακτική υποχώρηση και δεν αποτελεί στρατηγική ήττα όσο αφορά τον κώδικα αξιών του.

Εάν προωθήσεις ζητήματα κατατρεγμένων κοινωνικών ομάδων, όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η ομοφυλοφιλία ή η φτώχεια, δεν προκαλείς τις αξίες του συστήματος και δεν το υποχρεώνεις καν να υπαναχωρήσει ή να συμβιβαστεί. Το βοηθάς με άμεσο τρόπο. Οι πιο σοφοί συνήγοροι του συστήματος αναγνωρίζουν ότι αυτά τα ζητήματα αποτελούν πληγές γι’ αυτό. Έτσι, προσπαθεί από μόνο του να εξαλείψει αυτά τα ζητήματα κι άλλα παρόμοια. Οι φάμπρικες, με τα χαμηλά ημερομίσθια και τις άθλιες συνθήκες εργασίας, μπορεί να αποφέρουν κέρδος σε μερικά αφεντικά, αλλά οι σοφοί υπερασπιστές του συστήματος ξέρουν ότι το σύστημα ως σύνολο λειτουργεί πολύ καλύτερα όταν οι εργαζόμενοι έχουν σωστή μεταχείριση. Έτσι, αν εγείρει κάποιος αυτό το ζήτημα, βοηθά το σύστημα, δεν το αποδυναμώνει.

Πολλοί αγωνιστές μπαίνουν στον πειρασμό να επικεντρωθούν σε μη ουσιώδη ζητήματα όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η ζωή στις φάμπρικες επειδή είναι κάτι εύκολο. Επιλέγουν ένα ζήτημα για το οποίο το σύστημα έχει περιθώρια υπαναχώρησης και για το οποίο θα υποστηριχτούν από διάφορους (Ralph Nader, Winona La Duke, εργατικά σωματεία και άλλους ροζ μεταρρυθμιστές). Ίσως το σύστημα, υπό πίεση, να υπαναχωρήσει λιγάκι, οι ακτιβιστές να δουν κάποιο αποτέλεσμα και να μείνουν με την ικανοποίηση ότι κάτι πέτυχαν. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν θα έχουν επιτύχει κάτι για να καταστρέψουν το τεχνολογικοβιομηχανικό σύστημα.

(…)

5. Οι αγωνιστές πρέπει να επιτεθούν στο σύστημα στα αποφασιστικά σημεία

Για να εργαστούν οι αγωνιστές αποτελεσματικά στην κατεύθυνση της εξουδετέρωσης του τεχνολογικοβιομηχανικού συστήματος πρέπει να πολεμήσουν το σύστημα στα σημεία για τα οποία δεν μπορεί να υπαναχωρήσει. Πρέπει να επιτεθούν στα ζωτικά όργανα του συστήματος. Φυσικά, όταν χρησιμοποιώ τη λέξη «επίθεση» εννοώ μόνο νόμιμα μέσα διαμαρτυρίας και αντίστασης.

Μερικά παραδείγματα ζωτικών οργάνων του συστήματος είναι:

Α. Η βιομηχανία ηλεκτρισμού. Το σύστημα κυρίως βασίζεται στο δίκτυο αυτό.

Β. Η βιομηχανία της επικοινωνίας. Χωρίς άμεση επικοινωνία όπως το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, το e-mail, το σύστημα δεν θα επιβίωνε.

Γ. Η βιομηχανία των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Χωρίς κομπιούτερ, το σύστημα θα κατέρρεε άμεσα.

Δ. Η βιομηχανία προπαγάνδας. (…)

Ε. Η βιομηχανία βιοτεχνολογίας. (…)

(…)

6. Η βιοτεχνολογία μπορεί να είναι ο καλύτερος στόχος για πολιτική επίθεση

Πιθανότατα ο πιο υποσχόμενος στόχος για να εξαπολύσει κάποιος πολιτική επίθεση είναι η βιοτεχνολογία. Παρ’ όλο που συνήθως οι επαναστάσεις γίνονται από μειονότητες, είναι πολύ χρήσιμο να έχεις ένα βαθμό υποστήριξης, συμπάθειας ή έστω συναίνεσης από το γενικό πληθυσμό. Το να έχεις αυτή την υποστήριξη ή τη συναίνεση είναι ένας απ’ τους στόχους της πολιτικής δράσης. Αν επικεντρώσεις για παράδειγμα όλη σου την πολιτική επίθεση στη βιομηχανία ηλεκτρισμού, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να λάβεις όποια υποστήριξη εκτός από αυτή άλλων αγωνιστικών μειονοτήτων, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι αντιδρούν στην ιδέα ν’ αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, και ειδικά σε κάθε τι που τους δυσκολεύει. Γι’ αυτό το λόγο πολύ λίγοι είναι εκείνοι που θα είναι πρόθυμοι να ζήσουν χωρίς ηλεκτρισμό. (…) Και η βιοτεχνολογία αποτελεί ένα ζήτημα πάνω στο οποίο το σύστημα δεν έχει περιθώρια να υπαναχωρήσει. Είναι ένα ζήτημα για το οποίο πρέπει να παλέψει μέχρι τελικής πτώσης, πράγμα που είναι ακριβώς ό,τι χρειαζόμαστε. Για παράδειγμα, αν χτυπήσεις τη βιοτεχνολογία πρωτίστως επειδή μπορεί να προκαλέσει καταστροφή στο περιβάλλον ή επειδή οι γενετικά μεταλλαγμένες τροφές μπορεί να προκαλέσουν βλάβες στην υγεία, τότε το σύστημα μπορεί να μετριάσει την επίθεση σου υποχωρώντας ή κάνοντας συμβιβασμούς –για παράδειγμα εισάγοντας αυξημένη παρακολούθηση της γενετικής έρευνας και πιο αυστηρές δοκιμές και κανονισμούς στις γενετικά μεταλλαγμένες καλλιέργειες. (…)

7. Κάθε βιοτεχνολογία πρέπει να χτυπηθεί ως ζήτημα αρχών, ζήτημα ηθικής

Έτσι, αντί να υπάρχουν διαμαρτυρίες για τη μια ή την άλλη αρνητική επίπτωση της βιοτεχνολογίας, πρέπει να χτυπήσεις όλη τη σύγχρονη βιοτεχνολογία, με τη λογική ότι:

α) είναι μια προσβολή για κάθε ζωντανό οργανισμό,

β) δίνει υπερβολική δύναμη στην εξουσία,

γ) θα καταστρέψει ριζικά βασικές ανθρώπινες αξίες που υπάρχουν εδώ και χιλιάδες χρόνια.(…)

8. Οι αγωνιστές δεν χτυπούν τη βιοτεχνολογία αποτελεσματικά ακόμη

Ορισμένοι αγωνιστές χτυπούν τη βιοτεχνολογία, είτε πολιτικά, είτε άμεσα αλλά απ’ όσο ξέρω εξηγούν αυτή την επίθεση με βάση τις αξίες του ίδιου του συστήματος. Δηλαδή με την καταστροφή του περιβάλλοντος και της υγείας των ανθρώπων.

Και δεν χτυπούν τη βιοτεχνολογία εκεί που πονάει. Για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα σωματικής πάλης ξανά, ας υποθέσουμε ότι έπρεπε να υπερασπιστείς τον εαυτό σου από ένα χταπόδι. Δεν θα μπορούσες να παλέψεις αποτελεσματικά εάν έκοβες τις άκρες των πλοκαμιών του. Πρέπει να χτυπήσεις το κεφάλι του. Όμως, απ’ όσο ακούω, οι αγωνιστές ακόμη παλεύουν με τα πλοκάμια. Προσπαθούν να πείσουν καλλιεργητές, μεμονωμένα, να μην βάλουν γενετικά μεταλλαγμένους σπόρους. Όμως υπάρχουν πολλές χιλιάδες φάρμες, πράγμα που καθιστά εξαιρετικά αναποτελεσματικό να προσπαθεί κάποιος να πείσει έναν-έναν τους καλλιεργητές ν’ αντιταχθούν στην γενετική μετάλλαξη. Θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό να πεισθούν οι ερευνητές-επιστήμονες που ασχολούνται με το θέμα ή τα στελέχη επιχειρήσεων, όπως η Monsanto, να μην ασχοληθούν άλλο με αυτό το πεδίο. Το να πείσει κάποιος έστω και λίγους απ’ αυτούς είναι πολύ πιο χρήσιμο από το να πείσει εκατοντάδες αγρότες να μην φυτέψουν μεταλλαγμένους σπόρους.

9. Χτυπήστε εκεί που πονάειΕίναι σχετικό το αν έχω δίκιο αναφορικά με το ότι η βιοτεχνολογία είναι το καλύτερο ζήτημα για να χτυπήσεις το σύστημα πολιτικά. Όμως είναι αδιαμφισβήτητο πως οι αγωνιστές σήμερα χάνουν πολύτιμη ενέργεια με ζητήματα που έχουν μικρή ή καθόλου σχέση με την επιβίωση του τεχνολογικού συστήματος. Και όταν πάλι αναφέρονται στα σωστά ζητήματα, δεν χτυπούν εκεί που πονάει. Έτσι, αντί να κάνουν άνω-κάτω την επόμενη παγκόσμια σύνοδο κορυφής για το εμπόριο, με εξάρσεις κατά της παγκοσμιοποίησης, οι αγωνιστές πρέπει να σκεφτούν λίγο για το πώς θα χτυπήσουν το σύστημα εκεί που πονάει. […]

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.239, Ιούλιος- Αύγουστος 2023

 

Β μέρος

Τον Μάιο 2007, σε μετάφραση του πυρήνα ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, δημοσιεύθηκε στη Διαδρομή Ελευθερίας, φ. 61, συνέντευξη του Τ. Καζίνσκι στην αναρχική τούρκικη ομάδα Veganarsy, όπως δημοσιεύθηκε από το περιοδικό Anarchy, τεύχος 61. Στο προλογικό σημειώναμε: «Προχωρήσαμε στη δημοσίευση, παρά τις διαφωνίες μας σε αρκετά σημεία, (όπως για παράδειγμα με τις γενικεύσεις που γίνονται σε σχέση με τις κοινότητες που δεν έχουν αφομοιωθεί από τον πολιτισμό), θεωρώντας πως υπάρχουν πολλά σημεία που μπορούν να αποτελέσουν αφορμές για συζητήσεις.

 

Άλλωστε, ο Unabomber ακολούθησε μια υποδειγματική στάση σε σχέση με τις απόψεις του, ακολουθώντας ένα ατομικό τρόπο στάσης και δράσης και δεν παρουσίασε τον εαυτό του ως αναρχικό, προσπαθώντας να καλυφθεί, αλλά υπήρξε και παραμένει ειλικρινής στις απόψεις και τις προθέσεις του, ανεξαρτήτως συμφωνιών ή διαφωνιών».

V: Νομίζω ήσουν μαθηματικός, και δεν πίστευες αυτά που πιστεύεις τώρα; Τι άλλαξε συνολικά τις ιδέες σου; Πότε άρχισες να σκέφτεσαι ότι το πρόβλημα είναι στον πολιτισμό; Μπορείς να πεις με λίγες λέξεις γιατί αρνείσαι τον πολιτισμό; Πώς και πότε αποφάσισες να ζήσεις σε ένα δάσος και να στέλνεις βόμβες;

TK: Μια ολοκληρωμένη απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις θα ήταν πολύ εκτεταμένη και πολύπλοκη, αλλά θα πω τα εξής: Η διαδικασία μέσω της οποίας αρνήθηκα το μοντερνισμό και τον πολιτισμό άρχισε όταν ήμουν 11 χρονών. Σ’ αυτή την ηλικία άρχισα να έλκομαι από τον πρωτόγονο τρόπο ζωής, όταν διάβασα για τη ζωή του ανθρώπου του Νεάτερνταλ. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι να μπω στο Harvard στην ηλικία των 16, συνήθιζα να ονειρεύομαι την απόδραση από τον πολιτισμό και τη ζωή σε κάποιο άγριο μέρος. Κατά την ίδια περίοδο, η αποστροφή μου για τη μοντέρνα ζωή μεγάλωνε καθώς καταλάβαινα όλο και περισσότερο ότι οι άνθρωποι στη βιομηχανική κοινωνία αναγκάζονται να είναι γρανάζια μιας μηχανής, στερούνται την ελευθερία και υπόκεινται στις θελήσεις των μεγάλων οργανισμών που ελέγχουν τις συνθήκες στις οποίες ζουν. Μετά την είσοδό μου στο Harvard, παρακολούθησα κάποια μαθήματα ανθρωπολογίας, μαθαίνοντας περισσότερα για τους πρωτόγονους ανθρώπους και τις γνώσεις που τους βοηθούσαν να ζήσουν στη φύση. Για παράδειγμα, ευχόμουν να έχω τις γνώσεις τους για φυτά που τρώγονται. Αλλά δεν είχα ιδέα για το που να βρω τέτοιες γνώσεις μέχρι περίπου δύο χρόνια αργότερα, ανακάλυψα έκπληκτος ότι υπήρχαν βιβλία για τα φαγώσιμα φυτά. Το πρώτο απ’ αυτά που αγόρασα ήταν το Stalking the Wild Asparagus (Κυνηγώντας το Άγριο Σπαράγγι) του Euell Gibbons, και μετά, όταν γυρνούσα σπίτι απ’ το κολέγιο και το μεταπτυχιακό τα καλοκαίρια, πήγαινα πολλές φορές κάθε εβδομάδα στο προστατευμένο δάσος του Cook County, κοντά στο Σικάγο, για να ψάξω για φαγώσιμα φυτά. Στην αρχή φαινόταν παράξενο να πηγαίνω μόνος μου στο δάσος, μακριά από δρόμους και μονοπάτια. Αλλά καθώς μάθαινα το δάσος και φυτά και ζώα που ζουν σ’ αυτό, μου έφευγε η αμηχανία και ένιωθα όλο και πιο άνετα. Σιγά σιγά γινόμουν όλο και πιο σίγουρος ότι δεν ήθελα να περάσω όλη μου τη ζωή μέσα στον πολιτισμό, κι ότι ήθελα να ζήσω σε κάποιο άγριο μέρος. Στο μεταξύ, πήγαινα καλά στα μαθηματικά. Είχε πλάκα να λύνω μαθηματικά προβλήματα, αλλά στην ουσία τα μαθηματικά ήταν βαρετά και κενά, γιατί για μένα δεν είχαν κάποιο σκοπό. Αν είχα δουλέψει πάνω στα εφαρμοσμένα μαθηματικά, θα είχα συνεισφέρει στην ανάπτυξη της τεχνολογικής κοινωνίας που μισούσα, έτσι δούλεψα μόνο πάνω στα καθαρά μαθηματικά. Αλλά τα καθαρά μαθηματικά ήταν μόνο ένα παιχνίδι. Δεν καταλάβαινα τότε, αλλά και τώρα, γιατί οι μαθηματικοί ήταν ευχαριστημένοι να σπαταλούν όλη τους τη ζωή για ένα μόνο παιχνίδι. Εγώ δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος με τέτοια ζωή. Ήξερα τι ήθελα: να πάω να ζήσω σε ένα άγριο μέρος. Αλλά δεν ήξερα πώς να το κάνω. Σ’ εκείνες τις μέρες δεν υπήρχαν πρωτογονιστικά κινήματα, survivalists, και κάποιος που θα άφηνε μια φιλόδοξη καριέρα στα μαθηματικά για να πάει να ζήσει ανάμεσα στα δάση ή τα βουνά θα θεωρούνταν χαζός ή τρελός. Δεν ήξερα ούτε ένα άτομο που να καταλάβαινε γιατί ήθελα να κάνω αυτό το πράγμα. Έτσι, βαθιά μέσα μου, πείστηκα ότι δεν μπορούσα να αποδράσω από τον πολιτισμό. Επειδή έβρισκα τη μοντέρνα ζωή τελείως απαράδεκτη, μεγάλωσα όλο και πιο ανέλπιδα, μέχρι που στα 24 έφτασα σ’ ένα είδος κρίσης: ένιωθα τόσο μίζερα που δεν μ’ ένοιαζε αν θα πέθαινα ή αν θα ζήσω. Αλλά όταν έφτασα σ’ αυτό το σημείο, μια ξαφνική αλλαγή συνέβη: κατάλαβα ότι αν δεν φοβόμουν αν θα ζήσω ή αν θα πεθάνω, τότε δε θα χρειαζόταν να φοβάμαι για τις συνέπειες του ο,τιδήποτε θα έκανα. Έτσι μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα. Ήμουν ελεύθερος! Αυτό ήταν το σημείο καμπής στη ζωή μου, γιατί τότε απόκτησα κουράγιο το οποίο διατηρώ από τότε. Εκείνο τον καιρό, επίσης, βεβαιώθηκα ότι θα πήγαινα σύντομα να ζήσω στη φύση, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Πέρασα 2 χρόνια διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια για να μαζέψω κάποια λεφτά, κι έπειτα παραιτήθηκα κι έψαξα να βρω ένα μέρος στο δάσος για να ζήσω. Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να απαντήσω το τελευταίο μέρος της ερώτησής σας, αλλά θα σας δώσω μια τμηματική απάντηση αντιγράφοντας αυτό που έγραψα για το περιοδικό μου στις 14 Αυγούστου 1983: «Στις 5 Αυγούστου πήγα ανατολικά. Πήγα στην κρυμμένη κατασκήνωση που έχω σε ένα φαράγγι πέρα απ’ το «Διαγώνιο Φαράγγι». Έμεινα εκεί την επόμενη μέρα, 6 Αυγούστου. Ένιωσα την ειρήνη του δάσους εκεί. Αλλά παρ’ όλο που υπάρχουν φυτά huckleberries και ελάφια εκεί, δεν υπάρχει παρά λίγο παιχνίδι. Επιπλέον, ήταν καιρός από τότε που είδα τελευταία φορά το όμορφο υψίπεδο απ’ το οποίο κατάγονται τα διάφορα είδη του ποταμίσιου σολωμού. Έτσι αποφάσισα να πάω εκεί στις 7 Αυγούστου. Αφού  διέσχισα το δρόμο στους πρόποδες του βουνού Crater, άρχισα ν’ ακούω αλυσοπρίονα· ο ήχος ακουγόταν σα να έρχεται από το τέρμα της ρεματιάς Roaster Bill. Υπέθεσα ότι έκοβαν δέντρα· δεν μου άρεσε αλλά νόμιζα ότι θα μπορούσα ν’ αποφύγω τέτοιες καταστάσεις όταν θα έφτανα στο υψίπεδο. Περπατώντας ανάμεσα στους λοφίσκους, είδα κάτω ένα καινούργιο δρόμο που δεν υπήρχε παλιά, και φαινόταν να διασχίζει τις ράχες που κλείνουν στη ρεματιά Stemple. Ένιωσα κάπως ν’ αρρωσταίνω. Κι όμως, πήγα στο υψίπεδο. Αυτό που είδα μου έσπασε την καρδιά. Το υψίπεδο είχε χαραχτεί με νέους δρόμους, πλατείς και καλοφτιαγμένους. Το υψίπεδο είχε καταστραφεί για πάντα.

Το μόνο που θα το έσωζε θα ήταν η κατάρρευση της τεχνολογικής κοινωνίας. Δεν μπορούσα να το αντέξω. Ήταν το καλύτερο και πιο όμορφο, απομονωμένο μέρος, εκεί γύρω και είχα υπέροχες αναμνήσεις από αυτό. «Ένας δρόμος πέρασε μέσα από λίγες εκατοντάδες πόδια ενός αγαπημένου σημείου, όπου κατασκήνωνα για πολύ καιρό πριν μερικά χρόνια και πέρασα πολλές ευχάριστες ώρες. Γεμάτος θλίψη και οργή γύρισα πίσω και κατασκήνωσα στο South Fork Humbug». Την επόμενη μέρα ξεκίνησα για την καλύβα μου. Η πορεία μου με έφερε σε ένα όμορφο σημείο, ένα από τα αγαπημένα μου μέρη, όπου υπήρχε μια πηγή αγνού νερού που μπορούσες να το πιείς με ασφάλεια χωρίς να το βράσεις. Σταμάτησα και είπα κάτι σαν προσευχή στο πνεύμα της πηγής. Ήταν μια προσευχή στην οποία ορκίστηκα ότι θα εκδικηθώ γι’ αυτό που γινόταν στο δάσος. Το ταξίδι μου συνεχίζεται: «…και τότε επέστρεψα σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσα επειδή είχα κάτι να κάνω!» Μπορείτε να μαντέψετε τι.

V: Ποιος είναι ο λόγος που αποφάσισες να ανατινάξεις τεχνολογικές περιοχές; Πώς νομίζεις ότι μπορούμε να καταστρέψουμε τον πολιτισμό, πώς θα ερχόταν πιο κοντά σε σένα;

TK: Το πρόβλημα του πολιτισμού είναι πανομοιότυπο με το πρόβλημα της τεχνολογίας. Ας εξηγήσω πρώτα ότι όταν μιλάω για τεχνολογία δεν αναφέρομαι μόνο σε υλικές συσκευές, όπως τα εργαλεία και τα μηχανήματα. Περιλαμβάνω, επίσης, τεχνικές όπως η χημεία, η πολιτική μηχανική, ή η βιοτεχνολογία. Επίσης, ανθρώπινες τεχνικές, όπως η προπαγάνδα ή η εκπαιδευτική ψυχολογία, όπως και οργανωτικές τεχνικές που δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν σε ένα προηγμένο επίπεδο, χωρίς τις υλικές συσκευές –τα εργαλεία, τα μηχανήματα και τις δομές– και από τις οποίες εξαρτάται όλο το τεχνολογικό σύστημα. Πάντως, η τεχνολογία, με την ευρύτερη έννοια της λέξης, περιλαμβάνει, όχι μόνο μοντέρνα τεχνολογία, αλλά και τις τεχνικές και υλικές συσκευές που υπήρχαν σε προηγούμενα στάδια της κοινωνίας. Για παράδειγμα, το αλέτρι, ο ζυγός για τα ζώα, τα εργαλεία του σιδηρουργού, η εκτροφή ζώων και η καλλιέργεια φυτών, και οι τεχνικές της γεωργίας, η αγροτική-κτηνοτροφική οικονομία και η μεταλλουργία. Πρώιμοι πολιτισμοί εξαρτιόνταν απ’ αυτές τις τεχνολογίες, όπως και στις ανθρώπινες και οργανωτικές τεχνικές που χρειάζονταν για να εξουσιάσουν μεγάλα σύνολα ανθρώπων. Οι πολιτισμοί δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την τεχνολογία στην οποία βασίζονται. Αντίστροφα, όπου η τεχνολογία είναι διαθέσιμη, ο πολιτισμός πιθανότατα θα αναπτυχθεί αργά ή γρήγορα. Έτσι, το πρόβλημα του πολιτισμού μπορεί να εξισωθεί με το πρόβλημα της τεχνολογίας. Όσο πιο πίσω σπρώξουμε την τεχνολογία, τόσο πιο πίσω θα σπρώξουμε και τον πολιτισμό. Αν μπορούσαμε να σπρώξουμε την τεχνολογία πίσω στη λίθινη εποχή, δεν θα υπήρχε πια πολιτισμός.

V: Θεωρείς ότι η βία είναι δεδομένη;

TK: Βέβαια, η βία είναι δεδομένη. Και είναι απαραίτητη στη φύση. Αν οι κυνηγοί δεν σκότωναν μέλη ενός είδους θηράματος, τότε το είδος του θηράματος θα πολλαπλασιαζόταν σε τέτοιο βαθμό που θα κατέστρεφε το περιβάλλον καταναλώνοντας όλα τα φαγώσιμα. Πολλά είδη ζώων είναι βίαια εναντίον μελών του δικού τους είδους. Για παράδειγμα, είναι ευρέως γνωστό ότι οι άγριοι χιμπατζήδες συχνά σκοτώνουν άλλους χιμπατζήδες. Δείτε το περιοδικό Time, στις 19 Αυγούστου 2002, σελίδα 56. Σε κάποιες περιοχές είναι συχνές οι συμπλοκές μεταξύ αρκούδων. (…)

Ο καθηγητής Coon ξεκαθαρίζει (…) ότι θαυμάζει τους κυνηγούς-συλλέκτες και τους θεωρεί πιο τυχερούς από τους πολιτισμένους. (…) γιατί οι μοντέρνοι άνθρωποι θεωρούν τη βία σαν κακή από μόνη της; Το κάνουν για ένα και μόνο λόγο: έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου από την προπαγάνδα. (…)

V: Πώς βλέπεις τους αναρχικούς, τους οικο-αναρχικούς, τους αναρχο-πριμιτιβιστές; Συμφωνείς μαζί τους; Πώς βλέπεις τη χορτοφαγία/ολική χορτοφαγία; Τι νομίζεις για το να μην τρως και να χρησιμοποιείς ζώα; Τι νομίζεις για το ALF/ELF; Τι νομίζεις για ομάδες όπως η Earth First!, το ELF και τους Gardening Gorillas;

TK: Όλες οι ομάδες που αναφέρετε εδώ είναι κομμάτι ενός κινήματος. (Ας το ονομάσουμε «GA» – απ’ το «green anarchist» / οικο-αναρχικό). Φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι έχουν δίκιο στο βαθμό που αντιτίθενται στον πολιτισμό και την τεχνολογία στην οποία βασίζεται. Αλλά, εξαιτίας του βαθμού αυτού του αναπτυσσόμενου κινήματος, μπορεί στην ουσία να βοηθήσει το τεχνο-βιομηχανικό σύστημα να προστατέψει τον εαυτό του και να λειτουργήσει σαν εμπόδιο στην επανάσταση. Θα εξηγήσω. Είναι δύσκολο να καταστείλεις την εξέγερση ευθέως. Όταν η εξέγερση καταστέλλεται, ξεσπάει πολύ συχνά αργότερα με άλλη μορφή, την οποία οι αρχές αντιμετωπίζουν πιο δύσκολα. Για παράδειγμα, το 1878 η Γερμανική βουλή νομοθέτησε σκληρούς και καταπιεστικούς νόμους ενάντια στο Σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το κίνημα να συντρίβει, τα μέλη του σκορπίστηκαν, συγχύστηκαν και αποθαρρύνθηκαν, αλλά μόνο για λίγο. Το κίνημα σύντομα επανενώθηκε, έγινε πιο ενεργητικό, και βρήκε νέους τρόπους να διαδώσει τις ιδέες του. Έτσι, το 1884 ήταν δυνατότερο από ποτέ (G.A. Zimmermann, Das Neunzehnte Jahrhundert: Geshichtlicher und kulturhistorischer, Ruckblick, Druck und Verlag von Geo. Brumder, Milwaukee, 1902, σελίδα 23). Οι οξυδερκείς παρατηρητές των ανθρώπινων υποθέσεων ξέρουν ότι οι ισχυρές τάξεις μιας κοινωνίας μπορούν να αμυνθούν αποτελεσματικά ενάντια στην εξέγερση, χρησιμοποιώντας ισχύ και άμεση καταστολή μόνο σε έναν περιορισμένο βαθμό, και βασιζόμενοι κύρια στη χειραγώγηση για την εκτροπή/παρέκκλιση της εξέγερσης. Ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία που χρησιμοποιείται είναι αυτό της παροχής καναλιών μέσω των οποίων οι εξεγερτικές παρορμήσεις μπορούν να εκφραστούν με τρόπους που είναι ανώδυνοι για το σύστημα. Για παράδειγμα, είναι ευρέως γνωστό ότι στη Σοβιετική Ένωση το σατιρικό περιοδικό Krokodil σχεδιάστηκε για να δίνει διέξοδο σε παράπονα και στη δυσφορία για τις αρχές με τρόπο που δεν θα οδηγούσε κάποιον σε αμφισβήτηση της νομιμότητας του Σοβιετικού συστήματος ή στο να εξεγερθεί εναντίον του με κανέναν σοβαρό τρόπο. Αλλά το δημοκρατικό σύστημα της Δύσης έχει αναπτύξει μηχανισμούς για την εκτροπή/παρέκκλιση της εξέγερσης που είναι πολύ πιο σύνθετοι και αποτελεσματικοί απ’ οποιονδήποτε άλλον υπήρξε στη Σοβιετική Ένωση. Είναι αξιοσημείωτο, ότι στη μοντέρνα Δυτική κοινωνία οι άνθρωποι εξεγείρονται για τις αξίες του ίδιου του συστήματος, εναντίον του οποίου φαντάζονται ότι εξεγείρονται. Οι αριστεροί εξεγείρονται υπέρ μιας φυλετικής ή θρησκευτικής ισότητας, για ισότητα για τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους, για την ανθρώπινη μεταχείριση στα ζώα, και ούτω καθ’ εξής. Αλλά αυτές είναι οι αξίες που τα Αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προωθούν κάθε μέρα επάνω μας. Οι αριστεριστές έχουν υποστεί τέτοια ενδελεχή πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ που μπορούν να εξεγερθούν μόνο με τους όρους αυτών των αξιών, οι οποίες είναι αξίες του ίδιου του τεχνο-βιομηχανικού συστήματος. Με αυτό τον τρόπο το σύστημα έχει επιτυχημένα κατορθώσει να εκτρέψει/παρεκκλίνει τις εξεγερτικές παρορμήσεις της αριστεράς σε κανάλια που είναι ανώδυνα για το σύστημα.

Η εξέγερση ενάντια στην τεχνολογία και τον πολιτισμό είναι αληθινή εξέγερση, μια αληθινή επίθεση στις αξίες του υπάρχοντος συστήματος. Αλλά οι πράσινοι αναρχικοί (οικο-αναρχικοί), αναρχο-πριμιτιβιστές και ούτω καθ’ εξής (το κίνημα «GA»), έχουν γίνει δέκτες μιας βαριάς επίδρασης της αριστεράς, που η εξέγερσή τους ενάντια στον πολιτισμό έχει σε ένα μεγάλο βαθμό ουδετεροποιηθεί. Αντί να εξεγερθούν ενάντια στις αξίες του πολιτισμού, έχουν υιοθετήσει πολλές πολιτισμικές αξίες οι ίδιοι και έχουν κατασκευάσει μια φαντασιακή εικόνα των πρωτόγονων κοινωνιών που ενσωματώνει αυτές τις πολιτισμένες αξίες. Υποκρίνονται ότι οι κυνηγοί-συλλέκτες δούλευαν μόνο 2 ή 3 ώρες τη μέρα (δηλαδή 14 με 21 την εβδομάδα), ότι είχαν φυλετική ισότητα, ότι σέβονταν τα δικαιώματα των ζώων, ότι πρόσεχαν να μη βλάψουν το περιβάλλον κτλ. Αλλά όλα αυτά είναι μύθος. Αν διαβάσετε πολλές αναφορές που γράφτηκαν από ανθρώπους που προσωπικά παρατήρησαν κοινωνίες κυνηγών-συλλεκτών σε καιρούς που ήταν σχετικά ανέγγιχτοι από τον πολιτισμό, θα δείτε ότι:

α) Όλες αυτές οι κοινωνίες έτρωγαν φαγητό από ζώα, καμία δεν ήταν χορτοφαγική.

β) Πολλές (αν όχι όλες) απ’ αυτές τις κοινωνίες κακοποιούσαν ζώα.

γ) Η πλειοψηφία αυτών των κοινωνιών δεν είχαν ισότητα μεταξύ των φύλων.

δ) Ο μέσος όρος των 2 ή 3 ωρών εργασίας τη μέρα, ή 14 με 21 ωρών την εβδομάδα, βασίζεται σε έναν αποπροσανατολιστικό ορισμό της «εργασίας». Μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση για πλήρως νομαδικές κοινωνίες κυνηγών-συλλεκτών θα έδινε περίπου 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα, και μερικές δούλευαν για πολύ παραπάνω.

ε) Οι περισσότερες απ’ αυτές τις κοινωνίες δεν ήταν μη-βίαιες.

στ) Ο ανταγωνισμός υπήρχε στις περισσότερες, ή πιθανόν σε όλες απ’ αυτές τις κοινωνίες. Σε μερικές απ’ αυτές ο ανταγωνισμός μπορούσε να πάρει βίαιες μορφές.

ζ) Αυτές οι κοινωνίες ποικίλλουν εξαιρετικά στο βαθμό που προσέχουν να μη βλάψουν το περιβάλλον. Μερικές το συντηρούν, αλλά άλλες βλάπτουν το περιβάλλον τους με το υπερβολικό κυνήγι, με την ασύδοτη χρήση φωτιάς ή με άλλους τρόπους (…)

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

Πηγή: anarchypress

Black Athena: Τα pass ΔΕΝ είναι επιδόματα. Είναι διαβατήρια.

Είναι γνωστό ότι συχνά οι κυρίαρχοι διαστρεβλώνουν τις έννοιες και τους δίνουν ακόμα και αντίθετο νόημα από αυτό που είχαν αρχικά (βλ. Orwell). Είναι λιγότερο γνωστό αλλά συμβαίνει εξίσου συχνά να χρησιμοποιούν έννοιες με το κυριολεκτικό τους νόημα αλλά αυτό να μη γίνεται αντιληπτό, να περνάει εντελώς απαρατήρητο. Πολλές φορές το εντελώς οικείο παραμένει και εντελώς αόρατο. Μια τέτοια περίπτωση αφορά ίσως και το σημερινό σημείωμα.

Προτείνω, χωρίς να θέλω να σας τρομάξω, να δούμε όλα αυτά τα pass που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια διαφορετικά (covid, market, freedom, fuel, power, dentist, samos, youth κτλ). Τα pass αυτά ΔΕΝ είναι επιδόματα. Είναι πραγματικά pass. Pass όπως στο “passport”, δηλαδή, εκείνο το έγγραφο που σου δίνεται από την εξουσία για να έχεις πρόσβαση σε άλλη χώρα. Pass όπως το “password” που πρέπει να δώσεις μια λέξη-κλειδί που θα σου ανοίξει μια πύλη ή θα σου δώσει πρόσβαση σε κάποιο περιεχόμενο.

Όλα τα pass που ξέρουμε δεν έχουν καμία διαφορά με τα παραπάνω παραδείγματα. Είναι εισιτήρια/διαβατήρια που μας δίνει το κράτος ώστε να αποκτήσουμε πρόσβαση σε κάποιο χώρο ή υπηρεσία ή αγαθό.

Τα pass δεν είναι επιδόματα, δεν είναι οικονομική ενίσχυση, δεν είναι χρήμα-μέσο ανταλλαγής, δεν είναι μέσα αλλοτρίωσης, ούτε μέσα πειθαρχίας. Eίναι μια νέα μορφή διαβατηρίου και γι’ αυτό το λόγο κανείς λογικός άνθρωπος δε λέει όχι σε αυτά και όλοι τα επιθυμούμε. Ποιος θα έλεγε όχι σε ένα κλειδί που του δίνει πρόσβαση κάπου, ενώ τώρα δεν έχει τέτοια πρόσβαση; Οι μόνοι που το κάνουν είναι καθαρά για λόγους ιδεολογίας – δεν το απαξιώνω.

Το κράτος δημιουργεί δια της βίας και της ικανοποίησης αναγκών και επιθυμίων/απολαύσεων/εθισμών το πλαίσιο, τον φράχτη, τα τείχη και τα σημεία ελέγχου που εσωκλείουν όσα είναι αναγκαία και επιθυμητά για τη ζωή. Ύστερα, μοιράζει διαβατήρια και ατομικά κλειδιά (τα pass) για να μπορούν οι υποτελείς τάξεις να εισέλθουν εντός των τειχών. Είναι μια άδεια εισόδου.

Σκεφτείτε το. Αυτό συμβαίνει στις εθνικές οδούς με τα διόδια, στα covid-pass της πανδημίας, στο taxis net και στο gov gr, στο σούπερ μάρκετ, στο ΚΕΑ και τα επιδόματα του ΟΠΕΚΑ (που θα δίνονται τα επόμενα χρόνια αποκλειστικά σε μορφή κάρτας, ή αλλιώς πάσου όπως οι φοιτητές).

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτά τα pass είναι κάτι αντίστοιχο με τα κουπόνια στις κομμουνιστικές χώρες. Τα κουπόνια εκείνα χρησίμευαν σαν ένα αντίστοιχο έγγραφο για την διανομή των αγαθών από το κράτος. Σαν έγγραφο πρόσβασης στα αγαθά και αυτό. Αυτό που ζούμε τώρα είναι μια μετεξέλιξη αυτού του κουπονιού. Τα σημερινά pass ενώ λειτουργούν σαν τρόπος διανομής των αγαθών έχουν επί πλέον και τη λειτουργία ελέγχου της ανθρώπινης κίνησης (όπως τα διαβατήρια/εισιτήρια στα ΜΜΜ). Δεν είναι μόνο ένας τρόπος διανομής των αγαθών αλλά και ένας τρόπος οργάνωσης της κίνησης των υποτελών πληθυσμών στο χώρο (βλ. covid pass). Επιπλέον, είναι και τρόπος οργάνωσης της κίνησης στον χρόνο. Μέσα από το σύνολο των διασυνδεδεμένων pass και προσωπικών στοιχείων τα κράτη έχουν στη κατοχή τους έναν ολοκληρωμένο χάρτη που απεικονίζει όχι μόνο το πως γίνεται η διανομή και ποια είναι τα σημεία ελέγχου αλλά και ποιοι και πόσοι είναι οι «ωφελούμενοι» και οι «εκτός των τειχών» και πως η πρόσβαση πραγματοποιείται ή απαγορεύεται μέσα στην διάρκεια του χρόνου (κάρτα εργασίας, ΜΜΜ). Τι είναι ο χρόνος άλλωστε; Η ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, η ταχύτητα των αναγκαίων εργασιών, η επιτάχυνση της κυκλοφορίας του εμπορεύματος, η ρύθμιση της κίνησης και της ακινησίας.

Το ιδιαίτερο τεχνικό στοιχείο που ευνοεί όλη αυτή τη λειτουργία είναι φυσικά τα υπολογιστικά συστήματα που έχουν εισαχθεί παντού. Με αυτά γίνεται εφικτό να ενοποιηθούν οι διαφορετικές μοφρές των αδειών εισόδου/εξόδου: παραδοσιακά διαβατήρια, πάσο και κάρτες, κωδικοί σε λογισμικά συστήματα, χρήμα κτλ. Προσοχή, ειδικά για το τελευταίο. Το χρήμα σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί το ίδιο ως διαβατήριο, ως πρόσβαση στην κατανάλωση.

Αν τα pass είναι εισιτήρια πρόσβασης στην κατανάλωση, εισιτήρια εισόδου στον χώρο και κάρτες εισόδου σε διαστήματα χρόνου τότε τι σημαίνει αυτό για το σύνολο της κοινωνικής μας ζωής; Αν τα pass είναι εισιτήρια πρόσβασης στα περιορισμένα αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται είτε από την αγορά είτε απευθείας από το κράτος τότε τι αγορά είναι αυτή και τι είδους κράτος;

Η κατανάλωση, ο χώρος και ο χρόνος βρίσκονται υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, υπό την οργανωσιακή του εξουσία. Μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε ένα κλειστό κύκλωμα μέσα στο οποίο κυκλοφορούν χρήμα, άνθρωποι, εμπορεύματα. Και γι’ αυτό είναι απαραίτητες άπειρες είσοδοι και έξοδοι. Εξ ου και τα pass και τα κάθε είδους κλειδιά. Αναμφίβολα, η αγορά που λειτουργεί με pass δεν είναι αγορά. Αφού το pass δεν είναι κάποια ανταλλαγή. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ένα μέρος της κατανάλωσης και της παραγωγής βγαίνει από την αγορά. Και αυτό το κάνει το κράτος. Το κράτος το ίδιο περιορίζει την αγορά, την ανταλλαγή και αυτό είναι ένα σημείο των καιρών.Των καιρών που η ελαχιστοποίηση (και γι’ αυτό ο έλεγχος) της κατανάλωσης από τις υποτελείς τάξεις θα είναι ο κανόνας.

Μπορούμε να δούμε τα pass με νέα μάτια μέσα στην καθημερινότητά μας. Κάθε pass κι ένα διαβατήριο. Κάθε pass κι ένας περίκλειστος χώρος όπου κάποιοι έχουν πρόσβαση και κάποιοι μένουν απ’εξω. Κάθε pass κι ένα μικρό κελί, ένας μικρός χώρος αναμονής σαν αυτούς που έχουν οι τράπεζες στις εισόδους τους. Είσοδος για λίγο εντός και μετά πάλι απ’έξω.

Πηγή: blackathena

Anselm Jappe: Από τον Céline στο Videoclip

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Agalma 23 και μεταφράστηκε στα αγγλικά για την ιστοσελίδα libcom. Ο Anselm Jappe είναι καθηγητής φιλοσοφίας και μέλος του Krisis Groupe. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας. Πρώτη δημοσίευση: https://geniusloci2017.wordpress.com/2023/01/18/from_celine_to_videoclip/

 

Νωρίτερα φέτος κυκλοφόρησα μια συλλογή από δοκίμια στη Γαλλία με τίτλο Crédit à Mort, αφιερωμένο ειδικά στην οικονομική κρίση και τις κοινωνικές της συνέπειες. Ο τίτλος είναι εμφανώς μια αναφορά στο δεύτερο μυθιστόρημα του Louis-Ferdinand Céline. Δεν υήρχε ωστός καμιά άμεση αναφορά στο κείμενο του Céline· ο τίτλος μου ήταν απλά ένα λογοπαίγνιο περιλαμβάνοντας τις λέξεις «θάνατος» και «πίστωση». Παρόλα αυτά, αργότερα συνειδητοποίησα πόσο ταιριαστή ήταν στη πραγματικότητα η αναφορά στον Céline και πως έκανα μια σωστή επιλογή δίχως αρχικά να το συνειδητοποιήσω. Το βιβλίο γενικά είναι μιοα απόρριψη των ψευδών μορφών κοινωνικής κριτικής που εμφανίστηκαν λόγω της κρίσης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο βιβλίο, απέρριψα πρώτα από όλα την μονόπλευρη πολεμική που κατευθύνεται εναντίον του χρηματοπιστωτικού τομέα, των τραπεζών και της κερδοσκοπίας, που θεωρείται όχι η ορατή πτυχή μιας πιο βαθιάς κρίσης – την κρίση της συσσώρευσης του κεφαλαίου – αλλά ως η πραγματική αιτία της καταστροφικής κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Η πολεμική εναντίον της κερδοσκοπίας, που μπορεί να βρεθεί στην αριστερά αλλά και στη δεξιά, αποδίδει όλα τα κακά του κόσμου όχι σε μια κοινωνική δομή αλλά σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που υποκινούνται από την απληστία και την επιθυμία για εξουσία. Πρέπει να υπερασπιστούμε τους εργάτες και τους τίμιους καταθέτες από τα παράσιτα του χρηματοπιστωτικού συστήματος: η επιδίωξη αυτή μοιάζει να έχει γεννήσει μια κοινή πεποίθηση με την οποία συμφωνούν ακόμη και ο Barak Obama, ο George Soros και ο Mario Draghi.

Μια τέτοια θέση αποτυγχάνει να κατανοήσει την σύνδεση μεταξύ της αφηρημένης εργασίας και αξίας, προϊόντος και χρημάτων, κεφαλαίου και μισθών, που αφορά την ειδικότητα του καπιταλισμού και είναι η αιτία των τωρινών προβλημάτων. Επιπλέον, απαντά στην ευρέως διαδεδομένη ανάγκη να βρεθεί κάποιος που να κατηγορηθεί, η εξαφάνιση του οποίου θα μπορούσε να λύσει τα πάντα δίχως να αλλάξει τίποτα άλλο σχετικά με την υπόλοιπη κοινωνία. Τέτοιου είδους κοσμοαντίληψη υπάρχει, με πολλές διαφοροποιήσεις, για περισσότερό από ένα αιώνα, έπαιρνε όμως πάντοτε τη μορφή κάποιου είδους λαϊκισμού. Και ο λαϊκισμός εμφανίζει το χαρακτηριστικό να υπάρχει και στη δεξιά όπως και στην αριστερά, μερικές φορές με σχεδόν πανομοιότυπα επιχειρήματα. Αυτή τη στιγμή περνά μια μεγάλη επανεμφάνιση. Ο λαϊκισμός υποκαθιστά τη κριτική με συναισθήματα, και ειδικά με ένα συναίσθημα απίστευτης δύναμης: την μνησικακία. Δεν είναι τυχαίο που ένας από τους πιο δημοφιλείς στοχαστές της εποχής μας, ο Slavoj Zizek, πρόσφατα αποκατέστησε την πολιτική αξία της «μνησικακίας».

Δεν χρειάζεται να τονίσουμε το γεγονός πως ο Céline, ακόμη και αγνοώντας κάθε πολιτικό προσανατολισμό, ήταν βάρδος της μνησικακίας, μια μνησικακία ύψιστου βαθμού, κατευθυνόμενη εναντίον των πάντων και όλων, μια μνησικακία σε κοσμική κλίμακα. Αυτή ήταν η τρομακτική του δύναμη: η έκφραση, δίχως διαμεσολαβήσεις, ωμά και αδρά, τα συναισθήματα που η ζωή στη σύγχρονη, αστική και καπιταλιστική κοινωνία μπορεί πρακτικά να προκαλέσει. Από την άποψη αυτή, ο Céline είναι αξεπέραστος. Αντιπροσωπεύει ένα πραγματικό πειρασμό. Την πρώτη φορά που διαβάζεις το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, όταν είσαι νέος, μπορεί να προκαλέσει την ίδια αναστάτωση με την πρώτη φορά που διαβάζεις Nietzsche ή την πρώτη φορά που μελέτησες την Κραυγή του Munch. Και σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι αναγκαίο να απομακρυνθείς στην συνέχεια για να διακρίνεις πόση αλήθεια περιέχει ένα τέτοιο παράδειγμα από το σοκ που προκαλεί.

Φυσικά, στο κομμάτι αυτό που η λαϊκίστικη κριτική στο κεφάλαιο χρησιμοποιεί μια «αριστερή» γλώσσα υπάρχει ελάχιστη αναφορά στον Céline, ιδιαίτερα όχι στις πολιτικές του «ιδέες», ήταν όμως χαρακτηριστικό γνώρισμα του λαϊκισμού του Céline να ταλαντεύεται – επιφανεικά τουλάχιστον – μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Είναι γνωστό πως το Ταξίδι έγινε δεκτό από μεγάλο μέρος του αριστερού τύπου ως απόρριψη του καπιταλισμού· ο ίδιος ο Leon Trotsky αφιέρωσε ένα ουσιαστικά θετικό (και κατά τα άλλα εύστοχο) άρθρο στο βιβλίο. Προφανώς, αυτοί οι πρώιμοι θαυμαστές θα απογοητεύονταν ιδιαίτερα  από την στροφή προς τα δεξιά που πήρε ο Céline μερικά μόλις χρόνια αργότερα. Όλοι γνωρίζουν πως η ακραία αντίθεση μεταξύ ενός αγιοποιημένου εγώ και ενός  απόλυτα «κακού» κόσμου μπορεί να είναι θελκτικός και στην δεξιά και προς την αριστερά. Όπως αποδείχτηκε, το άνοιγμα του Céline στα «αριστερά» ήταν μόνο προσωρινή και οπορτουνιστική παρόρμηση: ήδη, σε διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε ιατρικά περιοδικά το 1928, πρότεινε μια ιατρική πρακτική στην υπηρεσία μιας αυστηρής εργοστασιακής πειθαρχίας, που θα έβαζε ακόμη και τον ασθενή να δουλέψει, καθώς τα συμφέροντα του εργοδότη ήταν σημαντικότερα από τα συμφέροντα του «λαού». Ο Céline δεν ήταν ποτέ ούτε αναρχικός ούτε και κομμουνιστής και, όπως αναφέρει ο Michael Bounan, «το ζήτημα δεν είναι να καταλάβουμε πως ένας ‘προοδευτικός’ θα ανακατεύονταν με τους Ναζί, αλλά γιατί κάποιος σαν και αυτόν θα σκεφτόταν ποτέ πως θα ήταν καλή ιδέα να μεταμφιέσει τον εαυτό του ως ‘προοδευτικό’».

Ωστόσο, το να αποδείξουμε πως ο Céline ήταν πάντοτε πολιτικά δεξιό χάνει το πραγματικό νόημα. Είναι ξεκάθαρο πως δεν ήταν κάποιου είδους «δεξιού αναρχικού», ή κάποιος που είχε «ευγενώς» παραστρατήσει. Η περίπτωση του δεν μοιάζει να είναι συγκρίσιμη με εκείνες του Martin Heidegger, Ernst Jünger, Carl Schmitt ή των Gottfried  Benn, Drieu La Rochelle ή του Charles Maurras. Δεν μπορεί να διακρίνει κανείς σε αυτόν ούτε ίχνος αναλυτικών, ακόμη και εσφαλμένων, λόγων, αλλά μονο μια ανικανοποίητη δίψα για το αχρείο. Για αυτό και ο Céline που ήταν ο φυλλαδιογράφος και συνεργάτης (που κατέδωσε στους Γερμανούς , με τα μικρά και επίθετά τους, τους «Εβραίους» που, κατά την άποψη του. Έπρεπε να συλληφθούν) προκαλεί μια αηδία και αποστροφή που σκεπάζει την ντροπή που προκάλεσαν άλλοι διανοούμενοι εκείνης της εποχής που επίσης στήριξαν τον απολυταρχισμό.

Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε τη διαφορά μεταξύ συγγραφέων και και φιλοσόφων και των διαφορετικών τους ευθυνών. Αν και για πολλές δεκαετίες υπάρχει μια προσπάθεια  να αμφισβητηθεί αυτή η διάκριση στο όνομα κάποιας «ποιητικής σκέψης», η κριτική της απαίτησης για εννοιολογικό σφρίγος στο όνομα θεωρούμενων βαθύτερων αληθειών που εμπεριέχονται στη λογοτεχνία, δεν μοιάζει να είναι εντελώς μάταιη στο να συντηρηθεί ακέραια αυτή η βασική διάκριση: η φιλοσοφία δεν μπορεί να εγκαταλείψει την λογική και αναλυτική δομή. Ο φιλόσοφος είναι έτσι υπευθυνος  για κάθε δήλωση που κάνει, επειδή πρέπει να είναι προϊόν μιας προηγούμενης αλυσίδας επιχειρημάτων. Ο συγγραφέας, από την άλλη, μπορεί απλά να πει ότι αισθάνεται και αισθάνεται κάθε στιγμή για ότι του έρχεται στο μυαλό, δίχως να είναι υποχρεωμένος να υπερασπιστεί αυτό που λέει ποτέ.  Έχει παραπάνω από δικαίωμα να αντικρούει τον εαυτό του.  Φυσικά υπάρχουν συγγραφείς (όπως ο Nietzsche) που ανήκουν και στις δυο κατηγορίες, αλλά με τη μορφή μίγματος  που δεν επηρεάζει τις διαφορές σχετικά με τις αρχές που υπάρχουν στο καθένα. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να κάνει επίκληση στο δικαίωμα αυτό της ως ένα βαθμό ανευθυνότητας του συγγραφέα στη περίπτωση του Céline, καθώς τα πολυάριθμα αντισημιτικά του φυλλάδια δεν ήτα μια προσωρινή παρέκκλιση, αλλά το σημείο κορύφωσης ενός μίσους που δεν είναι απλά το προϊόν μιας προσωπικής παθολογίας, αλλά η συγκεντρωμένη έκφραση ενός κοινωνικού φαινομένου.

Ο Ernst Jünger, που από τη πλευρά του έκανε μια προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από το Ναζισμό, συνάντησε τον Céline το 1941, όταν ο Jünger ήταν Γερμανός αξιωματικός στο κατεχόμενο Παρίσι. Σε ένα εντυπωσιακό απόσπασμα του ημερολογίου του, ο Jünger εκφράζει την έκπληξη και το τρόμο του για ένα Céline που κατηγόρησε τους Γερμανούς κατακτητές ως πολύ «μετριοπαθείς» και τους ενθάρρυνε να κάνουν έρευνα από σπίτι σε σπίτι στο Παρίσι και να μαζέψουν όλους τους Εβραίους και τους κομμουνιστές. Σύμφωνα με τον Jünger, για ένα άτομο σαν και αυτό,  η ίδια η επιστήμη (στη περίπτωση αυτή, ο βιολογικός ρατσισμός, που προσποιούνταν πως ήταν επιστημονικός) χρησιμεύει μόνο ως όπλο για να σκοτώσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, οι ιδέες που υποστηρίζει δεν έχουν σημασία: είναι εναλλάξιμες και ο μόνος τους σκοπός είναι να του επιτρέψουν να ανέβει σε ένα πύργο από τον οποίο μπορεί να σπείρει το τρόμο πυροβολώντας στο πλήθος.

Ο Jünger αναμφίβολα αντιλαμβάνονταν μια κεντρική πτυχή του Céline και της νοοτροπίας που ο Céline αντιπροσώπευε. Ακόμη ο αντισημιτισμός του – που για τον Céline, σε κάθε περίπτωση, δεν περιορίζονταν στη περίοδο των φυλλαδίων του, αλλά παρουσιάζονταν από την αρχή της λογοτεχνικής του καριέρας και ακόμη και η αλληλογραφία τουέδειξε πως δεν ήταν απλά μια προσποίηση, αλλά μια πραγματική και αυθεντική εμμονή – έμοιαζε να είναι το αποτέλεσμα μιας ακόμη βαθύτερης τάσης να εξοντώσει ότι μισούσε και επιθυμούσε την ίδια στιγμή. Από την οπτική αυτή, ο Céline θα ήταν επίσης ικανός να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας σταλινικής εκστρατείας εναντίον της «μπουρζουαζίας» ή των «τροτσκιστών». Η επιλογή του του αντισημιτισμού ως μέσου έκφρασης της μνησικακίας του, ωστόσο, δεν ήταν τυχαία· η δολοφονική δύναμη του σύγχρονου αντισημιτισμού επίσης πηγάζει από το γεγονός πως είναι καλύτερα προσαρμοσμένος από οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία να εκφράσει την πικρία αυτή εναντίον ολόκληρου του κόσμου που είναι τόσο διαδεδομένη σήμερα. Αντί να συμπαθεί πολιτικά τους Ναζί – ο Céline καυχιόνταν πως απεχθάνονταν κάθε «ιδέα» – ο Céline βρέθηκε να τους συμπαθεί ψυχολογικά και να μοιράζεται την ίδια «ορμή θανάτου» και την ίδια επιθυμία να καθαρίσει τη γη από τους «βρώμικου». Το να πούμε πως η περίπτωση του Céline δεν εκφράζει μια πολιτική ιδεολογία με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά μια συγκεκριμένη προσέγγιση προς το κόσμο, μια συγκεκριμένη ψυχοκοινωνική συγκρότηση, μια συγκεκριμένη «νοοτροπία» δεν έχει ως σκοπό να μειώσει  την περίπτωση του σε ένα ζήτημα προσωπικού «χαρακτήρα» ή ατομικής παθολογίας. Αυτό που είναι ενδιαφέρον σχετικά με τον Céline είναι η αδιαμφισβήτητη ικανότητα του – κάποιος θα μπορούσε να το θεωρήσει ένα είδος προτερήματος – να εκφράζει δυναμικά αυτό το διάχυτο μίσος για το κόσμο το οποίο δεν είναι προσβάσιμο σε κριτική συνείδηση και που υπάρχει στο επίπεδο μιας μπερδεμένης αντίληψης και μουρμούρας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, σε σύγκριση με την αλλαζονική μετριότητα και με την πεποίθηση πως ζούμε στον καλύτερο από όλους τους πιθανούς κόσμους, η αίσθηση ακραίας απέχθειας και εξέγερσης μοιάζει πολύ πιο δικαιολογημένη και αποτελεί την αφετηρία για κάθε κριτική οπτική πάνω στο κόσμο. Πολύ συχνά όμως στην ιστορία του 20ου αιώνα πιστεύονταν πως  κάθε μορφή αγανάκτησης μπορούσε να εξελιχθεί σε επαναστατική δράση: από την ηγέτης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, August Babel, που στο τέλος του 19ου αιώνα θεωρούσε τον αναδυόμενο λαϊκό αντισημιτισμό ως «σοσιαλισμό των ηλιθίων», σε ένα κομμάτι του «αντι-παγκοσμιοποιητικού» κινήματος, που πιστεύει πως μπορεί να διακρίνει ένα κοινό αγώνα μεταξύ Άγγλων φοιτητών και των Παλαιστίνιων βομβιστών αυτοκτονίας, ή μεταξύ των Βολιβιανών μεταλλωρύχων και των οπαδών του ποδοσφαίρου. Από την οπτική αυτή ο Céline μπορεί πάντα να υπολογίζει σε πολυάριθμους θαυμαστές στην αριστερά. Ο Trotsky, ωστόσο, είχε ήδη παρατηρήσει πως ο Céline δεν ήταν επαναστάτης (ή πως ήταν επαναστάτης ως συγγραφέας μόνο), αλλά αντίθετα πως ήταν «αδιάφορος για τους ανθρώπους και τις πράξεις τους». Αν ο Céline είναι επαναστάτη, είναι επαναστάτης με τον ίδιο τρόπο που είναι οι εξεγέρσεις των γκέτο των προαστίων του Παρισιού, ή όπως ήταν η εξέγερση στη Ρέτζιο Καλάμπρια το 1970.

Δίχως να μπούμε στις λεπτομέριες της ψυχολογίας της μνησικακίας, είναι παρόλα αυτά αναγκαίο να θυμηθούμε πως στο Céline οι πληγές (πραγματικές ή φανταστικές) που υπέστει είναι πάντοτε και μόνο αισθητές ως προσβολές στην ατομική περσόνα· το εγώ βλέπει τον εαυτό του ως το θύμα του «κόσμου» ή των «άλλων» ως σύνολο. Ο φθόνος και η επιθυμία για εκδίκηση είναι η προéϋπόθεση και η συνέπεια τους. Η μνησικακία είναι έτσι στενά συνδεδεμένη με την ναρκισσιστική προσωπικότητα, που, βαθιά μέσα, αναγνωρίζει μόνο την ίδια και αρνείται την ανεξάρτητη ύπαρξη ενός εξωτερικού κόσμου. Πρακτικά, τα στοιχεία δείχνουν πως ο Céline, κάθε άλλο από το να είναι αιώνια στο έλεος των γεγονότων όπως ο ήρωας του, ο Μπαρντάμου, επεδίωξε πεισματικά την φήμη και το πλούτο και μισούσε όλους όσους δεν του χάριζαν την ναρκισσιστική ικανοποίηση που περίμενε: για αυτό και γύρισε τη πλάτη στην αριστερά μετά την αποτυχία να κερδίσει το Βραβείο Γκονκούρ με το Ταξίδι το 1933, και το 1936 έγραψε την αποκήρυξη του προς την Σοβιετική Ένωση, Mea Culpa, μετά την επιστροφή του σε εκείνη τη χώρα, όπου μια ρωσική μετάφραση του Ταξιδιού είχε μόλις εκδοθεί και που αισθάνθηκε ενοχλημένος που καλωσορίστηκε με μικρότερες τιμές από τον  André Cole.

Σήμερα, φυσικά, πρακτικά κανένας δεν υπερασπίζεται τον Céline τον φυλλαδιογράφο ή τον Céline τον συνεργάτη. Αυτό όμως δεν προϋποθέτει την διάκριση μεταξύ του μεγάλου συγγραφέα και στυλίστα, από την μια, και των απεχθών παρεκκλίσεων του όταν πέρασε σε ένα πεδίο για το οποίο δεν ήταν κατάλληλος και για το οποίο δεν αντιλαμβάνονταν τίποτα, από την άλλη; Μπροστά σε ένα τόσο μεγάλο συγγραφέα, έναν από τους σπουδαιότερους Γάλλους συγγραφείς του 20ου αιώνα, και ίσως – σύμφωνα με κάποιες «ειδικές» φωνές – τον «σπουδαιότερο» Γάλλο συγγραφέα του 20ου αιώνα, δεν είναι τέτοιου είδους κριτικές κάπως κακόβουλες; Πρέπει να πετάξουμε τον στυλίστα που έκανε την γαλλική λογοτεχνία να χωριστεί σε προ- και μετά-Céline; Δεν αρκεί να καλύψουμε τις ντροπιαστικές του πράξεις με ένα πέπλο συμπάθειας αφού τις καταδικάσουμε;

Μια τέτοια θέση απολαμβάνει ευρεία αποδοχή στήριξης σήμερα. Προφανώς είναι δύσκολο να ορίσουμε τον «σπουδαίο συγγραφέα», αλλά το μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού λογοτεχνικού κόσμου μοιάζει να είναι πεπεισμένος πως ο Proust και ο Céline είναι τα ανώτερα δείγματα «σπουδαίων συγγραφέων» στον 20ο αιώνα (και γνωρίζουμε πως είναι εκείνοι που κρατούν την σειρά Bibliothèque de la Pléiade ζωντανή, καθώς είναι στην κορυφή των πωλήσεων). Δεν είναι αυτός ένας τρόπος για να σταματήσουμε όποια επιπλέον αμφισβήτηση;

 

Πηγή: shadesmag

[:el]Αλληλεγγύη στα σώματα που αντιστέκονται στους καταπιεστές τους[:]

[:el]

Αλληλεγγύη στα σώματα που αντιστέκονται στους καταπιεστές τους
Στα μέσα προς τέλη Σεπτέμβρη του 2021 καθηγήτρια από τη Λάρισα υπέστη βιασμό από τον τότε προϊστάμενο της (έχει τεθεί σε αργία από το 2021) ανώτερου στελέχους της Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης Λάρισας. Η καταγγέλλουσα ανέφερε το συμβάν μετά από λίγο καιρό στο στενό της περιβάλλον και στην συνέχεια απευθύνθηκε στις δικαστικές αρχές. Η δίκη διακόπηκε στις 15 Ιουνίου. Η δίκη συνεχίζεται την Πέμπτη 29 Ιουνίου, κεκλεισμένων των θυρών, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τρικάλων
Το βίωμα της εκπαιδευτικού από το αφεντικό της δεν αποτελεί κάποιο μεμονωμένο περιστατικό, αλλά έρχεται να προστεθεί σε μια μεγάλη λίστα βιασμών, παραβιαστηκών συμπεριφορών και έμφυλης κακοποίησης, επιβεβαιώνοντας μας για ακόμα μία φορά τις συνέπειες τις πατριαρχίας πάνω στα σώματα των θηλυκοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, δεν συναντάμε πρώτη φορά την χρήση της εξουσίας που απολαμβάνουν άτομα με υψηλά υφιστάμενες θέσεις όπως στην προκειμένη, ώστε να εκμεταλλευτούν την θέση ισχύος τους πάνω στα εργαζόμενα άτομα. Η παρότρυνση από την μεριά των εξουσιαστών είναι πάντα η ίδια, κράτα το στόμα σου κλειστό, κάνε ο,τι σου λέω εγώ και δεν θα αντιμετωπίσεις (περαιτέρω) αρνητικές συνέπειες, γι’ αυτό στον κύκλο αποσιώπησης, μετατόπισης ευθύνης, αμφισβήτησης της εγγενούς αξίας -μέχρι και του δικαιώματος στην ζωή- των γυναικών και λοιπών έμφυλα καταπιεσμένων ατόμων, έρχεται να παίξει κομβικό ρόλο μέρος της κοινωνίας και τα ΜΜΕ ώστε να κατευνάσουν τα πνεύματα μετά από κάθε δημοσιοποίηση περιστατικών έμφυλης βίας.
Σε μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία κάθε καταγγελία τέτοιων περιστατικών αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο:
1. Αμφισβήτηση του βιώματος της από την κοινωνία και μέχρι τις δικαστικές αίθουσες, κάθε στιγμή που η νομική οδός αποτελεί μονοπάτι προς αναζήτηση δικαίωσης.
2. Μετατόπιση της ευθύνης από τον θύτη στο θύμα και σε αποδιοπομπαίους τράγους όπως την μέθη/επήρεια ουσιών, την πιο στενή σχέση που υπήρχε μεταξύ τους, την ψυχική κατάσταση/υγεία του θύτη.
3. Ηθική δολοφονία της καταγγέλουσας, έρχεται σε συνέχεια με τις προσπάθειες απ ενοχοποίησης του δράστη και απασχολείται με την «δολοφονία» του χαρακτήρα της καταγγέλουσας, βρίσκοντας κάθε «ψεγάδι» που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της, ώστε να λάβει αυτή όλο το βάρος της ευθύνης για όσα συνέβησαν με χιλιοειπωμένες φράσεις όπως: τι έκανε τέτοια ώρα, τι ήθελε και πήγε μαζί του, γιατί ήταν έτσι ντυμένη, γιατί δεν κάλεσε για βοήθεια, γιατί δεν μίλησε νωρίτερα κλπ. Αρνούμαστε να βάλουμε ερωτηματικό στα παραπάνω «ερωτήματα» γιατί ξέρουμε πως απλά αποτελούν σημεία εκκίνησης μιας αισχρής συζήτησης που καταφέρνει, ασχέτως με τις επιμέρους τοποθετήσεις, να σκοτώσει ηθικά τα άτομα που καταγγέλλουν.
Εμείς λοιπόν γνωρίζοντας καλά όλα τα παραπάνω, έχουμε πάρει θέση. Στεκόμαστε ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας και δεν αφήνουμε τις αφηγήσεις του κράτους και των μηχανισμών του (δικαστικό σύστημα, ΜΜΕ, αστυνομία κ.α.) και μέρους της κοινωνίας να σκοτώσουν ξανά και ξανά το άτομο που καταγγέλλει. Ξέρουμε ποια είναι η θέση μας σε αυτόν τον πατριαρχικά, ταξικά, φυλετικά, και ετεροκανονικά δομημένο κόσμο. Η θέση μας είναι δίπλα σε όσα άτομα αγωνίζονται ενάντια στους καταπιεστές τους με οποιονδήποτε τρόπο. Αφήνουμε χώρο στην ανάπτυξη ουσιαστικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, αλλά δεν θα δώσουμε σπιθαμή γης σε όσους εκμεταλλεύονται τις θέσεις εξουσίας που κατέχουν. Δεν θα συμμετέχουμε στον κανιβαλισμό εντός της κοινωνίας-ανοχής και συγκάλυψης. Μέχρι η αντι-βία να είναι όντως περιττή, θα απαντάμε με κάθε μέσο στην βία που δεχόμαστε.
Και τώρα λίγα λόγια για την αστική δικαιοσύνη…
Γνωρίζουμε πως η καταφυγή στην αστική δικαιοσύνη αποτελεί έναν δρόμο για πολλές θηλυκότητες. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι το δικαστικό σύστημα όπως είναι δομημένο όχι μόνο δεν δικαιώνει τις θηλυκότητες αλλά τις βάζει σε μία διαδικασία επανατραυματισμού, θυματοποίησης και πολύ συχνά εξευτελισμό της αξιοπρέπειάς τους. Οι χρονοβόρες και κοστοβόρες δίκες σε περιπτώσεις βιασμών, αναγκάζουν το θύμα να έρχεται αντιμέτωπο με τον ίδιο της το βιαστή αλλά και να αναβιώνει συνέχεια το συμβάν σε συνδυασμό με την κοινωνική κατακραυγή και τον στιγματισμό που δέχεται. Το δικαστικό σύστημα με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να αποτρέψει πολλές θηλυκότητες από το να γνωστοποιήσουν περιστατικά βιασμού αντιλαμβανόμενες και τη ψυχοφθόρα διαδικασία, την οποία θα υποστούν, αλλά εξηγεί και πληθώρα των περιστατικών που βγαίνουν στην επιφάνεια μήνες ή ακόμη και χρόνια αφότου συνέβησαν.
Καταλήγουμε, λοιπόν, στο ότι γνωρίζουμε πως η αστική δικαιοσύνη είναι ταξική, βαθιά σεξιστική, πατριαρχική – ετεροκανονική και ρατσιστική και καμία εμπιστοσύνη δεν μπορούμε να έχουμε σε αυτή. Παρόλα αυτά, αντιλαμβανόμαστε δυστυχώς πολλές φορές την καταφυγή στην αστική δικαιοσύνη ως μονόδρομο, και λόγω της έλλειψης – ανεπάρκειας δικών μας δομών διαχείρισης τέτοιων περιστατικών. Γι΄ αυτό στεκόμαστε και θα στεκόμαστε αλληλέγγυα σε όποια θηλυκότητα επιλέγει – αναγκάζεται να αντισταθεί στον καταπιεστή της μέσω αυτής της οδού.
Κατάληψη Ντουγρού

[:]

[:el]Nαυάγιο στην Πύλο[:]

[:el]

Και οι κρατικές-καπιταλιστικές δολοφονίες δεν έχουν τέλος
Αυτή τη φορά πρόκειται για ένα ναυάγιο , ίσως το πιο μεγάλο στην σύγχρονη ελληνική ιστορία. Εχθές (13/06) αλιευτικό με 750 επιβαίνοντες ξεκινώντας από το Τομπρούκ της Λιβύης και με προορισμό την Ιταλία ναυάγησε στην περιοχή της Πύλου. Ο έως τώρα απολογισμός ανέρχεται σε 80 νεκρούς , 104 διασωθέντες & 550 περίπου αγνοούμενους.
Το εν λόγω ναυάγιο αποτελεί άλλο ένα έγκλημα εκ μέρους του ελληνικού κράτους και της ΕΕ.
Το ελληνικός κράτος εν γνώσει του, όπως καταφαίνεται από τα τελευταία στοιχεία που έχουν δοθεί στην δημοσιότητα άφησε το αλιευτικό που έπλεε εντός των ελληνικών θαλάσσιων συνόρων, να ναυαγήσει. Πληροφορίες αναφέρουν πως το ελληνικό λιμενικό είχε ειδοποιηθεί ήδη από εχθές από την Frontex και το ιταλικό λιμενικό για το πολύπαθο ναυάγιο. Δεν πρόκειται ούτε για «κακή στιγμή», ούτε για «αδιαφορία», ούτε για «αμέλεια». Πρόκειται για στυγνή δολοφονία. Το ελληνικό λιμενικό, το ελληνικό κράτος , αλλά και η ΕΕ είναι υπεύθυνα για το ναυάγιο στην Πύλο.
Το ελληνικό λιμενικό ως παρακλάδι του κράτους και του όσα αυτό ορίζει, σε αγαστή συνεργασία με τις ρατσιστικές θεσμοθετήσεις- νόμους εκ μέρους της ΕΕ αποτελούν τους πρωτεργάτες μιας σειράς απάνθρωπων, ρατσιστικών συμβάντων. Από το χτίσιμο των σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης, τα καθημερινά πλέον pushbacks, τον θάνατο χιλιάδων μέχρι στιγμής μεταναστ(ρι)ών στον πάτο του Αιγαίου, μέχρι το χτίσιμο του δυσθεώρητου τοίχους στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, βλέπουμε πως η πολιτική που προτάσσει και υπηρετεί τον νεοφιλελευθερισμό σε κάθε περίπτωση ενέχει βαθιά ριζωμένο τον ρατσισμό και την μισαλλοδοξία, πάντα προς όφελος προς τα οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών κρατών και πάντα με όχημα το αφήγημα περί της ακεραιότητας του έθνους – κράτους.
Όσο αυτοί τραβάνε το τιμόνι δεξιά και προσπαθούν να εκφασισουν την κοινωνία, τόσο εμείς να στεκόμαστε ανάχωμα στις διαθέσεις και τις πολιτικές τους. Να μην συνηθίσουμε στα νούμερα νεκρών ανθρώπων στις ειδήσεις. Να μην συνηθίσουμε σε εικόνες από βίαια pushbacks. Να περιορίσουμε την θλίψη, για να δώσουμε χώρο στην οργή.
ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΝΗΘΙΣΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΕΕ.
ΣΤΟΝ ΦΡΑΧΤΗ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ
ΣΤΟΝ ΠΑΤΟ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ , ΧΤΙΖΕΤΑΙ Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ.

[:]