ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”THE ZONE OF INTEREST”, ΤΡΙΤΗ 19/03/2024, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Ζώνη Ενδιαφέροντος

The Zone of Interest

του Τζόναθαν Γκλέιζερ

Η «κοινοτοπία του Κακού» σε μορφή οικογενειακού δράματος, ή ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, όταν αυτός είναι ο Ρούντολφ Ες.

Το πρώτο πράγμα που σε καλύπτει μ’ ένα στρώμα ψύχους είναι η φωτογραφία του «The Zone of Interest», της πρώτης δουλειάς που παρουσιάζει ο Βρετανός Τζόναθαν Γκλέιζερ μετά το «Κάτω από το Δέρμα» του 2014. Τόσο καθαρή ώστε να διαγράφεται κάθε λεπτομέρεια της πλούσιας, καταπράσινης φύσης, του ολόλευκου δέρματος, του γυαλιστερού μαύρου σκύλου, των καλοσιδερωμένων ρούχων. Τόσο αποστειρωμένη ώστε, χωρίς αιτιολογία, να σε σπρώχνει μακριά. Η περίσταση μοιάζει ειδυλλιακή – το ένστικτο σε έχει ήδη βυθίσει στον εφιάλτη.

Αυτή είναι η ιστορία, χαλαρά βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Μάρτιν Εϊμις του 2014, της καθημερινότητας του Ρούντολφ Ες και της οικογένειάς του, όσο έζησαν στο κομψό σπιτάκι με τον κήπο, δίπλα στο ποτάμι, αντικριστά στον τοίχο του Άουσβιτς. Γύρω από το στρατόπεδο, η «ζώνη ενδιαφέροντος». Μέσα στο σπίτι, μια μπαναλιτέ που παραλύει τις αισθήσεις. Τρόμος, ησυχία και χαμόγελο.

Ο Ρούντολφ Ες, ο Διοικητής του Άουσβιτς, είναι ένας ήρεμος άντρας, σύζυγος με κατανόηση – ακόμα κι όταν η γυναίκα του, Χέντβιγκ (η ήδη πολυβραβευμένη για το ρόλο της, Σάντρα Ούλερ), στα πρόθυρα της νεόπλουτης υστερίας), προβάλλει αντιστάσεις για την επικείμενη μετάθεσή του: εκείνη δεν θέλει να μετακομίσουν, θέλει να μείνουν εδώ, είναι ιδανικός τόπος για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, δίπλα στη φύση, με την απλότητα της βουκολικής ζωής. Η ζωή στο σπίτι κυλά με τις αναμενόμενες μεταπτώσεις, εντολές στις υπηρέτριες (αποστεωμένες, βωβές κοπέλες, τυχερές που κάθε τόσο η κυρία τούς μοιράζει ρούχα κι εσώρουχα που βρήκε… πού;), «εργάτες» με ριγέ στολές που φέρνουν «λίπασμα» για τον κήπο, ευχάριστο απογευματινό τσάι με άλλες κυρίες αξιωματικών και χαριτωμένα κουτσομπολιά, ή σχόλια για μόδες, σαν το όμορφο φορεματάκι που η μία πήρε από εκείνη την Εβραιοπούλα. Ανεμελιά για τα παιδιά που απολαμβάνουν το μπάνιο τα Σαββατοκύριακα, ή παίζουν στα κρεβάτια τους – με οδοντικές γέφυρες που φυλούν σ’ ένα κουτάκι. Εντάσεις με την πεθερά, τη μητέρα της Χέντβιγκ, τη μόνη που αφήνει να διαφανεί μια απορία για το ανθυγιεινό περιβάλλον. Και στο φόντο το φουγάρο που φτύνει μαύρο καπνό και δυσοσμία που νομίζεις ότι αισθάνεσαι.

Σε κάθε κάδρο, στιγμές οικογενειακής ρουτίνας, στιγμές παράνοιας. Οι δυο στρατιώτες με τα πολυβόλα που διασχίζουν το πάνω μέρος του κάδρου, σχεδόν απαρατήρητοι. Έξω από τον παραδεισένιο κήπο με τα πολύχρωμα λουλούδια που μυρίζει το αφράτο μωρό, ο χαρακτηριστικός πυργίσκος του Άουσβιτς. Ο ήχος, ο δεύτερος παράγοντας που παγώνει τις αισθήσεις, ήχος που έρχεται από πολύ κοντά, χωρίς να φαίνεται η πηγή του: πάνω από τους διαλόγους, τα γέλια ή τους τσακωμούς, παραγγέλματα που ουρλιάζονται, πυροβολισμοί, κραυγές πόνου. Στιγμές εικαστικών διαλειμμάτων, όπως δυο ολόκληρες σεκάνς σε αρνητικό, απομονωμένες, παράλληλες δράσεις, με το δικό τους αντιθετικό νόημα.

Ο Τζόναθαν Γκλέιζερ είναι ένας ψυχρός σκηνοθέτης, σαν τον Χάνεκε που περιβάλλει με ανέκφραστη κομψότητα τη βία των ιστοριών του. Ψυχρά κοιτάζει κι αυτό το σύμπαν, τον Ρούντολφ Ες που προβληματίζεται με τη δουλειά του, εάν ο φούρνος κυκλικής καύσης είναι, τελικά, πιο αποτελεσματικός για την αποτέφρωση των «φορτίων», ή που ξεπλένει καλά το μόριό του μετά από μια ερωτική ατασθαλία στο γραφείο του. Δείχνει, χωρίς να υποδεικνύει. Άλλωστε, δεν έχει νόημα να υποδείξει κάτι. Τα εγκλήματα τα έχει καταγράψει η Ιστορία, για την κοινοτοπία του Κακού έχει γράψει η Χάνα Αρεντ, εάν είσαι αρνητής του Ολοκαυτώματος ή φασίστας, δεν θα σ’ επαναφέρει στη λογική μία ταινία. Δεν χρειάζεται συναισθηματική νοημοσύνη για να κρίνεις. Χρειάζονται ακριβώς αυτά που προσφέρει: μια προσέγγιση ταυτόχρονα εγκεφαλική και πραγματιστική, μια ομορφιά κομμένη και ραμμένη με χάρακα, με αυστηρές γραμμές και παραδοσιακές αξίες. Με ενέσεις παραμυθιού, όταν αυτό είναι το «Χάνσελ και Γκρέτελ», το πιο γκροτέσκ, πιο αιματοβαμμένο απ’ όλα τα παραμύθια της φρίκης.

Αν κάτι περισσεύει, ίσως είναι η «επίσκεψη» της κάμερας, στο φινάλε (όχι, κανένα σπόιλερ), στο πραγματικό Άουσβιτς του σήμερα, στο μουσείο (παρότι κι εδώ με μια προσέγγιση καθημερινότητας, με το συνεργείο καθαρισμού να σκουπίζει τα δάπεδα και να γυαλίζει τις βιτρίνες με τ’ απομεινάρια του θανάτου). Τα νοήματα έχουν τεθεί, δεν χρειάζεται παραπάνω επεξήγηση. Μόνο μια υπενθύμιση, του Τζόναθαν Γκλέιζερ, ανάμεσα στις γραμμές και στις σκηνές, ότι το Κακό ζει μέσα στην πεζότητα, ότι τα πρόσωπα εξουσίας του δικού μας κόσμου χρειάζονται εξονυχιστική παρατήρηση γιατί κι εκείνα μπορεί να το κρύβουν μέσα στις κλισέ φράσεις τους, τις αναμενόμενες εμφανίσεις τους, τη δική τους ρουτίνα. Λίγες φορές βλέπεις στο σινεμά μια αποθέωση της μπαναλιτέ τόσο έντεχνη, σπάνια μια ταινία που σε αναστατώνει χωρίς να προσπαθεί να το προκαλέσει. Γιατί τίποτε στην ταινία του Γκλέιζερ δεν είναι κοινότοπο και όλα είναι, με τον πιο σαδιστικό τρόπο.

Κείμενο αλληλεγγύης προς την εκκενωμένη κατάληψη Αναρχικό Στέκι Utopia A.D.

Στις 7/2/2024, η Τεχνική Υπηρεσία του Δ.Π.Θ, προχώρησε στην εκκένωση της Κατάληψης Utopia A.D. υπό την συνοδεία της κρατικής ασφάλειας. Δύο μέρες πριν, στις 5/2, προηγήθηκε η εισβολή των ΜΑΤ στην Κατειλημμένη Νομική Σχολή από τους Φοιτητικούς Συλλόγους, έπειτα από μήνυση του κοσμήτορα της Νομικής Σχολής Μ. Χρυσομάλλη. Η επέμβαση του κατασταλτικού μηχανισμού είχε ως αποτέλεσμα τις προσαγωγές 18 φοιτητών/τριών, εκ των οποίων οι 12 μετατράπηκαν σε συλλήψεις και τον τραυματισμό κάποιων εκ των προσαχθέντων.

Η εκκένωση του Utopia στην παλιά νομική, ήταν η απάντηση των πολιτικών των ιδιωτικοποιήσεων στους αγώνες που δίνουν εδώ και καιρό οι φοιτητές ενάντια στην εμπορευματοποίηση της παιδείας. Χτυπώντας βίαια πρώτα την κατάληψη των φοιτητών στην Νομική και έπειτα εκκενώνοντας το Utopia, η κυβέρνηση με δούρειο ίππο τον κομματικό πρύτανη, Φ Μάρη, επιχειρεί να φοβίσει τους φοιτητές που εξεγείρονται χτυπώντας για παραδειγματισμό τόσο τους κινηματικούς χώρους αγώνα, όσο και τους ίδιους τους φοιτητές. Μετά την εκκένωση του Utopia, σύντροφοι έκαναν παρέμβαση στο γραφείο του πρύτανη Φ. Μάρη, ξεμπροστιάζοντας τον δημόσια για το μεγάλο φαγοπότι που έχουν στήσει με τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που αγοράζονται για λογαριασμό του πανεπιστημίου, αλλά και απαιτώντας να τους επιστραφεί το σύνολο των αντικειμένων που βρίσκονταν μέσα στο Utopia. Μέχρι σήμερα ο Κοσμήτορας της Νομικής και οι Πρυτανικές Αρχές αρνούνται να αναλάβουν δημόσια την ευθύνη των πράξεων τους και να επιστρέψουν τα πράγματα του στεκιού.

Η Κυβέρνηση και τα τσιράκια της προσπαθούν να κάμψουν οποιαδήποτε αντίδραση και αντίσταση στα σχέδια τους. Αφού είδαν ότι οι ρουφιάνοι των κομματικών νεολαίων τους δεν μπόρεσαν να καταστείλουν το φοιτητικό και το ευρύτερο κίνημα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων, έβαλαν μπροστά τους μπάτσους, τις εισαγγελικές αρχές και οποιονδήποτε παρατρεχάμενο είναι πρόθυμος να αποτρέψει κάθε κινητοποίηση. Η επιλογή της εκκένωσης του Utopia A.D στην συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική συγκυρία δεν είναι καθόλου τυχαία. Η εκκένωση πραγματοποιήθηκε μερικές ημέρες πριν την έναρξη του τριημέρου εκδηλώσεων αλληλεγγύης προς τους 11 Τούρκους αγωνιστές στην Θράκη και ακολούθησε η σύλληψη ακόμα δύο Τούρκων αντιστασιακών, την ίδια ακριβώς ημέρα. Είναι πάγια πολιτική επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ, η οποία φαίνεται να εναρμονίζεται πλήρως με τη στάση του τουρκικού προξενείου, να κρατάει χαμηλά ή να καταστέλλει τις φωνές που μάχονται ενάντια σε ότι τρέφει την αντιπαλότητα των δύο κρατών, που πιστεύουν στη διεθνοποίηση και την παγκόσμια ταξική και εργατική χειραφέτηση.

Η κατάληψη του αναρχικού στεκιού Utopia A.D. μετράει 21 χρόνια αγώνα, αντίστασης και άρνησης ενάντια στον σάπιο κόσμο της εξουσίας και της υποδούλωσης. Είναι το κομμάτι του Δ.Π.Θ και της Κομοτηνής το οποίο θα βόλευε αρκετούς τοπικούς και εθνικούς αφεντάδες να εξαφανιστεί. Είναι το σημείο που ενώνονται οι τοπικοί εργατικοί και οικολογικοί αγώνες με τις φοιτητικές διεκδικήσεις. Είναι ο κόσμος που δεν βλέπει τους φοιτητές ως επένδυση του τοπικού κεφαλαίου, αλλά μοιράζεται μαζί του τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τις διεκδικήσεις τους. Είναι οι εργάτες που δεν διαχωρίζουν την θρησκεία ή την φυλή, αλλά διεκδικούν ένα καλύτερο αύριο για όλους, μέσα από τα σωματεία, τις συνελεύσεις και τις εργατικές διεκδικήσεις. Το Utopia A.D. είναι η πιο αγνή παραγωγή πολιτισμού της τοπικής κοινωνίας μέσα από τον αδιάκοπο αγώνα για ισότητα, αλληλεγγύη και σεβασμό στη διαφορετικότητα. Στην εποχή του 41% των κρατικών δολοφονιών, της βουλευτικής αλαζονείας, της συγκάλυψης και της κοινωνικής εξαθλίωσης, αυτές οι αξίες και τα ιδανικά είναι επικίνδυνα. Δείχνουν ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός χωρίς αφεντικά, δούλους και θεούς. Ενάντια στα μονοπώλια της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.

Όσες φορές και να εκκενώσετε το στέκι, η απάντηση μας θα παραμένει η ίδια: Ό,τι και να γίνει η Utopia A.D. κατάληψη θα μείνει. Τίποτα δεν θα μείνει αναπάντητο.

ΑΛΛΗΛΕΓΥΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΕΝΩΜΕΝΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ UTOPIA A.D.

ΜΠΑΤΣΟΙ – TV – ΠΡΥΤΑΝΙΚΗ ΑΡΧΗ – ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ ΔΟΥΛΕΟΥΝΕ ΜΑΖΙ

ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΑΝΟ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ UTOPIA A.D. ΣΤΗΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗ, ΠΑΝΟ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΗ 12ΧΡΟΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ, ΠΑΝΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ, ΠΑΡΚΟ ΦΑΛΗΡΟΥ, ΚΑΒΑΛΑ

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”LA NUIT DES ROIS (Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ), ΤΡΙΤΗ 13/02/2024, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΥ 46

Η Νύχτα των Βασιλιάδων

La Nuit des Rois  του Φίλιπ Λακότ

Πραγματικότητα και φαντασία γίνονται ένα στο σχεδόν παραισθησιογόνο φιλμ του Φιλίπ Λακότ από την Ακτή του Ελεφαντοστού. Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στους Ορίζοντες στο Φεστιβάλ Βενετίας, διακρίσεις στα Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και της Θεσσαλονίκης.

Η θρυλική φυλακή La Maca στην Ακτή του Ελεφαντοστού είχε κατασκευαστεί για να στεγάσει 1500 κρατούμενους, αλλά σήμερα φιλοξενεί περισσότερους από 5000 ανθρώπους που ζουν σε ένα συγκρότημα που βρίσκεται στο κέντρο ενός εθνικού πάρκου, περιτριγυρισμένου από τη ζούγκλα, που στο κέντρο του βρίσκεται ένας λαβύρινθος που ξεκινάει από το κέντρο, μια μεγάλη αίθουσα όπου συγκεντρώνονται όλοι οι κρατούμενοι και χάνεται μέσα από δαιδαλώδεις διαδρόμους στο χάος.

Στην πραγματικότητα, η φυλακή διοικείται από τους ίδιους τους κρατούμενους που, σε μια μικρογραφία μιας κοινωνίας, προσπαθούν να επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους, κυρίως να επιβιώσουν. Ή ιδανικά να μην ξεχαστούν σε ένα κόσμο που τους αντιμετωπίζει περισσότερο ως μια ανθρώπινη φυλή που δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να βρει τη θέση της στον ελεύθερο κόσμο.

Ο Μαυρογένης, κραταιός μέχρι πρότινος αρχηγός της φυλακής, βλέπει τα γένια του να ασπρίζουν και τις αντοχές του να εξαντλούνται. Σύμφωνα με το τελετουργικό, θα πρέπει να αποσυρθεί, να βρει το διάδοχό του και μετά να αυτοκτονήσει. Θα τον βρει σε έναν νεαρό που φτάνει μόλις στις φυλακές, θα τον ονομάσει Ρομάν (που στα γαλλικά σημαίνει μυθιστόρημα) και θα του αναθέσει μια δύσκολη αποστολή: κάθε βράδυ και όσο διαρκεί το κόκκινο φεγγάρι θα πρέπει να αφηγείται ιστορίες μέχρι που ξημερώνει. Και το ίδιο και την επόμενη μέρα και την επόμενη. Αν τα καταφέρει θα γίνει ο διάδοχος του «θρόνου». Αν όχι, θα χάσει τη ζωή του ως άλλη Σεχραζάτ από τις «Χίλιες και Μια Νύχτες».

Ό,τι ξεκινάει ως μια παράδοξη παραβολή πάνω στην εξουσία υπαγορευμένη και από τον ίδιο τον τίτλο της δεύτερης (μετά το «Run» που είχε κάνει πρεμιέρα στο ένα Κάποιο Βλέμμα των Καννών το 2014) ταινίας του καταγόμενου από την Ακτή του Ελεφαντοστού Φιλιπ Λακότ, γίνεται γρήγορα μια συναρπαστική εικονογράφηση των πιο διακριτών αντιθέσεων που εκ των πραγμάτων προκαλεί η εικόνα δεκάδων κρατουμένων συγκεντρωμένων γύρω από έναν «παραμυθά», με την ατμόσφαιρα να μυρίζει βία, ιδρώτα και ανδρικό πόθο σε σχεδόν ισόποσες αλλά σε κάθε περίπτωση απαγορευμένες δόσεις.

Στην κόψη του ρεαλισμού με τη μυθοπλασία, αλλά κυρίως της αλήθειας και του θρύλου, η «Νύχτα των Βασιλιάδων» δεν αργεί να μεταφερθεί στη σφαίρα του μύθου, με την πρωτόγνωρη και συχνά ανεξέλεγκτη τόλμη ενός θαρραλέου δημιουργού.

Δεν είναι μόνο οι σκηνές της ιστορίας από το παρελθόν που αφηγείται ο Ρομάν που καταφέρνουν να ενσωματώσουν την παράδοση της Ακτής του Ελεφαντοστού μέσα στο πεζό περιβάλλον των φυλακών (με έξτρα μπόνους τα απίθανα ειδικά εφέ), ούτε μόνο οι μικρές απροσδόκητες στιγμές ποίησης που μοιάζουν να αναδύονται μέσα από την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης κατάστασης.

Η πρωτοτυπία της ταινίας του Φιλίπ Λακότ και συνεπακόλουθα η δύναμή της, έγκειται στο γεγονός ότι δεν φοβάται να τοποθετήσει στο πιο αταίριαστο μέρος μια μεταφορά πάνω στη δύναμη της αφήγησης και του ίδιου του θεάτρου ή του σινεμά (παραπέμποντας στο «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι), κρατώντας αλώβητο τον ιμπρεσιονισμό με τον οποίο τελικά ολοκληρώνει ένα παραμύθι για τη διατήρηση της μνήμης, τα προφορικά αρχεία, τις πρωταρχικές έννοιες όπως αυτή της ελευθερίας που πρέπει να μπορέσουν να αρθρωθούν πριν αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα.

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ, ΣΑΒΒΑΤΟ 10/02/2024, ΣΤΙΣ 20:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟ ΣΤΕΚΙ ΣΤΟ ΔΙΠΑΕ ΚΑΒΑΛΑΣ

Χαιρετίζουμε τους απανταχού καλλιτέχνες,
τεχνίτες, χομπίστες και επαγγελματίες ! Όσες χαραμίζουν απλήρωτες εργατοώρες
για ένα μπούλετ στο βιογραφικό τουςκαι δεν είχαν ποτέ κονέ. Με μια πνοή
αλληλεγγύης χαιρετίζουμε όλου τουκόσμου τους διασκεδαστές, γελωτοποιούς,
καλλιτέχνες του δρόμου – της σάλας – του
μπάνιου και κάθε είδους ονειροπαρμένες και
περιπλανητές που η έκφρασή τους χώρο δε
βρίσκει. Με αυτό το κάλεσμα θέλουμε να σας
συναντήσουμε.
Είναι γεγονός πως βρισκόμαστε σε μια
πραγματικότητα που θέτει τον καλλιτέχνη
έρμαιο σε μια αγορά και ένα σύστημα
κέρδους όπου η ελεύθερη έκφραση κρίνεται
περιττή. Αισχρή εκμετάλλευση, ανεργία,
παραβιαστικές συμπεριφορές, κίβδηλες
υποσχέσεις για καριέρες, κανιβαλισμός
μεταξύ συνεργατών και οτιδήποτε άλλο έχει στην ατζέντα του ο καπιταλισμός για μια καθώς πρέπει καλλιτεχνική πορεία. Η τέχνη είναι εμπόρευμα και ο καλλιτέχνης έμπορος του εαυτού του. Σίγουρα δεν προβλέπεται καμία αμφισβήτηση, τίποτα ουσιαστικό και ανατρεπτικό. Ακόμα κι αν κάποιες φωνές παλεύουν να ακουστούν έξω από τα λαμπρά παλάτια, οι συκοφάντες της αυλής κλωτσούν τους γελωτοποιούς ως αποβράσματα και επαίτες. Η ατομική οδός φαίνεται να είναι και η μόνη οδός.
Όμως, το αποκορύφωμα αυτής της πραγματικότητας δεν είναι οι επιπτώσεις της, αλλά η πίστη των θυμάτων ότι τα πράγματα έτσι είναι και έτσι θα είναι για πάντα. Ενώ υποφέρουν, φτάνουν να πιστεύουν ότι ευθύνονται για όσα τους συμβαίνουν, ότι ίσως δεν προσπάθησαν αρκετά ή απλώς δεν ήταν φτιαγμένα για αυτό.
Υπό την επήρεια της ψευδαίσθησης των ίσων ευκαιριών, συρρέουν στα αστικά κέντρα, τα οποία ρουφούν τη ζωή από την επαρχία. Τρέχουν σε δύο δουλειές, για να φτάσουν ένα πρωί να αντιληφθούν ότι πλέον σιχαίνονται την τέχνη τους (όχι γιατί έπαψε να είναι όμορφη).
Εγκλωβισμένες μονάδες που μέσα στη μοναξιά του τετραγώνου τους αδυνατούν να κοιτάξουν
προς τα έξω, να δούνε την ομορφιά της συνάντησης κι ας μοιάζουν τόσο πολύ. Κι όμως, η πρώιμη αξία της τέχνης πηγάζει από την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία. Η τέχνη μπορεί να είναι μέσο αμφισβήτησης και αντίδρασης, μπορεί να είναι εργαλείο αυτοβελτίωσης.
Είμαστε το Δίκτυο Καλλιτεχνών!
Με καμβά την συλλογικότητα και την αλληλεγγύη, προσπαθούμε να εκφραστούμε ελεύθερα έξω από αυτήν την κουλτούρα και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για
να την αλλάξουμε. Μέσα στο Δίκτυο το κάθε άτομο είναι ελεύθερο να εκφραστεί όπως θέλει,
αδιαμεσολάβητα, έξω από την πίεση της εκμετάλλευσης, του ανταγωνισμού και της απόδοσης. Για εμάς, η επιθυμία για καλλιτεχνική δημιουργία είναι επαρκής προϋπόθεση για να θεωρηθεί το κάθε αποτέλεσμα τέχνη. Η τέχνη ευτελίζεται όταν περιορίζεται.
Γι’ αυτό λειτουργούμε αυτοοργανωμένα και χωρίς ιεραρχία (με οριζόντιες διαδικασίες). Το βασικό
όργανο του Δικτύου Καλλιτεχνών είναι η εβδομαδιαία του συνέλευση, η οποία είναι πάντα ανοιχτή.
Εκεί όλα τα άτομα συμμετέχουν ισότιμα. Στόχος μας είναι να ενθαρρύνεται και να υποστηρίζεται η καλλιτεχνική (και όχι μόνο) έκφραση όλων.
Το Δίκτυο είναι πρωτίστως ένας χώρος συνάντησης, όπου με κοινό παρονομαστή την τέχνη βρισκόμαστε, αλληλεπιδρούμε, προβληματιζόμαστε, συν δημιουργούμε, αλληλοϋποστηριζόμαστε.
Οι ιδέες μας και ο τρόπος με τον οποίο έχουμε επιλέξει να λειτουργούμε, μπορούν να ευδοκιμήσουν μόνο σε χώρους όπου δεν περιορίζεται από κανέναν η πολιτική ή η προσωπική έκφραση, όπου δεν υπάρχουν ιδιοκτήτριες, μεσάζοντες, υπεύθυνοι που θα σου απαγορεύσουν την είσοδο. Ανοιχτοί δημόσιοι χώροι, καταλήψεις και γενικότερα δομές του κινήματος μπορούν να στεγάσουν ομάδες με καλλιτεχνικό χαρακτήρα, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα μέσα από τις δράσεις τους να απευθυνθούν σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Γι’ αυτό και εμείς, ως Δίκτυο Καλλιτεχνών, έχουμε επιλέξει να στεγάσουμε τη συνέλευσή μας στην κατάληψη Libertatia. Αυτό δε σημαίνει, όμως, πως οι δράσεις μας περιορίζονται εκεί. Έχουμε την πρόθεση να επεκταθούμε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του γαλαξία. Ούτως ή άλλως, για εμάς, τα πάντα είναι πολιτικά. Εφόσον η τέχνη, αδιαμφισβήτητα, συγκαταλέγεται στα πάντα, άρα και η τέχνη είναι πολιτική. Το να επιλέγει ένα άτομο να μην εκφράζεται πολιτικά μέσα από τη δημιουργία του για εμάς αποτελεί μια πολιτική επιλογή, και πολύ ισχυρή μάλιστα. Όμως, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε, πως η συμμετοχή στο Δίκτυο σε καμία περίπτωση δεν προϋποθέτει ταύτιση πολιτικών απόψεων. Το μόνο όριο που μας εκφράζει είναι η απουσία εξουσιαστικών, σεξιστικών, ομοφοβικών, ρατσιστικών και φασιστικών συμπεριφορών, οι οποίες δεν είναι με κανέναν τρόπο ανεκτές.
Η συχνότερη και πιο χαρακτηριστική δράση του Δικτύου είναι οι παραστάσεις Καμπαρέ (ή πιο
σωστά, παραστάσεις Νέο-Μέτα Καμπαρέ). Είναι ουσιαστικά μια συνδημιουργία, όπου το κάθε
άτομο ή ομάδα ατόμων ετοιμάζουν ένα καλλιτεχνικό νούμερο όπου το σύνολό τους παρουσιάζεται ως μια ενιαία παράσταση. Η δομή του μας εκφράζει τόσο καλλιτεχνικά όσο και οργανωτικά. Η συμμετοχή είναι ανοικτή και ευέλικτη, έτσι ώστε το κάθε νούμερο να συμμετέχει όταν και όσο μπορεί και θέλει. Επίσης, η διαδικασία της προετοιμασίας κάθε παράστασης εμπεριέχει πολύ συνεργασία, αλληλοϋποστήριξη και συλλογική δημιουργία. Και αυτό ακριβώς είναι το νόημα!
“Το νεομετακαμπαρέ για μας είναι η συλλογική πραγμάτωση της ελεύθερης έκφρασης μας μέσα από παραστάσεις δίχως όρια”.
Το Δίκτυο όμως δεν περιορίζει τη δράση του μόνο στις παραστάσεις αυτές. Στην πραγματικότητα,
είναι πάντα ανοιχτό σε προτάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε πραγματοποιήσει ως τώρα προβολές ταινιών, καλλιτεχνικά τζαμ, φωτογραφικές βόλτες, ποίηση με αψέντι τις Τετάρτες, εκθέσεις, workshop ζογκλερικών. Ακόμα και αν κάποιο άτομο θέλει να συμμετέχει χωρίς να ασχοληθεί με το καλλιτεχνικό
κομμάτι του Δικτύου, για να παρακολουθήσει, να συζητήσει ή ίσως και μόνο να ακούσει, είναι
απόλυτα θεμιτό.

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”THE OLD OAK”, ΤΡΙΤΗ 23/01/2024, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Η Τελευταία Παμπ

The Old Oak

του Κεν Λόουτς

Το κύκνειο άσμα του Κεν Λόουτς είναι η ανθρωπιστική ταινία που περιμένεις, σίγουρα όχι από τις καλύτερές του, αλλά με καίριο σχόλιο για τον βρετανικό απομονωτισμό και απλούστατη διατύπωση.

Ο Κεν Λόουτς έχει ανακοινώσει ότι το «The Old Oak» είναι η τελευταία του ταινία για το σινεμά. Κι αν αυτό ισχύσει, θα έχει κλείσει τη φιλμογραφία του με μια ταινία που τον αντιπροσωπεύει απόλυτα – έστω κι αν δεν είναι από εκείνες που ξεχωρίζουν στην κινηματογραφική Ιστορία.

Σήμερα, σ’ ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας, κάποτε τόπο ανθρακωρύχων, τώρα παρηκμασμένο και φτωχό, ζει ο Τίτζεϊ, ιδιοκτήτης της τελευταίας παμπ της περιοχής. Το «The Old Oak», η παλιά βελανιδιά, είναι λίγο σαν και τον ίδιο: απαράλλαχτη τις τελευταίες δεκαετίες, αποκούμπι για τους ντόπιους, μισοχαλασμένη, λίγο θλιβερή. Όταν στο χωριό τοποθετούνται πρόσφυγες από τη Συρία, ο Τίτζεϊ γνωρίζει τη νεαρή Γιάρα που έχει αγάπη για τη φωτογραφία και τους ανθρώπους. Στον εφιάλτη του τραμπουκισμού των Σύρων από τους ντόπιους κάθε ηλικίας, η Γιάρα έχει την απάντηση: να διοργανώσουν, μαζί, συσίτιο για Αγγλους και πρόσφυγες, για όποιους έχουν ανάγκη, γιατί το φαγητό είναι η μόνη δραστηριότητα που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να μονιάσουν. Και να το κάνουν, φυσικά, στον πίσω χώρο της παμπ, που μαζί θα ανακαινίσουν. Όμως οι συντοπίτες του Τίτζεϊ δεν βλέπουν αυτή την ιδέα με καλό μάτι.

Μ’ ένα σενάριο γραμμένο και πάλι, φυσικά, παρέα με τον Πολ Λάβερτι, η ταινία υποφέρει από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πρόσφατων φιλμ του Λόουτς. Ένας υπερβολικός μελοδραματισμός, διάλογοι διατυπωμένοι με απλοϊκότητα κι έλλειψη βάθους, ερμηνείες ερασιτεχνικές που αδυνατούν να δώσουν βάρος στους ήρωες, ειδικά από τον Ντέιβ Τέρνερ που ενσαρκώνει τον Τίτζεϊ, τον οποίο έχουμε δει και στο «I, Daniel Blake» και στο «Sorry We Missed You». Η Σύρια Εμπλα Μαρί (πρόταση στον Λόουτς από την Παλαιστίνια σκηνοθέτη Ανμαρί Τζασίρ), έχει ένα πρόσωπο τόσο μαγνητικό που της συγχωρείται κάθε υποκριτική αδεξιότητα.

Ωστόσο, ο Κεν Λόουτς, με μια υπογραφή που αναγκάζει τον (κινηματογραφικό) κόσμο να τον ακούσει, γνωρίζει καλά πώς να θίξει τα επίκαιρα και κατακρίνει, εδώ, με την επαγωγική μέθοδο, την αντιμετώπιση του προσφυγικού από τη Μεγάλη Βρετανία, την αυξημένη ξενοφοβία που εκδηλώθηκε με το Brexit, την απώλεια της ομόνοιας στις μικρές κοινωνίες, τον ρατσισμό. Ήρεμα, τρυφερά, με μια ίσως αδικαιολόγητη, ίσως σκόπιμη απλοϊκότητα και με μια δυνατή φωνή που δεν έχει τίποτα να φοβηθεί.

Το electric knife μαζί με την ηχητική ομάδα ACCION MUTANTE collective θα σας παρουσιάσει τo ΣΑΒΒΑΤΟ 16 Δεκέμβρη 2023, μια βραδιά ηλεκτρονικού πειραματισμού, drones και θορυβισμού στο Αυτο/ζόμενο στέκι στο ΔΙΠΑΕ ΚΑΒΑΛΑΣ

Το electric knife (πρώην δισκάδικο στο Λονδίνο/international mail-order) μαζί με την ηχητική ομάδα ACCION MUTANTE collective θα σας παρουσιάσει τo ΣΑΒΒΑΤΟ 16 Δεκέμβρη 2023 στο Αυτο/ζόμενο στέκι στο ΔΙΠΑΕ ΚΑΒΑΛΑΣ

Μια βραδιά ηλεκτρονικού πειραματισμού, drones και θορυβισμού

15 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ Η ΕΛ.ΑΣ. ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ – ΤΡΙΤΗ : 5/12 στις 20:30 στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας προβολή του ντοκιμαντέρ ”Εξέγερση Δεκέμβρης 2008: Μόνος σου θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά” – ΤΕΤΑΡΤΗ 6/12 στις 18:00 στο Δημοτικό κήπο Καβάλας Συγκέντρωση – Μικροφωνική

Εξέγερση Δεκέμβρης 2008: Μόνος σου θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά

Το ντοκιμαντέρ αυτό το γύρισε η Κλεμ, μία Γαλλίδα συντρόφισσα που έμενε εκείνον τον καιρό στην Αθήνα, στην κατάληψη της Σκαραμαγκά. Δυστυχώς, η Κλεμ έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2013, αφήνοντας την ταινία λίγο πριν από την τελική μορφή που θα ήθελε να της δώσει. Παρόλα αυτά, οι κοντινοί της άνθρωποι σε Ελλάδα και Γαλλία κρίναμε ότι η ταινία μπορεί να προβληθεί ως έχει, και πιστεύουμε ότι έχει ιδιαίτερη αξία, καθότι πρόκειται για πρωτότυπο υλικό που δεν υπάρχει αντίστοιχό του για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, γυρισμένο από και για το κίνημα, το καλοκαίρι του 2010, όταν οι μνήμες της εξέγερσης του Δεκέμβρη ήταν ακόμα πολύ νωπές στο μυαλό και την ψυχή όλων μας. Μετά λοιπόν από αρκετό καιρό ολοκληρώσαμε τον υποτιτλισμό και προσθέσαμε ένα επεξηγηματικό σημείωμα στο τέλος για την Κλεμ και την πορεία αυτής της ταινίας. Ο τίτλος που αποφασίσαμε να δώσουμε στην ταινία είναι το σύνθημα “Μόνος σου θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά”, που ήταν από τις αγαπημένες φράσεις της Κλεμ.

Συντροφικά, κάποιοι φίλοι της Κλεμ…

ΤΡΙΤΗ 21/11/2023, ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”WEEK – END”, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Week-end

του Ζαν-Λικ Γκοντάρ

H ταινία που σήμανε το οριστικό φινάλε στο «αστικό σινεμά» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και προφήτευσε τον Μάη του ’68.

Τέλος της ιστορίας. Τέλος του σινεμά.

Αυτό ήταν για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ το «Week-end», μια ταινία πού όχι μόνο σφράγισε το τέλος της πρώτης περιόδου του «αστικού σινεμά» της καριέρας του, αλλά προ οικονόμησε, ένα χρόνο πριν, το ξέσπασμα του Μάη του 68, αυτού του σαρωτικού κινήματος αμφισβήτησης, του οποίου ο Γάλλος σκηνοθέτης υπήρξε ταγός και πρωτοπόρος.

Κι αν υπάρχει μια ταινία στη φιλμογραφία του, η οποία είναι όντως η αλήθεια σε 24 πλάνα το δευτερόλεπτο και το ψέμα σε κάθε λήψη, αυτή δεν είναι άλλη από το «Week-end», όπου τα πάντα και οι πάντες μοιάζουν να βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους: ο σκηνοθέτης με το θέμα του, τους ηθοποιούς του και τους θεατές, ο ήχος με την εικόνα, το σημείο με το σημαινόμενο, το σινεμά ως αναπαραστατική απεικόνιση της αλήθειας με τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο πόλεμος αυτός ξεκινά ήδη από τον τίτλο. Το Week-end, συμβολικό τέλος της εργάσιμης εβδομάδας και χρόνος ανάπαυσης, δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα του καπιταλιστικού τρόπου οικονομικής οργάνωσης και του καταμερισμού της εργασίας, μία φαινομενική κατάκτηση των εργαζομένων, αλλά ουσιαστικά αναπόσπαστο τμήμα της ορθολογικοποίησης της παραγωγής, όπως την εμπνεύστηκε ο Χένρι Φορντ. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η χρονική περίοδος στην οποία ο Γκοντάρ, τοποθετεί το ταξίδι του πρωταγωνιστικού του ζεύγους, του Ρολάν και της Κορίν, ενός ανδρόγυνου εύπορων μεσοαστών, οι οποίοι ενώ ήδη από τα πρώτα πλάνα της ταινίας μηχανορραφούν ο ένας το χαμό του άλλου, αποφασίζουν από κοινού να ταξιδέψουν μαζί στη γαλλική επαρχία προκειμένου να εξασφαλίσουν την κληρονομιά του ετοιμοθάνατου πατέρα της Κορίν, καταφεύγοντας ακόμα και στο φόνο της μητέρας της, αν αυτό χρειαστεί.

Το ταξίδι αυτό φυσικά (κι αναμενόμενα, σε ταινία του Γκοντάρ βρισκόμαστε) θα λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μετά από ένα μποτιλιάρισμα και ένα από τα διασημότερα τράβελινγκ στην ιστορία του σινεμά, μια πένθιμη πομπή για το τέλος της αστικής τάξης, την οποία ο ίδιος ο Γκοντάρ υπονομεύει με τη συνεχή χρήση μεσότιτλων, το ζευγάρι θα συναντήσει στην διάρκεια αυτού του Σαββατοκύριακου, που μόνο 48 ώρες δεν διαρκεί, πτώματα, κατεστραμμένα αυτοκίνητα, επαναστάτες, κακοποιούς, ιστορικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες περασμένων αιώνων, ακόμα και το ίδιο το κινηματογραφικό συνεργείο που τους ακολουθεί. Η ατέρμονη περιήγηση σε ένα κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό τοπίο που μοιάζει να αντικατοπτρίζει τη σήψη και το τέλμα όλων των χαρακτήρων που έχουν περάσει από την ταινία θα καταλήξει στο πατρικό της Κορίν και στο φόνο, τότε όμως είναι που οι δύο πρωταγωνιστές θα πέσουν στα χέρια μιας ομάδας κανίβαλων τρομοκρατών που αρέσκονται στο να απαγγέλουν χωρία από τα Άσματα του Μαλντορόρ και να μιλούν συνθηματικά μεταξύ τους με τίτλους από ταινίες.

Σε μια εποχή αναβρασμού και άρνησης των δομών και των παγιωμένων αντιλήψεων της καθεστηκυίας τάξης, με τον Ρολάν Μπαρτ να διακηρύσσει το θάνατο του δημιουργού και τη γέννηση του αναγνώστη και τον Ζακ Λακάν να επανατοποθετεί το ασυνείδητο (και την αδυναμία της γλώσσας να το εκφράσει) στο επίκεντρο του ψυχαναλυτικού προβληματισμού, ο Γκοντάρ βλέπει το τέλος του Δυτικού πολιτισμού και το τέλος του σινεμά ως μια κατάμαυρη σάτιρα, όπου κανείς δε γελάει γιατί αδυνατεί να κατανοήσει το αστείο, αποχαυνωμένος μέσα στις αφηγηματικές συμβάσεις ενός κινηματογράφου που έχουν ευνουχίσει την κριτική σκέψη του θεατή.

Η ειρωνεία είναι από την αρχή σαφής και πολυεπίπεδη. Το Week-end είναι μια ταινία που «βρίσκεται σε μια χωματερή», «ανεμοδαρμένη στο σύμπαν», όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης σπεύδει να μας προϊδεάσει σε δύο από τους μεσότιτλους, οι οποίοι κάνουν διαρκώς την εμφάνισή τους υπονομεύοντας όχι μόνο τη ροή, αλλά και την ίδια την αξιοπιστία των όσων συμβαίνουν στην οθόνη, αποπροσανατολίζοντας και σπαζοκεφαλιάζοντας το θεατή, που βγαίνει από το λήθαργο της παθητικής πρόσληψης και προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το σημειολογικό βομβαρδισμό που δέχεται.

Τίποτα δε μένει όρθιο στην επίθεση του Γκοντάρ. Ο γάμος και η αγία οικογένεια αποδομούνται από την αρχή κιόλας με το κάθε άλλο παρά μονογαμικό ζευγάρι να δολοπλοκεί αμφοτέρωθεν και να εποφθαλμιά μία κληρονομιά, η οποία είναι τελικά ο μοναδικός συνδετικός κρίκος. Η λογοτεχνία δια μέσου της ίδιας της Εμιλι Μπροντέ ρίχνεται κυριολεκτικά στην πυρά ως άλλος ένας μηχανισμός εφησυχασμού της αστικής τάξης. Ο διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση λοιδορούνται από την δημαγωγική παρουσία του συνεργάτη του Ροβεσπιέρου Σεντ Ζιστ. Η σύγχρονη μουσική είναι «πιθανότητα η μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία του πολιτισμού». Ο καταναλωτισμός γίνεται η νέα θρησκεία και τα κατ’ εξοχήν σύμβολά του, τα αυτοκίνητα, είναι οι νέοι ναοί, όπου δοξολογείται η ευμάρεια, καταλήγουν όμως φλεγόμενα σαράβαλα σε κάθε γωνιά των επαρχιακών δρόμων, οι οποίοι δεν ενώνουν πλέον μέρη, ούτε ιδέες, όπως έκαναν κάποτε, αλλά δικτυώνουν την εντροπική παθογένεια.

Οι αναφορές του Γκοντάρ είναι ανεξάντλητες: Ο Ζορζ Μπατάιγ και Η «Ιστορία του Ματιού», ο Λιούις Κάρολ και «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ο Λουί Μπουνιουέλ και ο «Εξολοθρευτής Αγγελος», ο Φρίντριχ Ενγκελς και «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», ο Μότσαρτ, ο Μπέργκμαν, ο Μπρεχτ και ο Χομπς είναι μερικές μόνο από τις κρυφές ή φανερές, αλλά σίγουρα αντιφατικές κι ετερόκλητες συνιστώσες ενός έργου πολύσημου, αναρχικού και ταυτόχρονα άψογα δομημένου, το οποίο αποδομεί στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό, όχι μόνο μέσω της κατακερματισμένης αφήγησης και της αποστασιοποίησης, αλλά τοποθετώντας τους ίδιους τους ηθοποιούς να αναφωνούν στα μισά κιόλας ότι «πρωταγωνιστούν σε μια σάπια ταινία, γεμάτη τρελούς ανθρώπους».

Αυτός είναι ένας μόνο από τους πολλούς αφορισμούς που ακούγονται στην ταινία, με τους οποίους ο Γκοντάρ πάντα αρεσκόταν να κλείνει το μάτι και να βγάζει τη γλώσσα στην τέχνη που σε όλη του την καριέρα προσπάθησε να υπηρετήσει διαλύοντάς την στα εξ ων συνετέθη. Η ιστορία αλλά και η φιλμογραφία του σκηνοθέτη απέδειξαν τελικά ότι η επανάσταση απέτυχε και το μόνο που έμεινε είναι ο ίδιος κυνισμός με τον οποίο η πρωταγωνίστρια Μιρέιγ Νταρκ μασουλά τα εντόσθια του συζύγου της, αφήνοντας κάτι περισσότερο για μετά.

Ίσως τελικά το «Week-end» να μην είναι τίποτα περισσότερο από αυτό.